Η τεχνολογία της Δέσμευσης και Αποθήκευσης του Διοξειδίου του Άνθρακα (Carbon Capture and Storage, CCS) βρίσκεται ψηλά στην ενεργειακή ατζέντα της Ευρώπης, αλλά και της Ελλάδας. Αυτό φάνηκε και στις πρόσφατες εργασίες της EGYPES (Egypt Energy Show), στο Κάιρο. Η Ελλάδα βρίσκεται στον χάρτη των εξελίξεων του τομέα CCS και σύντομα μάλιστα θα ολοκληρώσει το ρυθμιστικό πλαίσιο, που για πολλούς χαρακτηρίζεται ως βασικό συστατικό στοιχείο του οδικού χάρτη για την ανάπτυξη της τεχνολογίας.

Όπως έχουμε αναφέρει στο energygame.gr, αρκετές εταιρείες έχουν βάλει σε τροχιά ανάπτυξης έργα CCS. Ανάμεσα σε αυτά, το έργο στον Πρίνο που διαχειρίζεται η EnEarth, θυγατρική της Energean. Πρόσφατα, εξασφάλισε επιδότηση 120 εκατ. ευρώ από το ευρωπαϊκό ταμείο Connecting Europe Facility για το έργο, που σε συνδυασμό με τα 150 εκατ. ευρώ που έχουν εξασφαλιστεί από το ελληνικό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) επιτρέπουν στην εταιρεία να ξεκινήσει την ανάπτυξη του project, υπό την αίρεση της χορήγησης της απαραίτητης Άδειας Αποθήκευσης, την οποία αναμένει η EnEarth από την ΕΔΕΥΕΠ. Σημαντική στήριξη από Ευρωπαϊκά Ταμεία έχουν εξασφαλίσει τα έργα IRIS της Motor Oil, Ifestos του Τιτάνα και το Olympus του Ηρακλή για δέσμευση CO2 στις αντίστοιχες βιομηχανικές μονάδες.

Γιατί είναι αναγκαία η έρευνα για να αναπτυχθεί ο τομέας CCS, ποια πεδία έχουν ενδιαφέρον

Την ανάγκη εμβάθυνσης της έρευνας σε σχέση με τα πεδία όπου θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για την αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) επισημαίνει σε δηλώσεις του στο energygame.gr ο κ. Σπύρος Μπέλλας, γεωλόγος, κύριος ερευνητής στο Ινστιτούτο Γεωενέργειας του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ). Όπως τονίζει, το στοίχημα είναι να υπάρξουν ερευνητικά προγράμματα και με τη συνεργασία ιδιωτικών εταιριών αλλά και επιστημονικών φορέων να παραχθεί γνώση, γύρω από τις δυνατότητες αποθήκευσης στην Ελλάδα.

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν διάφοροι τρόποι μείωσης του αποτυπώματος του άνθρακα, ένας εκ των οποίων είναι η γεωλογική αποθήκευση. Μπορείς να αποθηκεύσεις μεγάλες ποσότητες CO2, υπόγεια, μέσα σε γεωλογικούς σχηματισμούς. Μεταξύ των βασικών προϋποθέσεων για την εύρεση και επιλογή του σωστού χώρου είναι να υπάρχει ο ταμιευτήρας στο σωστό βάθος από την επιφάνεια του εδάφους (σίγουρα να βρίσκεται τουλάχιστον σε βάθος 800 μέτρων). Επίσης, ο γεωλογικός σχηματισμός αυτός να μην έχει ρήγματα, και να καλύπτεται με καλής ποιότητας πετρώματα (υπερκείμενα), τα οποία ιδανικά να είναι αδιαπέραστα, ώστε να μη διαφεύγει το CO2.

