Ενώ οι παγκόσμιες αγορές στρέφουν την προσοχή τους στα οικονομικά αποτελέσματα των τεχνολογικών κολοσσών και οι περισσότεροι επενδυτές στοιχηματίζουν στους γνωστούς παίκτες της AI –όπως η Nvidia, η Microsoft και η Meta– οι πιο διορατικοί διαχειριστές κεφαλαίων φαίνεται πως βλέπουν αλλού: όχι στις πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης, αλλά στο «καύσιμο» που τις κινεί. Και αυτό δεν είναι άλλο από το ηλεκτρικό ρεύμα – με την πυρηνική ενέργεια να αποκτά στρατηγικό προβάδισμα.

Όπως παρουσιάστηκε στο τελευταίο επεισόδιο του podcast WSJ’s Take on the Week από τον Telis Demos και τον Peter Rudegeair, η νέα επενδυτική τάση που διαμορφώνεται στη Wall Street αφορά εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής, με επίκεντρο εκείνες που διαθέτουν πυρηνικές μονάδες. Η εστίαση αυτή βασίζεται σε ένα απλό αλλά ισχυρό σκεπτικό: η εκθετική αύξηση των απαιτήσεων υπολογιστικής ισχύος από τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης οδηγεί σε μια παράλληλη, αλλά υποτιμημένη έκρηξη στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας.

Ο Chris Hansen, ιδρυτής του hedge fund Valiant Capital Management, εξηγεί ότι η ομάδα του, μελετώντας τη ραγδαία διείσδυση του AI, διαπίστωσε ότι το «μπουκάλι» δεν βρίσκεται πια στην παραγωγή chips, αλλά στην ενεργειακή τροφοδοσία των data centers που υποστηρίζουν αυτές τις τεχνολογίες. Οι εκτιμήσεις τους δείχνουν ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες θα αυξάνεται με ρυθμό 4% ετησίως έως το 2030, ενώ η διαθέσιμη προσφορά θα αναπτύσσεται με ρυθμό μόλις 2%. Αυτό σημαίνει ότι σε λίγα χρόνια, το ενεργειακό ισοζύγιο θα είναι έντονα ελλειμματικό, με αποτέλεσμα τα υπάρχοντα αποθέματα ισχύος –και ιδίως αυτά των σταθερής απόδοσης πυρηνικών σταθμών– να γίνουν εξαιρετικά πολύτιμα.

Ο Hansen χαρακτηρίζει την κατάσταση ως προϊόν δεκαετιών «υποεπένδυσης» στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, την οποία τώρα επιταχύνει εκθετικά η άνθηση της τεχνητής νοημοσύνης. Όπως σημειώνει, «η αγορά έχει εστιάσει στο ποιος φτιάχνει τα τσιπ ή τους servers, αλλά το bottleneck είναι αλλού: είναι στην ισχύ που απαιτείται για να δουλέψουν όλα αυτά».

Με βάση αυτή την ανάλυση, το fund του τοποθετήθηκε επιθετικά σε μετοχές ενεργειακών εταιρειών όπως η Vistra Corp. και η Constellation Energy, οι οποίες λειτουργούν μεγάλα πυρηνικά εργοστάσια στις ΗΠΑ. Η απόδοση τους το 2023 επιβεβαίωσε την τάση: η Vistra κατέγραψε άνοδο άνω του 200%, ενώ η Constellation Energy ξεπέρασε το 90%. Δεν πρόκειται απλώς για παραδοσιακές utilities. Πρόκειται για εταιρείες με μονάδες που έχουν τη δυνατότητα να τροφοδοτήσουν –ακόμη και να φιλοξενήσουν εντός των εγκαταστάσεών τους– υπερσύγχρονα AI data centers, κάτι που τις καθιστά ανεκτίμητες.

Η επιλογή της πυρηνικής ενέργειας δεν είναι τυχαία. Σε αντίθεση με άλλες πηγές, προσφέρει σταθερότητα στην παραγωγή, δεν εξαρτάται από τον καιρό ή το φως του ήλιου, και είναι απαλλαγμένη από εκπομπές CO₂ – στοιχείο κρίσιμο για τις τεχνολογικές εταιρείες που επιδιώκουν «πράσινη» εικόνα. Ταυτόχρονα, η δημιουργία νέων πυρηνικών σταθμών είναι εξαιρετικά δύσκολη και χρονοβόρα: απαιτούνται 15-20 χρόνια για να τεθεί σε λειτουργία μία νέα μονάδα. Οι ελπίδες για τα μικρά αρθρωτά αντιδραστήρια (SMRs) παραμένουν, αλλά ακόμη κι αυτά δεν αναμένονται πριν την επόμενη δεκαετία. Έτσι, οι υπάρχουσες πυρηνικές υποδομές αποκτούν αξία σαν να πρόκειται για υψηλής ποιότητας ακίνητο σε prime τοποθεσία.

Παράλληλα, οι ρυθμιστικές αρχές έχουν αρχίσει να αντιδρούν στην πίεση που ασκούν οι hyperscalers –Google, Amazon, Microsoft, Meta– στο ενεργειακό σύστημα. Η FERC (Federal Energy Regulatory Commission), ανησυχώντας για την άνιση κατανομή βαρών, απέρριψε πρόσφατα συμφωνία μεταξύ της Amazon και της Talon Energy, επιμένοντας ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες πρέπει να συμβάλουν στη δημιουργία νέας παραγωγικής ισχύος, και όχι να απορροφούν αποκλειστικά τα υπάρχοντα αποθέματα, εκτοπίζοντας βιομηχανίες και νοικοκυριά.

Στην εξίσωση μπήκε πρόσφατα και η κινεζική πρόκληση, με την είδηση ότι το μοντέλο DeepSeek-V2 πέτυχε παρόμοια αποτελέσματα με μοντέλα τύπου GPT, χρησιμοποιώντας λιγότερη ενέργεια για την εκπαίδευση. Η είδηση αυτή προκάλεσε sell-off στις μετοχές τόσο του τεχνολογικού όσο και του ενεργειακού κλάδου. Παρ’ όλα αυτά, η Valiant δεν αναθεωρεί. Ο Hansen εξηγεί ότι η εξοικονόμηση αφορά κυρίως την εκπαίδευση, αλλά η χρήση του μοντέλου, ιδίως σε «reasoning tasks» –προβλήματα λογικής επαγωγής και κατανόησης– απαιτεί κατά 90% περισσότερη ενέργεια ανά ερώτημα σε σχέση με ένα απλό μοντέλο inference. Με απλά λόγια: «Μπορεί να κοστίζει λιγότερο να το εκπαιδεύσεις, αλλά κοστίζει πολύ περισσότερο να το χρησιμοποιείς».

Η συνολική εικόνα αποτυπώνει μια αγορά που αλλάζει γρήγορα, κι έναν επενδυτικό κόσμο που προσπαθεί να προλάβει τη μετατόπιση αξιών. Όπως λέει ο Hansen, χωρίς να δίνει stock tips, «αν πιστεύεις πραγματικά στο σενάριο της AI, της ανάγκης για περισσότερη υπολογιστική ισχύ και της ενεργειακής πίεσης, τότε οι μετοχές των πυρηνικών εταιρειών αξίζουν την προσοχή σου». Όχι απαραίτητα ως κερδοσκοπικό εργαλείο, αλλά ως μακροπρόθεσμη τοποθέτηση σε μια σπάνια, στρατηγικά κρίσιμη και υποτιμημένη υποδομή.

Διαβάστε ακόμη