Την ίδια στιγμή που τα προγράμματα «Εξοικονομώ» δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα και η νέα κοινοτική νομοθεσία ενεργειακής εξοικονόμησης επιβάλλει σφιχτά χρονοδιαγράμματα και στόχους, η κυβέρνηση αναζητεί λύσεις ώστε να προχωρήσει η αναβάθμιση περίπου 1,5 εκατομμυρίου κατοικιών. Η οδηγία 2010/31/ΕΕ της ΕΕ, επιβάλλει στα κράτη μέλη να θέσουν ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης για τα κτίρια. Μεταξύ άλλων, προβλέπει την ενεργειακή αναβάθμιση όλων των κατοικιών τουλάχιστον σε κλάση «Ε» μέχρι το 2035.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πρόσφατα ένα πακέτο αποφάσεων επί παραβάσεων, που στοχεύει σε κράτη μέλη που δεν συμμορφώνονται με τους κανονισμούς της ΕΕ. Ανάμεσα σ’ αυτές τις αποφάσεις βρίσκονται και κυρώσεις που σχετίζονται με την ενεργειακή αποδοτικότητα των κτιρίων. Ειδικότερα, η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται σε μια ομάδα επτά χωρών που έλαβαν επιστολές τυπικής μορφής.
Η κυβέρνηση θεωρεί τους στόχους πολύ φιλόδοξους και ήδη ζήτησε και έλαβε προ εβδομάδων αναθεώρηση (προς τα πίσω) των οροσήμων που είχαν ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης. Στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο διαρρέει σε συνέχειες, προβλέπει πως μέχρι το 2030 θα έχουν αναβαθμιστεί ενεργειακά περίπου 410.000 κατοικίες δηλαδή γύρω στις 70.000 το χρόνο. Μέχρι στιγμής, πάντως, τέτοιοι ποσοτικοί στόχοι δεν έχουν επιτευχθεί με τα «Εξοικονομώ» με αποτέλεσμα αρκετοί να θεωρούν πως πρόκειται για έναν ακόμα τυχαίο αριθμό που αναφέρεται στο ΕΣΕΚ.
Η Ελλάδα χρειάζεται να επενδύσει σημαντικά ποσά για να βελτιώσει την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων της. Το ποσοστό των απαιτούμενων επενδύσεων για την επίτευξη των στόχων ενεργειακής ανακαίνισης αντιστοιχεί περίπου στο 0,6% έως 0,8% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και αφορά κυρίως κατοικίες.
Από το 2030 όλα τα νέα κτίρια θα πρέπει να καταγράφουν μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ενώ η αντίστοιχη προθεσμία για τα νέα κτίρια που στεγάζουν ή ανήκουν σε δημόσιες αρχές ορίζεται για το 2028. Τα κράτη μέλη θα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη κατά πόσο ένα κτίριο συμβάλλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη σε όλη τη διάρκεια ζωής του, συνυπολογίζοντας όλα τα δομικά προϊόντα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του, από την παραγωγή μέχρι και την απόρριψή τους. Όσον αφορά τις κατοικίες, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν μέτρα για να μειώσουν τη μέση κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας κατά τουλάχιστον 16% μέχρι το 2030 και κατά τουλάχιστον 20% – 22% μέχρι το 2035.
Στοιχεία για την κατάσταση του κτιριακού αποθέματος στην Ελλάδα περιλαμβάνονται σε πρόσφατο κείμενο στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος CAPABle για την «ανάπτυξη ικανοτήτων των δημόσιων αρχών για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ανακαίνισης του δημόσιου κτιριακού αποθέματος». Όπως αναφέρεται το 89,4% του κτιριακού αποθέματος «έχει κατασκευαστεί πριν από το 1981 και μόνο το 6,7% έχει κατασκευαστεί μετά το 1981».
Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται πως «η γραφειοκρατία στην Ελλάδα είναι ένα πολύ κρίσιμο πρόβλημα, καθώς αποτελεί μια αρνητική πτυχή που σχετίζεται με τον μετασχηματισμό της ενεργειακής ανακαίνισης. Οι υπάρχοντες κώδικες και πρότυπα για τα κτίρια δεν αντιμετωπίζουν τις πολυπλοκότητες που συνεπάγεται η αναβάθμιση παλαιών κτιρίων». Σοβαρά εμπόδια αποτελούν, επίσης, η έλλειψη εκπαιδευμένου προσωπικού για τη διαχείριση και εκτέλεση έργων ανακαίνισης, ενώ τα σχετικά έργα έχουν συνήθως μεγάλες περιόδους απόσβεσης, γεγονός που μπορεί να αποθαρρύνει τους ιδιώτες επενδυτές και τους δημόσιους οργανισμούς. Τονίζονται, τέλος, οι ασαφείς (δια της συνεχούς αναθεώρησης…) στόχοι ενεργειακής απόδοσης για τα κτίρια.
Διαβάστε ακόμη