Έργα 23,9 δισ. ευρώ αναμένεται να προχωρήσουν στην περίοδο 2022-2026, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που παρουσιάστηκε χθες. Τα νέα έργα έρχονται να ενισχύσουν το ίδιο μεγάλο ανεκτέλεστο των ισχυρών κατασκευαστικών ομίλων που σήμερα ξεπερνά τα 15,3 δισ. ευρώ και είναι ήδη τριπλάσιο σε σύγκριση με το μέσο όρο της περιόδου 2018 – 2020. Ωστόσο, η επιτυχής εκτέλεση των έργων αποτελεί πρόκληση για τις κατασκευαστικές εταιρείες, καθώς απαιτούνται μεταξύ άλλων επάρκεια σε ανθρώπινο δυναμικό, ισχυρή ρευστότητα, πρόσβαση σε πόρους χρηματοδότησης και ταχείες διαδικασίες από την πλευρά των φορέων του δημοσίου.

Το ανεκτέλεστο υπόλοιπο δημόσιων και ιδιωτικών έργων των μεγάλων ομίλων βρίσκεται σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, απόρροια της βελτίωσης των επιδόσεων και συνθηκών στην ελληνική οικονομία, του μεγέθους της χρηματοδότησης από ευρωπαϊκούς πόρους, αλλά και της μεγάλης υστέρησης σε επενδύσεις στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ. Η αξία παραγωγής των κατασκευαστικών έργων υποδομών και κατοικιών θα ακολουθήσει ισχυρή ανοδική πορεία την περίοδο 2024-2026, ξεπερνώντας τα 18 δισ. ευρώ το 2025, από 10,3 δισ. ευρώ το 2022.

Οι προκλήσεις για τον κατασκευαστικό κλάδο

Αν και οι προοπτικές για την ανάπτυξη των κατασκευών και τη μεγιστοποίηση της συμβολής τους στην ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια είναι ιδιαίτερα θετικές, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις για τον κλάδο. Σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ζητήματα που σχετίζονται με το ανθρώπινο δυναμικό και τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων του κλάδου, το θεσμικό πλαίσιο του συστήματος παραγωγής δημοσίων έργων και τον εθνικό σχεδιασμό για τις υποδομές, την ενσωμάτωση τεχνολογίας και την ψηφιοποίηση των Κατασκευών ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα του κλάδου, και, τέλος, με την υιοθέτηση των προτύπων ESG από τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις.

Η ανεπάρκεια εργατικού δυναμικού προβάλλει ως το μείζον εμπόδιο ανάπτυξης το 2023, ενώ οι δυσκολίες χρηματοδότησης αξιολογούνται επίσης αρνητικά ως προς την επίπτωσή τους στην κατασκευαστική δραστηριότητα. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού συνεπάγεται καθυστερήσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση του προϋπολογισμού και μη τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων των έργων. Η προοπτική ισχυρής ανάπτυξης της εγχώριας κατασκευαστικής δραστηριότητας θα δημιουργήσει πρόσθετες ανάγκες σε εργατικό δυναμικό διαφόρων ειδικοτήτων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, το σύνολο των εργαζόμενων στον τομέα των κατασκευών θα πρέπει να αυξηθεί την περίοδο 2024-2026, φτάνοντας περίπου στους 250 χιλιάδες εργαζόμενους. Αυτό το επίπεδο είναι κατά 51 έως 55 χιλιάδες υψηλότερο σε σύγκριση με την απασχόληση στις κατασκευές το 2022, όταν ο αριθμός των εργαζομένων ανήλθε στους 197 χιλιάδες.

Η προοπτική περαιτέρω αύξησης των κατασκευαστικών έργων τα επόμενα χρόνια δημιουργεί ανάγκες πρόσθετης χρηματοδότησης, περιλαμβανομένων των εγγυήσεων για τη συμμετοχή και την καλή εκτέλεση των έργων. Τις ανάγκες αναζήτησης πρόσθετης χρηματοδότησης και ρευστότητας επιτείνουν οι καθυστερήσεις πληρωμών των κατασκευαστικών επιχειρήσεων, περιλαμβανομένου του τομέα των δημοσίων έργων. Οι δυσκολίες στη χρηματοδότηση και το χρηματοδοτικό κενό μπορεί να περιοριστούν με τη χρήση διάφορων χρηματοδοτικών εργαλείων (π.χ. εγγυητικά κεφάλαια, επιδότηση επιτοκίου, κ.ά.), ώστε να υλοποιηθούν απρόσκοπτα οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε κατασκευαστικά έργα τα επόμενα χρόνια.

