Το 2025 συνιστά έτος – ορόσημο για την πράσινη μετάβαση, αφού οι επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες (clean technologies) θα ξεπεράσουν για πρώτη φορά τις επενδύσεις στον τομέα έρευνας και εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου, δείχνει νέα έκθεση της S&P Global. Αναλυτικότερα, οι δαπάνες για καθαρές τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, της αποθήκευσης, της παραγωγής πράσινου υδρογόνου, αλλά και της δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS), πρόκειται να φτάσουν τα 670 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα στο 2025. Από το σύνολο αυτών των επενδύσεων, το 50% περίπου αντιπροσωπεύουν τα φωτοβολταϊκά.
Τα τελευταία χρόνια, τα φωτοβολταϊκά έχουν γίνει εξαιρετικά δημοφιλή σε πολλές περιοχές παγκοσμίως και εγκαθίστανται σε μαζική κλίμακα. Μαζί με τα αιολικά πάρκα, αντιπροσωπεύουν την κορωνίδα της πράσινης μετάβασης. Ενδεικτικά, μόνο το 2024 τέθηκαν σε λειτουργία τουλάχιστον 620 GW νέας ηλιακής και αιολικής ισχύος, μέγεθος ισοδύναμο με τα συνολικά ενεργειακά συστήματα της Ινδίας, του Πακιστάν και του Μπαγκλαντές μαζί, όπως τονίζει η S&P.
Ο παράγοντας της κινεζικής υπερπροσφοράς πράσινων εξοπλισμών
Ένας παράγοντας που θα συνεχίσει να «αναστατώνει» τις διεθνείς αγορές καθαρών τεχνολογιών και φέτος, είναι η κινεζική υπερπροσφορά εξοπλισμών καθαρών τεχνολογιών. Αυτή η υπερπροσφορά εκ μέρους της Κίνας, ασκεί μεγάλη πίεση στις τιμές των εξοπλισμών προς τα κάτω, βγάζοντας εκτός ανταγωνισμού πολλούς κατασκευαστές από άλλα μέρη του κόσμου, μεταξύ αυτών και πολλούς Ευρωπαίους. Οι τομείς που υφίστανται τη μεγαλύτερη πίεση είναι οι τομείς ηλιακής, αιολικής ενέργειας και ο τομέας της αποθήκευσης. Οι μειώσεις των τιμών είναι πιθανό να περιοριστούν μέσα στο 2025, ωστόσο, οι επιπτώσεις της υπερπροσφοράς θα συνεχίσουν να είναι αισθητές, ιδιαιτέρως στον τομέα αποθήκευσης ενέργειας.
Κάτι άλλο που χρήζει αναφοράς είναι πως η μείωση του κόστους στις κυρίαρχες καθαρές τεχνολογίες, θα εμποδίσει πιθανόν την «άνοδο» νέων τεχνολογιών απανθρακοποίησης που αναπτύσσονται αυτό το διάστημα. Αυτό συμβαίνει διότι η δημιουργία οικονομιών κλίμακας για ένα προϊόν είναι μια διαδικασία που παίρνει ένα σημαντικό χρονικό διάστημα και οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες δεν βοηθούν τα νέα προϊόντα καθαρής τεχνολογίας να ωριμάσουν.
Άνοδος της αποθήκευσης και των μπαταριών
Μια άλλη τάση που θα συνεχιστεί το 2025 είναι και η αυξανόμενη σημασία της αποθήκευσης ενέργειας με μπαταρίες. Η αποθήκευση ενέργειας καθίσταται κρίσιμη για τη βελτίωση των οικονομικών αποδόσεων των έργων ΑΠΕ και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των χαμηλών τιμών χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας σε περιοχές με υψηλή διείσδυση ΑΠΕ. Παράλληλα, υπάρχει η προσδοκία «ανόδου» της μακροχρόνιας αποθήκευσης ενέργειας, δηλαδή των συστημάτων με δυνατότητες αποθήκευσης που ξεπερνά τις οκτώ ώρες. Η έκθεση της S&P επισημαίνει πως «παρά τις τρέχουσες προκλήσεις για την ανάπτυξη ενός βιώσιμου επιχειρηματικού μοντέλου για τη μαζική εφαρμογή συστημάτων μακροχρόνιας αποθήκευσης, οι κυβερνήσεις και οι διαχειριστές δικτύων ανταποκρίνονται με στοχευμένες προμήθειες που στοχεύουν στην ενίσχυση της αξιοπιστίας των δικτύων».
