Το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ για την τραγωδία στα Τέμπη φέρνει στο φως κρίσιμα στοιχεία για τα αίτια που οδήγησαν στο δυστύχημα, το οποίο κόστισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους. Στις σχεδόν 200 σελίδες του, δίνεται έμφαση στις παραβιάσεις πρωτοκόλλου, καθώς και στις βαθύτερες δυσλειτουργίες και ελλείψεις του σιδηροδρομικού συστήματος. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται επίσης στην πυρόσφαιρα που δημιουργήθηκε μετά τη σύγκρουση, καθώς και στις συνθήκες που συνέβαλαν στην εκδήλωσή της.

Το πόρισμα περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τη φωτιά που ξέσπασε μετά τη σύγκρουση των τρένων, εξετάζοντας και την πιθανή ύπαρξη εύφλεκτων υλικών. Επισημαίνεται πως, αν η σύμβαση 717 είχε ολοκληρωθεί όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί το 2016, η τραγωδία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στη χρόνια παραμέληση των υποδομών και στη μείωση του προσωπικού ασφαλείας του ΟΣΕ κατά τα χρόνια των μνημονίων, παράγοντες που συνέβαλαν καθοριστικά στο δυστύχημα. Τέλος, τονίζεται ότι η πλειοψηφία των θυμάτων δεν οφείλεται άμεσα στη φωτιά. Η έρευνα αναδεικνύει σοβαρές ελλείψεις στη διαχείριση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων και στον συντονισμό των αρμόδιων φορέων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη λήψης άμεσων και ουσιαστικών μέτρων για την πρόληψη παρόμοιων τραγωδιών στο μέλλον.

Τι προκάλεσε τη φωτιά μετά τη σύγκρουση τρένων στα Τέμπη

Στη σελίδα 126 του πορίσματος για τα Τέμπη αναφέρεται ότι «με βάση τις παρατηρήσεις που μπόρεσαν να γίνουν, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο τεχνικός εξοπλισμός της έλασης υλικού που χρησιμοποιήθηκε προκάλεσε τον σχηματισμό και την επέκταση της τεράστιας πύρινης σφαίρας που προέκυψε μετά την πρόσκρουση, και στη συνέχεια οδήγησε στις δευτερογενείς πυρκαγιές. Με τα υπάρχοντα στοιχεία είναι αδύνατο να προσδιοριστεί τι ακριβώς την προκάλεσε, αλλά οι προσομοιώσεις υποδεικνύουν την πιθανή παρουσία ενός άγνωστου μέχρι σήμερα καυσίμου».

Βασικά συμπεράσματα από το πόρισμα για τα Τέμπη

Η φονική σύγκρουση της επιβατικής αμαξοστοιχίας IC-62 με την εμπορική αμαξοστοιχία 63503 μεταξύ Λάρισας και Νέων Πόρων θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν δεν είχαν συμβεί σοβαρά σφάλματα και παραλείψεις στη διαχείριση της κυκλοφορίας. Οι δύο αμαξοστοιχίες κινούνταν σε αντίθετες κατευθύνσεις πάνω στην ίδια γραμμή, γεγονός που οδήγησε στη μοιραία σύγκρουση.

Τα αίτια της τραγωδίας

Ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στο δυστύχημα ήταν η λανθασμένη διαχείριση της κυκλοφορίας από τον σταθμάρχη της Λάρισας. Αντί να χρησιμοποιήσει το αυτοματοποιημένο σύστημα για τον καθορισμό της πορείας της αμαξοστοιχίας IC-62 προς τον βορρά, προχώρησε σε χειροκίνητη ρύθμιση των αλλαγών τροχιάς, παραλείποντας να επαναφέρει τους διακόπτες 118 A/B στη σωστή θέση. Ως αποτέλεσμα, το τρένο κατευθύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό εγκαίρως.

Η εμπειρία του σταθμάρχη φαίνεται να διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο, καθώς το σύστημα τηλεχειρισμού που χειριζόταν απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση και εξοικείωση. Παράλληλα, η υπερφόρτωσή του με καθήκοντα λόγω τεχνικών δυσκολιών και συνεχών επικοινωνιών, σε συνδυασμό με την έλλειψη σαφών οδηγιών, επιδείνωσαν την κατάσταση. Επιπλέον, η προφορική έγκριση της αναχώρησης της IC-62 δεν επιβεβαιώθηκε με επανάληψη από τους μηχανοδηγούς, κάτι που αποτελεί κρίσιμο μέτρο ασφαλείας. Η γενικότερη απουσία δομημένης και αυστηρής επικοινωνίας στις ελληνικές σιδηροδρομικές μεταφορές συνέβαλε καθοριστικά στην τραγωδία.

