«Η πολιτική βούληση από την ΕΕ σε σχέση με τις κρίσιμες πρώτες ύλες είναι δεδομένη, βλέπουμε να μεταφράζεται σε ένα κανονιστικό κυρίως πλαίσιο βάζοντας παράλληλα ποσοτικούς φιλόδοξους στόχους» τονίζει στο energygame.gr ο Θωμάς Ανδρουλάκης, στέλεχος και σύμβουλος επιχειρήσεων του μεταλλευτικού κλάδου και πρώην Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ). Όπως επισημαίνει, «το ζητούμενο είναι η υλοποίηση αυτών των πολιτικών από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών που με αναποτελεσματικές κατά τεκμήριο υπηρεσίες, τόσο σε επίπεδο κεντρικών κυβερνήσεων όσο και τοπικών αυτοδιοικήσεων, καλούνται να εφαρμόσουν τις πολιτικές αυτές». Παράλληλα, αναλύει τις προοπτικές του μεταλλευτικού κλάδου στη Σαουδική Αραβία, στο πλαίσιο του προγράμματος της Vision 2030 και υπογραμμίζει πως η συμμετοχή ελληνικών εταιριών με παρουσία και τεχνογνωσία στον κλάδο είναι ευπρόσδεκτη.

1)Με δεδομένο ότι η πράσινη μετάβαση απαιτεί και τις κρίσιμες πρώτες ύλες, πώς βλέπετε να εξελίσσεται η συζήτηση στην Ευρώπη, μετά και τις εκλογές στις ΗΠΑ και βέβαια εάν θεωρείτε ότι υπάρχει η πολιτική βούληση για την υποστήριξη σχετικών επενδύσεων.

Η Ευρώπη πρέπει να χαράξει την δική της πολιτική στις πρώτες ύλες ανεξάρτητα από τις επιλογές και τις κυβερνήσεις άλλων τρίτων κρατών. Με δεδομένο ότι η ανάπτυξη ορυχείων και μεταλλείων απαιτεί δεκαετίες (για γεωλογική έρευνα, μελέτη, αδειοδότηση, υλοποίηση επενδύσεων) ενώ και οι οικονομικοί κύκλοι ανάπτυξης/υφέσεων είναι επίσης μεγάλης διάρκειας, οι αντίστοιχες πολιτικές πρέπει να είναι μακροχρόνιας προοπτικής και σταθερότητας. Λαμβάνοντας υπόψιν τις επίσης μακρόχρονες γεωπολιτικές τάσεις, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ευρώπη δεν έχει πια αποικίες, ούτε κενές μεγάλες εκτάσεις (όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Βραζιλία κλπ.) για έρευνα και ανάπτυξη ορυχείων. Οι μεγαλύτερες μεταλλευτικές εταιρίες δεν είναι πια ευρωπαϊκές. Αν δούμε τα ανωτέρω σε ένα πλαίσιο παγκόσμιας γεωπολιτικής αστάθειας, μεγάλων τεχνολογικών ανακατατάξεων (ενεργειακή μετάβαση, ηλεκτροκίνηση κλπ.) και αύξηση του παγκοσμίου πληθυσμού, αναμένεται να έχουμε σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση του παγκόσμιου ανταγωνισμού και την αλλαγή στους συσχετισμούς συνεργασιών για ‘τεχνολογικά’ μέταλλα και για ‘κρίσιμες’ και ‘στρατηγικές’ πρώτες ύλες.

Η επιλογή βαθμού καθετοποίησης στην βιομηχανία παραδοσιακά καθορίζονταν από παράγοντες κατά το μάλλον ή ήττον οικονομικούς (εγγύτητα σε τελικές αγορές, μεταφορικά κόστη, ύπαρξη κεφαλαίων και τεχνογνωσίας κλπ.). Όχι πλέον. Με όλο και πιο γοργούς ρυθμούς καθορίζεται από άλλα κριτήρια (γεωπολιτικά, περιβαλλοντικά, αδειοδοτικά). Η αυτάρκεια σε πρώτες ύλες τείνει να γίνει δόγμα στην μεταποίηση και ιδιαίτερα στις κρίσιμες και τις στρατηγικές πρώτες ύλες, κάτι που αποτυπώνεται και στις τελευταίες κατευθύνσεις πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Critical Raw Materials Act). Σήμερα η Ευρώπη εξαρτάται σε ποσοστό από 50 μέχρι 100% από τρίτες χώρες για την εισαγωγή όλων των κρίσιμων πρώτων υλών που απαιτούνται για τις νέες πράσινες τεχνολογίες. Και το πρόβλημα εντείνεται από το γεγονός ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων η εξάρτηση αυτή είναι από 2 ή 3 συγκεκριμένες χώρες. Σπάνια όμως, μπαίνει σε αυτή τη συζήτηση η διάσταση της αύξησης της μελλοντικής ζήτησης των συγκεκριμένων πρώτων υλών. Εκτιμήσεις για τη μετάβαση σε ηλεκτροκίνηση σε ότι αφορά τις μετακινήσεις καταλήγουν σε αύξηση της κατανάλωσης συγκεκριμένων ορυκτών από 200 μέχρι 800%. Υπάρχει, δηλαδή, η διάσταση του επείγοντος.