AI και data centers
Σε περαιτέρω ενίσχυση της παραγωγής ενέργειας από καθαρές τεχνολογίες θα οδηγήσει και η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης (AI). Η χρήση τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να προσφέρει πολύ πιο ακριβείς προβλέψεις της παραγωγής από έργα ΑΠΕ και να βελτιστοποιήσει τον προγραμματισμό των δικτύων. Ωστόσο, για να υποστηριχθεί το εγχείρημα αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης, σε όλους τους τομείς, θα απαιτηθούν πολύ μεγάλες ποσότητες ενέργειας από μεγάλα κέντρα δεδομένων (data centers). Επί του παρόντος, τα κέντρα δεδομένων αντιπροσωπεύουν περίπου 200 TWh, ή το 35%, της συνολικής εκτιμώμενης παγκόσμιας εταιρικής προμήθειας καθαρής ενέργειας, και αυτός ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα πέντε χρόνια.
Η αμμωνία και η παραγωγή υδρογόνου χαμηλού άνθρακα
Η έκθεση της S&P αναδεικνύει και τον ρόλο της αμμωνίας στην παραγωγή υδρογόνου χαμηλού άνθρακα. Ειδικότερα, η αμμωνία (NH3) μπορεί να λειτουργήσει ως «φορέας» υδρογόνου. Είναι πιο εύκολη στη μεταφορά και αποθήκευση συγκριτικά με το καθαρό υδρογόνο, το οποίο απαιτεί πολύ χαμηλές θερμοκρασίες ή υψηλές πιέσεις. Όταν φτάσει στον τελικό προορισμό, η αμμωνία μπορεί να διασπαστεί (μέσω θερμικής διάσπασης ή άλλων μεθόδων) και να απελευθερώσει καθαρό υδρογόνο. Η παραγωγή αμμωνίας παραδοσιακά γίνεται από φυσικό αέριο ή άνθρακα μέσω της διαδικασίας Haber-Bosch, η οποία απαιτεί μεγάλη ποσότητα ενέργειας και παράγει σημαντικές εκπομπές CO2.
Με τη χρήση CCS, το CO2 που εκπέμπεται κατά την παραγωγή αμμωνίας δεσμεύεται και αποθηκεύεται υπόγεια ή αξιοποιείται (για παράδειγμα, σε βιομηχανικές εφαρμογές). Έτσι, μειώνονται οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Ωστόσο, υπάρχει και η δυνατότητα παραγωγής πράσινης αμμωνίας. Η αμμωνία μπορεί να παραχθεί με πράσινο υδρογόνο που προέρχεται από ηλεκτρόλυση, με χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτή η μέθοδος εξαλείφει την ανάγκη για ορυκτά καύσιμα, καθιστώντας την παραγωγή αμμωνίας σχεδόν μηδενικού άνθρακα.
Όσον αφορά στην παραγωγή υδρογόνου χαμηλού άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο, η αμμωνία αντιπροσωπεύει το 50% των έργων ηλεκτρόλυσης και το 40% των έργων ορυκτών καυσίμων με CCS που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο σχεδιασμού.
«Μεγαλώνει» το CCUS
Τέλος, το 2025 αναμένεται να αποτελέσει έτος – σταθμό και για τα έργα δέσμευσης, χρήσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCUS), με περίπου 70 εκατομμύρια μετρικούς τόνους CO2 ανά έτος δυναμικότητας δέσμευσης να προβλέπεται να εξασφαλίσουν τελικές επενδυτικές αποφάσεις. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση: «Πρόσφατες ανακοινώσεις στρατηγικών διαχείρισης άνθρακα σε διάφορες περιοχές μειώνουν σημαντικά την αβεβαιότητα για τις πρωτοβουλίες CCUS, με πάνω από το 50% της αναμενόμενης δυναμικότητας δέσμευσης CO2 να βρίσκεται σε περιοχές που έχουν καθιερώσει συγκεκριμένα πλαίσια διαχείρισης άνθρακα».
Διαβάστε ακόμη