Τις τελευταίες εβδομάδες, ο κώδωνας του κινδύνου έχει χτυπήσει σχετικά με τους νέους εξαγωγικούς ελέγχους της Κίνας σε πέντε λεγόμενα κρίσιμα ορυκτά – βολφράμιο, τελλούριο, βισμούθιο, μολυβδαίνιο και ίνδιο. Διαβάζοντας τους τίτλους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Αλλά αν κάνουμε ένα βήμα πίσω, η πραγματικότητα είναι πολύ λιγότερο δραματική.
Αυτά τα υλικά, που συχνά χαρακτηρίζονται ως «κρίσιμα», κάποτε ονομάζονταν με ένα πολύ λιγότερο τρομακτικό όνομα: δευτερεύοντα μέταλλα. Αυτός ήταν ο όρος της βιομηχανίας πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, προτού οι μεταλλωρύχοι και οι επενδυτές συνειδητοποιήσουν ότι η μετονομασία τους σε «κρίσιμα μέταλλα» θα μπορούσε να τα κάνει να ακούγονται πολύ πιο ουσιώδη – και, βολικά, να αυξήσει τις τιμές των μετοχών. Ενώ τα μέταλλα αυτά εξυπηρετούν σίγουρα σημαντικές λειτουργίες, ο οικονομικός τους αντίκτυπος είναι σχετικά μικρός σε σύγκριση με τα βαριά μέταλλα όπως ο χαλκός, το αλουμίνιο ή το αργό πετρέλαιο.
Τι ακριβώς περιορίζει λοιπόν η Κίνα και πόσο σημαντικό είναι αυτό; Η κίνηση του Πεκίνου στοχεύει κυρίως σε αυτά τα πέντε μέταλλα, όπου κατέχει κυρίαρχο μερίδιο στην παγκόσμια παραγωγή. Ωστόσο, η ιδέα ότι αυτό θα παραλύσει την αμερικανική οικονομία είναι υπερβολική. Και μόνο η εξέταση των αριθμών το καθιστά σαφές.
Το μολυβδαίνιο αποτελεί ειδική περίπτωση – σε αντίθεση με τα άλλα τέσσερα μέταλλα, οι ΗΠΑ είναι στην πραγματικότητα ένας σημαντικός παραγωγός και μάλιστα επιβάλλουν δασμούς έως και 6,6% στις εισαγωγές για την προστασία της εγχώριας βιομηχανίας τους. Το 2023, οι ΗΠΑ κατανάλωσαν μολυβδαίνιο αξίας περίπου 480 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά η εγχώρια παραγωγή ήταν υπεραρκετή για να καλύψει τη ζήτηση. Τα άλλα τέσσερα μέταλλα – βολφράμιο, τελλούριο, βισμούθιο και ίνδιο – εξαρτώνται περισσότερο από τις εισαγωγές από την Κίνα. Ωστόσο, η συνολική τους αξία είναι αξιοσημείωτα χαμηλή. Ειδικότερα, οι ΗΠΑ δαπανούν περίπου 300 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για το βολφράμιο, 30 εκατομμύρια δολάρια για το βισμούθιο, 90 εκατομμύρια δολάρια για το ίνδιο και λιγότερο από 1 εκατομμύριο δολάρια για το τελλούριο. Αυτό σημαίνει ότι το συνολικό ετήσιο κόστος εισαγωγής και για τα τέσσερα μέταλλα είναι κάτω από 500 εκατομμύρια δολάρια – λιγότερο από το ένα τρίτο της δαπάνης των Αμερικανών για εισαγόμενο ελαιόλαδο, σύμφωνα με το Bloomberg.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα εξειδικευμένο εμπόρευμα προκαλεί υπερβολικούς φόβους. Πριν από μια δεκαετία, οι σπάνιες γαίες αποτέλεσαν το επίκεντρο παρόμοιου πανικού. Όμως, παρά την ανησυχία, το συνολικό κόστος εισαγωγής των ΗΠΑ για τα 17 αυτά μέταλλα παρέμεινε κάτω από 200 εκατομμύρια δολάρια το 2023.
Και τι γίνεται με τις αυξήσεις των τιμών; Θα μπορούσαν αυτές να προκαλέσουν σοκ στις βιομηχανίες που εξαρτώνται από αυτά τα υλικά; Η ιστορία δείχνει το αντίθετο. Ακόμη και αν οι τιμές εκτοξευθούν, οι βιομηχανίες προσαρμόζονται, καθώς οι υψηλότερες τιμές ωθούν τις προσπάθειες ανακύκλωσης, ενθαρρύνουν τους κατασκευαστές να μειώσουν την εξάρτηση από τα σπάνια μέταλλα και ωθούν την καινοτομία στην εξεύρεση υποκατάστατων. Για παράδειγμα το 2011, η τιμή του ινδίου έφθασε στην κορυφή των 800 δολαρίων ανά χιλιόγραμμο- σήμερα, είναι μόλις 345 δολάρια. Η πιο κοινή ένωση βολφραμίου έχει σήμερα τιμή 25% χαμηλότερη από το υψηλό του 2011. Ακόμη και αν οι κινεζικοί περιορισμοί ανεβάσουν προσωρινά το κόστος, η αγορά θα προσαρμοστεί.
Φυσικά, το χειρότερο σενάριο -μια πλήρης απαγόρευση των εξαγωγών- θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο. Αλλά αυτό θα συνέβαινε πιθανότατα μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όπως ένας πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η τιμή του ινδίου θα ήταν το λιγότερο που θα απασχολούσε κανέναν.