Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τα κέντρα δεδομένων (data centers) έχουν γίνει ένα συνηθισμένο θέαμα στα περίχωρα του Δουβλίνου και πολλών άλλων ιρλανδικών πόλεων και κωμοπόλεων, χάρη στις ευνοϊκές για την ανάπτυξη τους συνθήκες. Ανεξάρτητα όμως από τη δυνατότητα αποθήκευσης terabytes δεδομένων, τα data centers καταλήγουν να επιβαρύνουν την οικονομία της Ιρλανδίας, και να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρική ενέργειας, σύμφωνα με τoν Guardian.

Τα κέντρα δεδομένων καταναλώνουν το 18% της ηλεκτρική ενέργειας στην Ιρλανδία. Το φορολογικό σύστημα στην Ιρλανδία, για να παραμείνει η χώρα ελκυστική στους επενδυτές, επιτρέπει σε μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, όπως η Apple, να μην καταβάλουν τους απαραίτητους φόρους για να εξισορροπήσουν την κατανάλωση ενέργειας που έχουν τα κέντρα δεδομένων στο δημόσιο ταμείο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η οικονομία, με τους πολίτες να καλούνται να πληρώνουν υπέρογκα ποσά για την κατανάλωση ενέργειας όσο και του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των εταιρειών τεχνολογίας. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας της Ιρλανδίας, η Ιρλανδία θα χάσει τους στόχους της για τη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα το 2030 κατά «σημαντικό ποσοστό».

Τα κέντρα δεδομένων στην Ιρλανδία

Τα κέντρα δεδομένων είναι ζωτικής σημασίας για τη συντήρηση της σύγχρονης ζωής: μέσα στους τοίχους τους βρίσκονται σειρές και σειρές δικτυωμένων διακομιστών- μέσα στους διακομιστές ρέουν terabytes δεδομένων. Ένα από αυτά τα κέντρα είναι το Clonshaugh, στην περιοχή Artane του Δουβλίνου. Στην περιοχή επίσης εκτείνεται για χιλιόμετρα, μια κατοικήσιμη περιοχή, Οι οικισμοί αυτοί βρίσκονται εκατέρωθεν ενός μεγάλου, ευθύγραμμου δρόμου, με μεγάλες αιολικές πράσινες εκτάσεις ανάμεσά τους – τα σπίτια είναι στριμωγμένα μεταξύ τους.

Το 2023, η εταιρεία συμβούλων Bitpower υπολόγισε τον αριθμό των κέντρων δεδομένων στην Ιρλανδία σε 82. Η Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία της Ιρλανδίας ανέφερε το 2021 ότι τα κέντρα αυτά χρησιμοποιούσαν έως και το 18% της μετρημένης ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, όσο δηλαδή όλα τα νοικοκυριά στην Ιρλανδία συνολικά! Το κέντρο δεδομένων Clonshaugh, το οποίο βρίσκεται στη μέση μερικών από τα πιο φτωχά δημοτικά συγκροτήματα του Δουβλίνου, ήταν μόλις το τρίτο που κατασκευάστηκε στην Ιρλανδία. Με 11.500 τετραγωνικά μέτρα , το κέντρο δεδομένων Clonshaugh είναι μικρό σε σύγκριση με αυτό που άνοιξε το Facebook το 2018 στο Clonee, στην κομητεία Meath, το οποίο είναι περίπου 150.000 τετραγωνικά μέτρα.

Τα κέντρα δεδομένων ήταν ένα μέρος ενός μακροχρόνιου οράματος της Ιρλανδίας ως τεχνολογικού κόμβου, ενός τόπου όπου πολυεθνικές εταιρείες όπως η Google, το Facebook και η Amazon θα εγκαθιστούσαν τα ευρωπαϊκά τους κεντρικά γραφεία, προσελκυόμενες από το καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό της χώρας και -το σημαντικότερο- τον χαμηλό εταιρικό φορολογικό συντελεστή, ο οποίος ήταν 12,5% μέχρι το 2023. (Ο μέσος εταιρικός φορολογικός συντελεστής παγκοσμίως είναι 23%- την 1η Ιανουαρίου 2024, η Ιρλανδία αύξησε τον φορολογικό της συντελεστή για τις μεγάλες επιχειρήσεις στο 15%, σύμφωνα με τις οδηγίες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης – ΟΟΣΑ).

