Στην πρόσληψη συμβούλου που θα αναλάβει να συνδράμει στη σύνταξη σχεδίου νόμου για τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) προχωράει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Ο διαγωνισμός προκηρύχθηκε στις 5 Αυγούστου με ασφυκτικές προθεσμίες υποβολής προσφορών, στις 13 Αυγούστου.
Το σχέδιο νόμου θα έρθει να συμπληρώσει τις προτάσεις της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) η οποία, με βάση το νόμο 5037 του 2023 δύναται έως την 31η Δεκεμβρίου 2024 να υποβάλει στους υπουργούς Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εσωτερικών πρόταση ολοκληρωμένης δέσμης μέτρων, συνοδευόμενη από ανάλυση οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών, για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής λειτουργίας του συνόλου των παρόχων υπηρεσιών ύδατος, μεταξύ δε αυτών και των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης αποχέτευσης.
Η ρυθμιστική αρχή μπορεί «να προτείνει την αναδιοργάνωση των παρόχων υπηρεσιών ύδατος, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας διαδημοτικών συνεργασιών και σύναψης προγραμματικών συμβάσεων, αλλά και της συγχώνευσης παρόχων υπηρεσιών ύδατος, καθώς και κάθε πρόσφορο μέτρο προς ενίσχυση της διαχειριστικής τους ικανότητας. Κατά την προετοιμασία των προτάσεών της η ΡΑΑΕΥ λαμβάνει υπόψη, ιδίως, γεωγραφικές παραμέτρους και οικονομικά κριτήρια, όπως το λειτουργικό κόστος, το ποσοστό ανάκτησης κόστους και τις ταμειακές ροές, πληθυσμιακά κριτήρια, την περιβαλλοντική συμπεριφορά των παρόχων και τις υφιστάμενες υποδομές, καθώς και κοινωνικές παραμέτρους, και οι προτάσεις της αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών ύδατος, τη μείωση των αρνητικών συνεπειών στο φυσικό περιβάλλον και τη βέλτιστη τιμή».
Παράλληλα με τις προτάσεις που αναμένεται να καταθέσει η ρυθμιστική αρχή, το ΥΠΕΝ προχωράει στη σύνταξη νομοσχεδίου για τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των δημοτικής ΔΕΥΑ.
Παρά τις αντιδράσεις αρκετών δημοτικών αρχών, πέρυσι η κυβέρνηση είχε προχωρήσει στην κατάθεση σχεδίου νόμου για αλλαγές στις εταιρείες ύδρευσης. Όπως υποστηρίζουν όσοι είναι υπέρ των αλλαγών, μεγάλος κατακερματισμός των ΔΕΥΑ σε 295 παρόχους (ορισμένοι από τους οποίους λειτουργούν λίγες χιλιάδες μετρητών και συνεπώς δεν έχουν τα οφέλη των οικονομικών κλίμακας, ούτε σοβαρά έσοδα) είναι η κορυφή του παγόβουνου με τη διαχείριση του νερού στην Ελλάδα. Είναι γνωστά τα προβλήματα και με την άρδευση, τις υπερκοστολογήσεις, την αδιαφάνεια σε διαγωνισμούς, κ.α. Ετσι στο ΥΠΕΝ εντόπισαν, μεταξύ άλλων, πως υπάρχει ανεπαρκής έλεγχος των οικονομικών στοιχείων των παρόχων υπηρεσιών ύδατος και των βασικών κέντρων κόστους, ανεπαρκή στοιχεία λειτουργίας αφού μόλις το 42% των οργανισμών υποβάλει συστηματικά τα στοιχεία που υποχρεούται από τον νόμο στην πλατφόρμα του συστήματος.
Καταγράφεται επίσης ανομοιομορφία σε ότι αφορά στο ποσοστό ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης. Το επίπεδο ανάκτησης του κόστους των παρόχων υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, πλην ΕΥΔΑΠ – ΕΥΑΘ που είναι πιο οργανωμένες, κυμαίνεται από 21% έως 202%, λένε στο υπουργείο. Δηλαδή κάποιοι δεν ανακτούν ούτε το κόστος παροχής του νερού (προσφέροντας χαμηλές τιμές για ψηφοθηρικούς λόγους) με σημαντική ζημιά των δήμων, ενώ κάποιοι άλλοι κερδοσκοπούν χρεώνοντας το νερό σε διπλάσιο κόστος από το κόστος παροχής του!
Με βάση τα τελευταία στοιχεία, του 2019, το συνολικό ποσοστό απωλειών των παρόχων νερού φτάνει έως και το 62%, και κατά μέσο όρο έχουμε απώλειες που φτάνουν το 35,6%, σε ότι αφορά το πόσιμο νερό. Υπάρχουν ΔΕΥΑ που δηλώνουν ότι έχουν 65% απώλειες στο νερό σύμφωνα με το ΥΠΕΝ. Επιπλέον απουσιάζει η συστηματική αποτύπωση της κατάστασης του δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης, ώστε να προτεραιοποιηθούν τα απαιτούμενα έργα.
Η νομοθεσία δεν προέβλεπε μέχρι πρόσφατα, που ψηφίστηκε ο νόμος για την ΡΑΑΕΥ, σοβαρές κυρώσεις για τις ΔΕΥΑ που δε συμμορφώνονται με την κοινοτική και ελληνική νομοθεσία για την κοστολόγηση και τιμολόγηση των υπηρεσιών ύδατος. Ούτε υπήρχε κανένας ουσιαστικός έλεγχος της διαχειριστικής επάρκειας και του επιπέδου ποιότητας στην παροχή νερού από τους περίπου 300 φορείς ενώ είναι εμφανές πως ορισμένοι αδυνατούν να επιτελέσουν το έργο τους, ειδικά στην ελληνική περιφέρεια.
Διαβάστε ακόμη