«Η ιδανική λύση θα ήταν να ιδρυθεί ειδικό Ταμείο για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες, αλλά κατανοούμε ότι ήδη η Επιτροπή προσπαθεί να βρει κοινό τόπο για την ίδρυση και άλλων ειδικών Ταμείων (πχ Άμυνας) και ίσως η χρονική στιγμή δεν είναι η κατάλληλη για την συζήτηση αυτή», ανέφερε ο Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του ΥΠΕΝ, μιλώντας στο CRM Board, στις Βρυξέλλες, εκπροσωπώντας την Ελλάδα.
Ολόκληρη η τοποθέτηση του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη:
«Ευχαριστούμε την Επιτροπή και την ομάδα επιλογής των επενδύσεων σε Κρίσιμες Πρώτες Ύλες που κρίθηκαν «στρατηγικές» για την Ευρώπη σαν σύνολο. Η επιλογή τόσων επενδύσεων, 70, που αφορούν όλα τα Κρίσιμα Ορυκτά, τόσο σε μετάλλευση αλλά και σε μεταποίηση και σε ανακύκλωση, δείχνει ότι ο Ευρωπαϊκός Μεταλλευτικός Κλάδος είναι, παρά τις δυσκολίες, ζωντανός και σφύζει από ζωή. Συγχαρητήρια για την καλή δουλειά.
Τα Κρίσιμα Ορυκτά, τόσο απαραίτητα για την υλοποίηση της τεχνολογικής ανάπτυξης και της πράσινης μετάβασης, είναι σημαντικό να παράγονται στην Ευρώπη για λόγους ενεργειακής ανεξαρτησίας και συμβάλλουν σημαντικά στην εμπέδωση στην εδραίωση της ελευθερίας των ευρωπαϊκών κοινωνιών από εξωτερικές επιρροές και δυνάμεις. Η δημιουργία του Critical Raw Material Act δένει καλά με την κυβερνητική μας κατεύθυνση και φιλοδοξία να αναθερμανθεί η μεταλλευτική δραστηριότητα στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα επιλέξαμε να αιτηθούμε την επιλογή τριών προτάσεων, που συμπυκνώνονται σε ένα ενιαίο έργο, την εξαγωγή βωξίτη, την μετουσίωση του σε αλουμίνα (πρώτη ύλη για αλουμίνιο) και στην παραγωγή γαλλίου, πολύ σημαντικού υλικού για την ηλεκτρονική βιομηχανία. Η παραγωγή γαλλίου της συγκεκριμένης επένδυσης θα μπορούσε να καλύψει 100% τις ευρωπαϊκές ανάγκες, που σήμερα καλύπτονται από εισαγωγές κυρίως από την Κίνα.
Επιλέξαμε αυτήν την επένδυση καθώς ήταν η πιο ώριμη και γρήγορα υλοποιήσιμη από άλλες που θα ακολουθήσουν σε δεύτερο χρόνο. Ωστόσο έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν «ελέφαντα στο δωμάτιο» που είναι η χρηματοδότηση και η κάλυψη του επενδυτικού κενού της επένδυσης, απαραίτητης προϋπόθεσης για την μείωση του επενδυτικού ρίσκου και την υλοποίηση της.
Η Ελλάδα, βγαίνοντας πρόσφατα από μία δεκαετή οικονομική κρίση δεν έχει τις δυνατότητες να χρηματοδοτήσει τέτοιες μεγάλες επενδύσεις με δικά της μέσα, όπως κάνουν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία. Στηρίζεται στην χρήση ευρωπαϊκών ταμείων, τα οποία όμως έχουν τις δικές τους ξεχωριστές πειθαρχίες.
Το Ταμείο Ανάκαμψης έχει τον περιορισμό του χρόνου, τελειώνει το 2026. Το Ταμείο Καινοτομίας έκρινε πρόσφατα αρνητικά, και δεν ενέταξε την επένδυση αυτή στις επιλέξιμες του πρόσφατου κύκλου. Το Ταμείο Συνοχής έχει ήδη χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια του. Το Ταμείο Εκσυγχρονισμού έχει όρους (τον όρο DNSH) που αποκλείουν τις μεταλλευτικές επενδύσεις. Επομένως θα περιμέναμε από την Επιτροπή και την ομάδα των Κρίσιμων Πρώτων Υλών να υποστηρίξουν τέτοιες επενδύσεις στα ανωτέρω ταμεία, ώστε να τροποποιήσουν τους κανόνες τους ειδικά για τις περιπτώσεις των Κρίσιμων Ορυκτών και να αποδέχονται την χρηματοδότηση των σχετικών επενδύσεων.
Η ιδανική λύση θα ήταν να ιδρυθεί ειδικό Ταμείο για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες, αλλά κατανοούμε ότι ήδη η Επιτροπή προσπαθεί να βρει κοινό τόπο για την ίδρυση και άλλων ειδικών Ταμείων (πχ Άμυνας) και ίσως η χρονική στιγμή δεν είναι η κατάλληλη για την συζήτηση αυτή».
Διαβάστε ακόμη