Οι στόχοι της ΕΕ να είναι πρωτοπόρος στις τεχνολογίες Άμυνας και Διαστήματος δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν χωρίς τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ίδια η Πρόεδρος von der Leyen πρόσφατα υπογράμμισαν την αμέριστη στήριξή τους και την στρατηγική σημασία των Κρίσιμων Πρώτων Υλών για την Βιώσιμη Ανάπτυξη και την Κυκλική Οικονομία στηριγμένη σε ανθεκτικές αλυσίδες ει δυνατόν ενδο-Ευρωπαϊκά, περιλαμβανόμενης της ανακύκλωσης και επανάχρησης. Η πολιτική βούληση από την ΕΕ είναι λοιπόν δεδομένη. Αλλά βλέπουμε να μεταφράζεται σε ένα κανονιστικό κυρίως πλαίσιο βάζοντας παράλληλα ποσοτικούς φιλόδοξους στόχους. Το ζητούμενο είναι η υλοποίηση αυτών των πολιτικών από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών που με αναποτελεσματικές κατά τεκμήριο υπηρεσίες, τόσο σε επίπεδο κεντρικών κυβερνήσεων όσο και τοπικών αυτοδιοικήσεων, καλούνται να εφαρμόσουν τις πολιτικές αυτές. Εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα κατά την άποψη μου.

2) Η Σαουδική Αραβία θέλει να αξιοποιήσει τον ορυκτό της πλούτο και έχει ανακοινώσει ένα φιλόδοξο σχέδιο, υπάρχουν ευκαιρίες για ελληνικές εταιρείες και αντίστροφα εταιρείες από τη Σαουδική Αραβία εκτιμάται ότι θα ήθελαν να επενδύσουν στην Ελλάδα;

Όντως, η Σαουδική Αραβία στο πλαίσιο του προγράμματος της Vision 2030 προσπαθεί να τοποθετηθεί στην μετα-πετρελαίου (ότι και να σημαίνει αυτό) εποχή παίρνοντας υπόψιν τις γεωπολιτικές εξελίξεις βάζοντας στόχους που απαιτούν προετοιμασία και επενδύσεις σε πρώτες ύλες που και εδώ αξιολογούνται σε ‘κρίσιμες’ και ‘στρατηγικές’. Σαν παραδείγματα στόχων αναφέρονται η παραγωγή 500.000 ηλεκτρικών αυτοκινήτων ανά έτος από το 2030, η βελτίωση του ενεργειακού μείγματος με περισσότερες ΑΠΕ και παράλληλα παραγωγή panels, η ενίσχυση των κλάδων χάλυβα, αλουμινίου και λιπασμάτων. Ο εξορυκτικός και μεταλλευτικός κλάδος δεν είναι ούτε ανύπαρκτος ούτε μικρός στην Σ. Αραβία. Η εταιρία Ma’aden είναι η μεγαλύτερη του κλάδου με ετήσιες πωλήσεις πάνω από 7,5 δισ. δολάρια και είναι σε πλήρη ανάπτυξη μετά από αρκετές ‘δύσκολες’ 10ετίες όπου επέμενε σε επενδύσεις. Γενικά θα λέγαμε ότι ο εξορυκτικός κλάδος δεν είναι δαιμονοποιημένος και αντιμετωπίζεται φιλικά λόγω της σχετικά συναφούς εξορυκτικής δραστηριότητας εξόρυξης πετρελαίου.

Όσον αφορά ευκαιρίες και δυνατότητες συνεργασίας η απάντηση είναι θετική. Θα ξεχωρίζαμε τις εξής περιοχές δυνητικής συνεργασίας :

  • Επενδύσεις Σαουδαραβικών funds σε κρίσιμες πρώτες ύλες στην Ελλάδα. Υπάρχουν ιδιαίτερα ενεργά Σαουδαραβικά funds που επενδύουν σε κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες πχ. στη Νότιο Αμερική (Βραζιλία, Χιλή κλπ.) αλλά και στην Αφρική. Πρόσφατα δημιουργήθηκε κρατικό fund (Manara) με στόχο τις επενδύσεις σε ορυκτές πρώτες ύλες εκτός συνόρων.
  • Ελληνικές μελετητικές και εργολαβικές (στρατηγικής ανάλυσης κλάδων και αγορών, γεωλογικής και μεταλλευτικής έρευνας, κλπ.) θα μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν στην περιοχή.
  • Συμμετοχή ελληνικών εταιριών με παρουσία και τεχνογνωσία στον κλάδο (πχ. εταιρίες ενεργές σε Λευκόλιθο, πυριτικά, χαλαζία, πυρίμαχα κλπ.) είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτη με συγκριτικό πλεονέκτημα στην τεχνογνωσία, και καινοτομία όπου οι Σ. Αραβικές εταιρείες υστερούν.

Διαβάστε ακόμη