Η Ευρώπη δεν μπορεί να παρακολουθεί παθητικά τις ραγδαίες εξελίξεις που συμβαίνουν σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά πρέπει να επιδείξει ταχύτερα αντανακλαστικά και να επενδύσει στη βιομηχανία της, τονίζει σε συνέντευξή του στο energygame.gr ο Διευθυντής Βιομηχανικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χημικής Βιομηχανίας (Cefic), Γιώργος Καπανταϊδάκης.
Οι επενδύσεις που απαιτούνται για να επιτευχθούν οι στόχοι της Πράσινης Συμφωνίας είναι εξαπλάσιες σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, σημειώνει ο κ. Καπανταϊδάκης, ενώ επισημαίνει το μεγάλο χάσμα του ενεργειακού κόστους ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, καθώς οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες πληρώνουν τέσσερις φορές ακριβότερα την ηλεκτρική ενέργεια και πέντε φορές περισσότερο το φυσικό αέριο σε σύγκριση με την αμερικανική αγορά.
Στη συνέντευξή του ο κ. Καπανταϊδάκης αναφέρεται στη σημασία της «Διακήρυξης της Αμβέρσας» την οποία έχουν υπογράψει περισσότεροι από 560 διευθύνοντες σύμβουλοι από 20 διαφορετικούς βιομηχανικούς κλάδους σε όλη την Ευρώπη και στην ανάγκη να συμπεριληφθεί η Βιομηχανική Συμφωνία ως βασική προτεραιότητα στη νέα Στρατηγική Ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίοδο 2024-2029.
1. Ποιοι είναι οι λόγοι που ώθησαν τους επικεφαλής των ευρωπαϊκών βιομηχανικών ενώσεων και επιχειρήσεων να υπογράψουν τη «Διακήρυξη της Αμβέρσας»
Οι κύριοι λόγοι είναι βασικά τρεις:
- Πρώτον, η τρέχουσα οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη που έχει οδηγήσει πολλούς και σημαντικούς κλάδους της βιομηχανίας σε ύφεση και μείωση παραγωγής.
- Δεύτερον η ανάγκη άμεσης ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και η προώθηση των στρατηγικών επενδύσεων που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας.
- Τρίτον, η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη και τη βιομηχανική πολιτική, εν όψει και της νέας Στρατηγικής Ατζέντας για την Περίοδο 2024-2029 που αναμένεται να συμφωνηθεί στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου.
Όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή της Διακήρυξης, υπάρχει πλέον επείγουσα ανάγκη για σαφήνεια, προβλεψιμότητα και εμπιστοσύνη αναφορικά με τη Βιομηχανική Πολιτική στην Ευρώπη.
2. Ποια είναι τα κύρια μηνύματα της «Διακήρυξης της Αμβέρσας» προς την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία.
Θα έλεγα ότι το κύριο μήνυμα είναι ότι μια ισχυρή και ανταγωνιστική Ευρωπαϊκή Βιομηχανία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας. Γι’ αυτό και η Διακήρυξη της Αμβέρσας, που είχα την τιμή να επιμεληθώ από πλευράς Cefic και η οποία μέχρι στιγμής έχει υπογραφεί από περισσότερους από 560 CEOs από 20 διαφορετικούς βιομηχανικούς κλάδους, καλεί τα Κράτη Μέλη, καθώς και τα Ευρωπαϊκά Όργανα που θα προκύψουν μετά τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου να παρουσιάσουν μια Βιομηχανική Συμφωνία (Industrial Deal), η οποία και θα είναι συμπληρωματική της υπάρχουσας Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal).
Στο πλαίσιο αυτό, η παρουσία της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Βέλγου πρωθυπουργού Αλεξάντερ Ντε Κρο στις 20 Φεβρουαρίου στο πετροχημικό συγκρότημα της Αμβέρσας, που είναι και το μεγαλύτερο της Ευρώπης, έχει ισχυρούς συμβολισμούς αλλά και πολλαπλά πολιτικά μηνύματα: Πρώτον, καταδεικνύει την σοβαρότητα της κατάστασης για την Ευρωπαϊκή Βιομηχανία η οποία δοκιμάζεται από το υψηλό ενεργειακό κόστος και από ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ρυθμιστικό περιβάλλον. Κύριες συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι η μείωση της παραγωγής και η οικονομική ύφεση σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους (π.χ. -8% στα χημικά για την περίοδο Ιανουαρίου-Noεμβρίου 2023, Σχήμα 1).
Σοβαρό πρόβλημα υφίσταται ακόμη και για τους κλάδους των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και ειδικά των αιολικών και φωτοβολταϊκών συστημάτων εξαιτίας κυρίως του αθέμιτου ανταγωνισμού από χώρες παραγωγής στην Ασία και του πολύπλοκου ρυθμιστικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη.
Υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δρομολογηθούν οι τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται στην Ευρώπη, οι οποίες θα πρέπει να είναι περίπου εξαπλάσιες σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, για να επιτευχθούν οι στόχοι της Πράσινης Συμφωνίας. Παρατηρείται ταυτόχρονα ότι βιομηχανικές επενδύσεις κατευθύνονται πλέον εκτός Ευρώπης και ειδικά στις Η.Π.Α. όπου Προγράμματα όπως είναι το Inflation Reduction Act (IRA) αποδεικνύονται πολύ αποτελεσματικά στην προσέλκυση επενδύσεων σε κρίσιμους τομείς όπως είναι των ενεργοβόρων βιομηχανιών, βιοτεχνολογίας, μπαταριών και ημιαγωγών μέσω επιδότησης τόσο πάγιων στοιχείων των αντίστοιχων επενδύσεων όσο και λειτουργικών εξόδων κατά την παραγωγή (Σχήμα 2).