Σε σχέση με το θεσμικό πλαίσιο, και με δεδομένες τις σημαντικές αυξήσεις στο κόστος κατασκευής, έχει αναδειχθεί η ανάγκη για συστηματική λειτουργία ενός μηχανισμού καθορισμού των συντελεστών αναθεώρησης τιμών. Αυτός ο μηχανισμός θα πρέπει να καλύπτει όλες τις επιμέρους παραμέτρους κόστους, με στόχο τη μείωση της αβεβαιότητας για τους συμμετέχοντες σε διαγωνισμούς δημοσίων έργων, καθώς και την αποτροπή προβλημάτων κατά την υλοποίηση των έργων. Στην κατεύθυνση αυτή, καθοριστικής σημασίας είναι η ανάπτυξη, λειτουργία και διαχείριση του Ενιαίου Συστήματος Τεχνικών Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Τεχνικών Έργων και Μελετών, καθώς και του Ηλεκτρονικού Συστήματος Προσδιορισμού Κόστους Συντελεστών Παραγωγής Τεχνικών Έργων, το οποίο δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί.

Για τη βελτίωση του συστήματος παραγωγής δημοσίων έργων, κρίνεται αναγκαία η επέκταση της ψηφιοποίησης των διαδικασιών δημοσίων προμηθειών και η ενίσχυση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των πληροφοριακών συστημάτων. Επιπλέον, η εισαγωγή πολλαπλών κριτηρίων για την επιλογή του αναδόχου και η ενίσχυση της χρήσης εξωδικαστικών μεθόδων επίλυσης διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση, οι επιτροπές εμπειρογνωμόνων και η διαιτησία, θα συμβάλουν στη βελτιστοποίηση των διαδικασιών. Παράλληλα, κανονιστικές παρεμβάσεις θα πρέπει να εστιάσουν στην επιτάχυνση των διαδικασιών και στη διασφάλιση συνέχειας μεταξύ συμβάσεων, εκτέλεσης και συντήρησης έργων. Η εξασφάλιση αξιόπιστων και εφαρμόσιμων μελετών, η αναμόρφωση του μηχανισμού διαμόρφωσης προϋπολογισμών και η ενίσχυση της διαφάνειας είναι επίσης καίριες για τη δημιουργία συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού. Η εφαρμογή του ΠΔ 71/1019, που αφορά τα Μητρώα συντελεστών παραγωγής δημοσίων και ιδιωτικών έργων, μελετών και τεχνικών υπηρεσιών, καθώς και ο αυστηρός έλεγχος και επίβλεψη κατά την κατασκευή των έργων, αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για την επιτυχή υλοποίηση των έργων.

Τα χαμηλά ποσοστά ψηφιοποίησης και η έλλειψη επενδύσεων από τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις αποτελούν δύο σημαντικές προκλήσεις για την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητα του τομέα. Επειδή ο τομέας αποτελείται κυρίως από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα περιθώρια για επενδύσεις σε καινοτόμες τεχνολογίες είναι περιορισμένα, και η ανάγκη για χρηματοδοτική στήριξη και παροχή οικονομικών κινήτρων είναι αυξημένη. Η πρόσφατη ανακοίνωση της Εθνικής Στρατηγικής και του οδικού χάρτη για την εφαρμογή του Building Information Modelling (BIM) στην Ελλάδα αποτελεί ένα θετικό βήμα. Η εφαρμογή του BIM εκτιμάται ότι θα συμβάλει αποφασιστικά στην παραγωγή βιώσιμων και ανθεκτικών έργων, βελτιώνοντας τη διαδικασία ανάθεσης μελετών, κατασκευής και συντήρησης των δημόσιων έργων. Ωστόσο, για την ενσωμάτωση των αλλαγών που απαιτεί η Εθνική Στρατηγική BIM, απαιτείται χρόνος για την ανάπτυξη των απαραίτητων δεξιοτήτων και την προμήθεια του κατάλληλου εξοπλισμού από τις επιχειρήσεις του κλάδου.

Η ενσωμάτωση των προτύπων Περιβάλλοντος, Κοινωνίας και Εταιρικής Διακυβέρνησης (ESG) είναι καθοριστικής σημασίας για την πρόσβαση των κατασκευαστικών επιχειρήσεων σε χρηματοδοτικά κεφάλαια και επενδύσεις. Η υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών βάσει των κριτηρίων ESG διευκολύνει την προσαρμογή στο νομοθετικό πλαίσιο και ενσωματώνει τις αρχές της κυκλικής οικονομίας, με στόχο τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την καλύτερη διαχείριση των πόρων. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις που εφαρμόζουν κριτήρια ESG ενισχύουν τη συνεργασία τους με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι τοπικές κοινωνίες, οι πελάτες, οι επενδυτές και το προσωπικό τους. Τέλος, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, υπάρχει ανάγκη για τη σύνταξη Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού Υποδομών και Κατασκευών, στον οποίο θα τίθενται προτεραιότητες, θα καθορίζονται οι προγραμματισμένες και προβλεπόμενες επενδύσεις σε μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές υποδομές, θα εξειδικεύονται οι πόροι χρηματοδότησης για κρίσιμα έργα υποδομής, συμπεριλαμβανομένης της συντήρησής τους, και θα προσδιορίζονται οι ανάγκες εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων για την υλοποίησή τους.

Διαβάστε ακόμη