Μεταξύ του 1999 και του 2008, η Ιρλανδία γνώρισε μια περίοδο ταχείας οικονομικής ανάπτυξης, παρά τα τεράστια χρέη που υπέστησαν οι πολίτες της με το τραπεζικό σκάνδαλο το 2008. Ακόμη και όταν αγωνίστηκε να βγει από την ύφεση στη δεκαετία του 2010, η συνεχιζόμενη πολιτική χαμηλής εταιρικής φορολογίας της Ιρλανδίας ενθάρρυνε την ανάπτυξη της υψηλής τεχνολογίας στη χώρα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η οικονομία της Ιρλανδίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εταιρείες τεχνολογίας, με τους χαμηλούς εταιρικούς φόρους να σημαίνουν ότι οι εταιρείες αυτές συνεισφέρουν ελάχιστα στο ιρλανδικό δημόσιο ταμείο – και, κατ’ επέκταση, στους Ιρλανδούς πολίτες που έμειναν βαριά υπερχρεωμένοι από την ύφεση.

Ένα άρθρο των Irish Times του 2023 σημειώνει ότι και η Ισλανδία προσπαθεί τώρα να προσελκύσει επενδύσεις σε κέντρα δεδομένων – το νέο καλώδιο Iris, μήκους 1.000 μιλίων, το οποίο διατρέχει τον πυθμένα της θάλασσας μεταξύ Ιρλανδίας και Ισλανδίας για τη δημιουργία μιας απευθείας καλωδιακής σύνδεσης μεταξύ των δύο χωρών, θα μπορούσε να κάνει το σχέδιο αυτό πιο βιώσιμο. Σε συνδυασμό με το ψυχρό κλίμα της Ισλανδίας, τη χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα και τη δέσμευση για βιωσιμότητα -όλη η κατανάλωση ενέργειας της Ισλανδίας, εκτός από το 15%, προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας- αυτό σημαίνει ότι η Ιρλανδία θα μπορούσε να μεταφέρει μέρος της επεξεργασίας δεδομένων της στην Ισλανδία, ώστε να αντισταθμίσει τον καταστροφικό αντίκτυπο των κέντρων δεδομένων στην κατανάλωση ενέργειας.

Επίσης σημειώνεται πως καθώς αυξάνεται ο αριθμός των κέντρων δεδομένων στην Ιρλανδία – έχει εγκριθεί ο σχεδιασμός για άλλα 40 – θα αυξάνεται και το ενεργειακό τους αποτύπωμα. Η προοπτική κυλιόμενων διακοπών ρεύματος γίνεται όλο και πιο πιθανή.

Πώς «πρασινοποιούν» τη συμβολή τους προς τις ΑΠΕ, οι εταιρείες τεχνολογίας

Η δημοσιογράφος Aoife Barry, στο πλαίσιο της έρευνάς της για το πρόσφατο βιβλίο της Social Capital, έχει εντοπίσει τους τρόπους με τους οποίους οι πολυεθνικές εταιρείες «πρασινοποιούν» τη συμβολή τους προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης της αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο ενός σχεδιαζόμενου κέντρου δεδομένων της Apple στην κομητεία Galway το 2018:

«Το συμβούλιο ζήτησε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα σχέδια, λέγοντας ότι υπήρχε έλλειψη σαφήνειας σχετικά με τις “άμεσες βιώσιμες πηγές ενέργειας”, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο η Apple θα ανταποκρινόταν στην υπόσχεσή της να λειτουργεί με 100% ανανεώσιμη ενέργεια. Όταν η Apple υπέβαλε αναθεωρημένη εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο συμβούλιο, ανέφερε ότι δεν θα παράγει η ίδια ανανεώσιμη ενέργεια. Αντ’ αυτού, θα αγόραζε ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από έναν προμηθευτή ενέργειας “ίση με τη συνολική κατανάλωση ενέργειας του κτιρίου του κέντρου δεδομένων σε κάθε συγκεκριμένο έτος”».

Το 2016, η ιρλανδική κυβέρνηση απέρριψε την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με την οποία η Apple θα έπρεπε να καταβάλει στην Ιρλανδία 13 δισ. ευρώ σε μη καταβληθέντες φόρους, με το επιχείρημα ότι ο χαμηλότερος συντελεστής εταιρικής φορολογίας που προσέφερε τότε η χώρα καθιστά την Ιρλανδία πιο ελκυστική για τους επενδυτές. Η λογική πίσω από αυτή την απόφαση μπορεί να προκαλούσε σύγχυση στους καθημερινούς Ιρλανδούς πολίτες, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή ο καθένας τους ήταν φορτωμένος με 42.000 ευρώ χρέος που είχε συσσωρευτεί μετά τη διάσωση των ιρλανδικών τραπεζών από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.