Την ίδια περίοδο, ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για Μηδενικές Εκπομπές στη Βιομηχανία (Net Zero Industry Act), σχεδόν ένα χρόνο μετά την παρουσίασή του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως βασική απάντηση της Ε.Ε. για το πρόγραμμα IRA, αναμένει ακόμη την τελική του έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενώ παράλληλα δεν συνοδεύεται από κάποιο χρηματοδοτικό πρόγραμμα.
Είναι κοινά αποδεκτό πλέον ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να παρακολουθεί παθητικά τις ραγδαίες εξελίξεις που συμβαίνουν σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά πρέπει να επιδείξει ταχύτερα αντανακλαστικά και να επενδύσει στη βιομηχανία της.
Επιπλέον, η διαφορά του κόστους ενέργειας μεταξύ Ευρώπης και H.Π.Α. εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλή, γεγονός που καθιστά την κατάσταση στην Ευρώπη ακόμη πιο δύσκολη. Οι βιομηχανίες στην Ευρώπη πληρώνουν σήμερα το φυσικό αέριο περίπου πέντε φορές ακριβότερα απ’ ότι στις HΠΑ και το ηλεκτρικό ρεύμα, αντίστοιχα, περίπου τέσσερις φορές πιο ακριβά. Με απλά λόγια, μια ενεργοβόρα βιομηχανία στην Ευρώπη δεν μπορεί να ανταγωνισθεί μια αντίστοιχη που βρίσκεται στις HΠΑ.
Το ενεργειακό κόστος είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα διότι η μετάβαση σε μια οικονομία που θα είναι κλιματικά ουδέτερη θα απαιτήσει τεράστια μεγέθη πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Για παράδειγμα, έχει υπολογισθεί από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι μόνο για την ετήσια παραγωγή πράσινου υδρογόνου στην Ευρώπη (9.75 Mt) με τεχνολογίες ηλεκτρόλυσης, θα απαιτούνταν περίπου 290 TWh ηλεκτρικής ενέργειας (περίπου το 10% της παρούσας παραγωγής. Η μείωση του ενεργειακού κόστους πρέπει να να αποτελέσει στρατηγικό στόχο της Ε.E. εάν πραγματικά θέλουμε η πράσινη μετάβαση να είναι δίκαιη και επιτυχής.
Δεύτερον, η Διακήρυξη της Αμβέρσας αναγνωρίζει την σπουδαιότητα ενός ειλικρινούς διαλόγου με την επιχειρηματική κοινότητα και τους κοινωνικούς εταίρους για την προώθηση μέτρων στήριξης της βιομηχανίας που θα οδηγήσουν στην ανάκαμψή της. Είναι πολύ σημαντικό ότι η Διακήρυξη υπογράφηκε όχι μόνο από βιομηχανικές εταιρείες αλλά και από κλαδικούς φορείς εκπροσώπησης των εργαζομένων στη Βιομηχανία.
Περιλαμβάνει δε μια δέσμη 10 συγκεκριμένων προτάσεων που άπτονται, μεταξύ άλλων, του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, της ενεργειακής πολιτικής, των επενδύσεων και της καινοτομίας. Μεταξύ αυτών επισημαίνεται ιδιαιτέρως η ανάγκη απλοποίησης του ρυθμιστικού περιβάλλοντος. Σημειώνεται εδώ χαρακτηριστικά ότι μεταξύ 2017 και 2022 η Ευρωπαϊκή νομοθεσία προσέθεσε περίπου 850 νέες νομικές υποχρεώσεις προς τις επιχειρήσεις, σε αρκετές περιπτώσεις εκ των οποίων υπάρχουν ασάφειες και αντικρουόμενες προβλέψεις.
Επίσης, η Διακήρυξη προτείνει την δημιουργία ενός Χρηματοδοτικού Ταμείου για την προώθηση επενδύσεων σε καθαρές τεχνολογίες σε συνδυασμό με την απλοποίηση του πλαισίου Κρατικών Ενισχύσεων.
Τέλος, με την Διακήρυξη της Αμβέρσας, η ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας εντάσσεται εμφατικά στον πολιτικό διάλογο εν όψει και των πολύ σημαντικών Ευρωεκλογών του Ιουνίου. Είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι μόνο με ισχυρή οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη θα υπάρξει δυνατότητα για μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις σε καινοτόμες τεχνολογίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050. Μόνο με μια πραγματικά ανταγωνιστική βιομηχανία η Ευρώπη θα μπορέσει να καταφέρει να επιτύχει τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας.
3. Ποια είναι τα επόμενα βήματα που θα ακολουθήσουν οι υπογράφοντες τη Διακήρυξη, προκειμένου να υλοποιηθούν τα αιτήματα τους
Στην παρούσα φάση, η Διακήρυξη είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα https://antwerp-declaration.eu/ και κάθε ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας ή φορέας μπορεί να την υποστηρίξει και να συμπεριληφθεί έτσι στον σχετικό κατάλογο. Παρατηρούμε ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον και συμμετοχή όπως επίσης και από τη χώρα μας, γεγονός που είναι πολύ θετικό.
Όπως ανέφερα και προηγουμένως η Βιομηχανική Συμφωνία θα πρέπει να συμπεριληφθεί ως βασική προτεραιότητα στην νέα Στρατηγική Ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίοδο 2024-2029, στο πλαίσιο της οποίας θα αναληφθούν και όλες οι μελλοντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες και πολιτικές από τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αυτός είναι ο βασικός μας στόχος.
Το έτος 2030 είναι πλέον πολύ κοντά και δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο υστέρησης, η επόμενη πενταετία είναι πραγματικά κρίσιμη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η Ευρώπη πρέπει να ηγηθεί διατηρώντας ταυτόχρονα μια ισχυρή και βιώσιμη βιομηχανία.