Όπως επισημαίνει ο κ. Μπέλλας, «οι επικρατέστεροι τύποι/περιοχές αποθήκευσης που συναντάμε σε ολόκληρο τον κόσμο είναι οι γεωλογικοί σχηματισμοί σαν αυτούς του Πρίνου και της Νότιας Καβάλας. Δηλαδή, πρώην ταμιευτήρες που έχουν εξαντληθεί, όπως τα παλιά πετρελαϊκά ή πεδία φυσικού αερίου (depleted fields) όπου έχει αντληθεί το περισσότερο πετρέλαιο/αέριο που υπήρχε μέσα και πλέον έχεις τη δυνατότητα σε αυτό το χώρο να διοχετεύσεις CO2 με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια. Ένας δεύτερος τύπος γεωλογικού χώρου αποθήκευσης, είναι οι λεγόμενοι αλατούχοι υδροφορείς (saline aquifers) που αποτελούν συστήματα υπόγειων ρευστών εμπλουτισμένα σε διάφορα άλατα (brines). Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσαν να είναι κάποιοι σχηματισμοί της Μεσοελληνικής αύλακας που βρίσκεται στην Κεντρική Ελλάδα, με το βόρεια τμήμα της να συνεχίζει πέραν των συνόρων Ελλάδας- Αλβανίας μέσα στη γείτονα χώρα. Αυτή η περιοχή μελετάται,  με σκοπό να εξακριβωθεί εάν ικανοποιούνται οι απαιτούμενες συνθήκες που θα καθιστούν εφικτή την υπόγεια γεωλογική αποθήκευση σε συγκεκριμένες θέσεις και σχηματισμούς. Ακόμα μια περίπτωση (μέθοδος) που δυνητικά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ώστε να δεσμευτεί και συνάμα αποθηκευτεί CO2, αλλά χρειάζονται περεταίρω έρευνες εφαρμογής στον ελλαδικό χώρο, είναι υπόγεια, μέσα σε συγκεκριμένης χημικότητας πετρώματα τα οποία αντιδρούν με το CO2 και μετά από αυτή την διεργασία προκύπτουν (νέα) ορυκτά (ορυκτοποίηση, mineral carbonation)».

Σύμφωνα με τον κ. Μπέλλα, στην περίπτωση των εξαντλημένων ταμιευτήρων υπάρχουν πολλά δεδομένα (λόγω προϋπαρχόντων πεδίων υδρογονανθράκων και άρα πολλών μελετών και δοκιμών), ωστόσο η Ελλάδα, όπως υπογραμμίζει, δεν έχει τέτοια πεδία (πέραν του Πρίνου και της Νοτίου Καβάλας), οπότε θα πρέπει να επενδύσει χρήματα στον τομέα της έρευνας ιδίως για τους άλλους τύπους αποθήκευσης. Επισημαίνει ακόμα, πως η Αίγυπτος βρίσκεται πρόσφατα στο επίκεντρο καθώς υπάρχουν εξαντλημένοι ταμιευτήρες. Όμως το κόστος για τη μεταφορά CO2 είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας.

Παράλληλα, θα πρέπει να αλλάξουν οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί, ώστε να επιτρέπουν την αποθήκευση εκτός Ε.Ε. Βέβαια, όπως αναφέρει ο κ. Μπέλλας, υπάρχουν πεδία στην Ευρώπη, όπως αυτό της Ravenna στην Ιταλία (όπου σχεδιάζεται να ξεκινήσει αποθήκευση το 2027), αλλά και αυτά που μελετώνται στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, μια ακόμα περίπτωση που χρήζει ερευνών είναι αυτή του Κατάκολου, όπου έχουν πραγματοποιηθεί γεωτρήσεις στο παρελθόν, υπάρχει υποθαλάσσιο κοίτασμα, υπάρχει κοντινό λιμάνι, αλλά και γειτονική βιομηχανική ζώνη (Πάτρα). «Κλειδί», συμπερασματικά για τον κ. Μπέλλα εκτός από την αναγκαία έρευνα, αποτελεί η συνύπαρξη τόσο των παραγωγών CO2 (emitters), όσο και των αναγκαίων υποδομών για τη μεταφορά του, ώστε το συνολικό πρότζεκτ του CCS να είναι βιώσιμο και να συνεισφέρει ενεργά στην απανθρακοποίηση.

Διαβάστε ακόμη