Διαχρονικά προβλήματα στο σιδηροδρομικό δίκτυο

Το ελληνικό σιδηροδρομικό σύστημα έχει υποστεί σοβαρές επιπτώσεις από τη δεκαετή οικονομική κρίση. Η υποχρηματοδότηση και η έλλειψη προσωπικού είχαν ως αποτέλεσμα την ελλιπή συντήρηση της υποδομής και την υποβάθμιση των συστημάτων ελέγχου, σηματοδότησης και επικοινωνίας. Ο ΟΣΕ δεν διαθέτει μηχανισμό πρόληψης και συντήρησης των κρίσιμων συστημάτων, αλλά επεμβαίνει μόνο μετά από βλάβες. Επιπλέον, δεν υπάρχει αποτελεσματικός έλεγχος της επάρκειας των σταθμαρχών, ούτε διαδικασία αξιολόγησης της απόδοσής τους.

Αντίστοιχα, οι μηχανοδηγοί της Hellenic Train αντιμετωπίζουν καθημερινά αλλαγές στις διαδρομές τους λόγω έργων ή βλαβών, χωρίς να έχουν λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση στις επικοινωνίες ασφαλείας. Δεν υπάρχει σύστημα παρακολούθησης της απόδοσής τους, ενώ απουσιάζει και μια εθνική ανεξάρτητη αρχή για τη διερεύνηση ατυχημάτων.

Οι συνέπειες της σύγκρουσης και τα κενά στην ασφάλεια

Η ένταση της σύγκρουσης επιδεινώθηκε από την υψηλή ταχύτητα των τρένων, καθώς τα σιδηροδρομικά οχήματα δεν είναι κατασκευασμένα ώστε να αντέχουν συγκρούσεις με ταχύτητες που ξεπερνούν τα 36 χλμ/ώρα. Η έλλειψη μηχανισμών για τη ρύθμιση της ταχύτητας με βάση τις συνθήκες του δικτύου συνέβαλε καθοριστικά στην καταστροφή στα Τέμπη.

Παρόλο που η ακριβής αιτία της εκτεταμένης φωτιάς που ακολούθησε τη σύγκρουση δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως, υπάρχουν ενδείξεις πως η παρουσία άγνωστων εύφλεκτων υλικών μπορεί να έπαιξε ρόλο στην εξάπλωσή της. Η χρήση πιο ανθεκτικών και πυρίμαχων υλικών στα βαγόνια θα μπορούσε ενδεχομένως να περιορίσει τις επιπτώσεις. Επιπλέον, η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης καθυστέρησε την αντιμετώπιση του δυστυχήματος, ενώ ανεπαρκείς διαδικασίες στη διαχείριση των θυμάτων και στη συλλογή κρίσιμων στοιχείων για τη διερεύνηση του συμβάντος δημιουργούν έντονη ανησυχία.

Οι ευθύνες των αρμόδιων αρχών

Η Ελλάδα δεν είχε λειτουργικό εθνικό όργανο διερεύνησης σιδηροδρομικών ατυχημάτων, με αποτέλεσμα να μην αντλούνται διδάγματα από προηγούμενα συμβάντα. Η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ) δεν εντόπισε έγκαιρα τις σοβαρές αδυναμίες στον τρόπο λειτουργίας του ΟΣΕ, ενώ οι επισημάνσεις της Ευρωπαϊκής Σιδηροδρομικής Υπηρεσίας δεν οδήγησαν σε γρήγορες βελτιώσεις.

Οι προτάσεις του ΕΟΔΑΣΑΑΜ για τον Σιδηρόδρομο μετά τα Τέμπη

Μετά την τραγωδία στα Τέμπη, προτάθηκαν άμεσα μέτρα για τη βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ σταθμαρχών και μηχανοδηγών, καθώς και αλλαγές στο σύστημα ανοιχτής επικοινωνίας. Συνολικά, 17 συστάσεις κατατέθηκαν για την ενίσχυση της ασφάλειας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι ακόλουθες:

  • Βελτίωση της διαχείρισης κινδύνου από τον ΟΣΕ, μέσω συνεχούς συντήρησης των υποδομών και εκπαίδευσης του προσωπικού.
  • Σύστημα αξιολόγησης μηχανοδηγών από την Hellenic Train, με στόχο την ενίσχυση των δεξιοτήτων ασφαλείας.
  • Δημιουργία συστήματος καταγραφής συμβάντων, ώστε να εντοπίζονται προβλήματα έγκαιρα.
  • Αναβάθμιση της εποπτείας από τη ΡΑΣ, με στόχο τη διαρκή παρακολούθηση των δεικτών ασφαλείας.
  • Ανάπτυξη ενός εθνικού σχεδίου διαχείρισης κρίσεων, με σαφείς οδηγίες για την αντιμετώπιση σιδηροδρομικών ατυχημάτων και την ψυχολογική υποστήριξη των επιζώντων.
  • Η τραγωδία των Τεμπών ανέδειξε τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου. Μένει να φανεί αν οι ελληνικές αρχές θα εφαρμόσουν ουσιαστικά μέτρα για την αποφυγή αντίστοιχων καταστροφών στο μέλλον.
  • Η έρευνα αντιμετώπισε σημαντικούς περιορισμούς, καθώς η ΕΟΔΑΣΑΑΜ δεν ήταν επιχειρησιακά ενεργή κατά τον χρόνο του δυστυχήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση έναρξης της έρευνας κατά περισσότερο από έναν χρόνο, γεγονός που επηρέασε τη συλλογή δεδομένων. Πολλά κρίσιμα στοιχεία είχαν χαθεί, ενώ η έρευνα βασίστηκε σε πληροφορίες από άλλους φορείς, τεχνικά δεδομένα, συνεντεύξεις και επιτόπιες επισκέψεις.

Επιπλέον, η δημόσια συζήτηση και η έντονη κάλυψη του δυστυχήματος από τα μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν μια εδραιωμένη «νοητική εικόνα» για τα αίτια της τραγωδίας, η οποία ενδέχεται να επηρέασε τις καταθέσεις μαρτύρων. Παράλληλα, η δικαστική έρευνα επέβαλε περιορισμούς στην πρόσβαση σε έγγραφα, καθυστερώντας ή και αποτρέποντας τη διάθεση σημαντικών στοιχείων. Αυτή η αμυντική στάση δυσχεραίνει την αξιοποίηση της έρευνας για τη βελτίωση της σιδηροδρομικής ασφάλειας.

Το χρονικό της τραγωδίας στα Τέμπη

Στις 28 Φεβρουαρίου 2023 σημειώθηκε η φονικότερη σιδηροδρομική τραγωδία στην Ελλάδα, όταν επιβατική αμαξοστοιχία της Hellenic Train, που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα-Θεσσαλονίκη, συγκρούστηκε μετωπικά με εμπορική αμαξοστοιχία κοντά στα Τέμπη. Η σύγκρουση συνέβη λίγο πριν τα μεσάνυχτα, σε τμήμα της γραμμής όπου τα τρένα κινούνταν στην ίδια τροχιά λόγω λανθασμένης σηματοδότησης. Η σφοδρότητα της πρόσκρουσης προκάλεσε εκτροχιασμό βαγονιών και ισχυρή έκρηξη, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πυρκαγιά, ιδιαίτερα στα πρώτα βαγόνια του επιβατικού τρένου. Από το δυστύχημα έχασαν τη ζωή τους 57 άνθρωποι, κυρίως νεαροί φοιτητές που επέστρεφαν στη Θεσσαλονίκη, ενώ δεκάδες τραυματίστηκαν.

Η τραγωδία ανέδειξε σοβαρές ελλείψεις στην ασφάλεια του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, καθώς αποκαλύφθηκε ότι το σύστημα τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης δεν λειτουργούσε, αφήνοντας τη διαχείριση της κυκλοφορίας αποκλειστικά σε ανθρώπινο παράγοντα. Ο σταθμάρχης της Λάρισας φέρεται να έκανε μοιραίο λάθος κατευθύνοντας το επιβατικό τρένο σε λάθος γραμμή, ενώ παράλληλα τονίστηκαν οι χρόνιες παθογένειες, όπως η υποστελέχωση και η έλλειψη συντήρησης του δικτύου. Το δυστύχημα προκάλεσε οργή στην ελληνική κοινωνία, οδηγώντας σε μαζικές διαδηλώσεις και απαιτήσεις για λογοδοσία και βελτίωση της σιδηροδρομικής ασφάλειας στη χώρα.

Διαβάστε ακόμη