Επενδύσεις ύψους 2,7 δισ. ευρώ έως το 2030 απαιτεί η εξορυκτική βιομηχανία στην Ελλάδα, όπως ανέφερε ο Αθανάσιος Κεφάλας, Γενικός Διευθυντής Βauxite, Bentonite and Perlite Intermediates του Ομίλου IMERYS, στο πλαίσιο της 8ης Συνάντησης της Ελληνικής Κοινότητας Πρώτων Υλών. Ο κ. Κεφάλας τόνισε ότι «η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία καλείται να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της, να υιοθετήσει νέες τεχνολογίες, να προσελκύσει ταλέντα και να διασφαλίσει την κοινωνική της αποδοχή μέσω διαφανούς διαλόγου με τις τοπικές κοινότητες».
Σύμφωνα με τον κ. Κεφάλα, το ποσό των 2 δισ. ευρώ πρέπει να κατευθυνθεί σε τακτικές δαπάνες συντήρησης, οι οποίες εκτιμώνται σε 300 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, καθώς και σε επενδύσεις για την υιοθέτηση προηγμένων τεχνολογιών. Ειδικότερα, προβλέπεται η διάθεση 50 εκατομμυρίων ευρώ για την ενσωμάτωση τεχνολογιών IoT σε μονάδες επεξεργασίας, καθετοποιημένες μονάδες παραγωγής και μεταλλουργικά εργοστάσια. Παράλληλα, αναμένεται να επενδυθούν 200 εκατομμύρια ευρώ στην ηλεκτροδότηση υπόγειων ορυχείων, την ανάπτυξη συστημάτων επικοινωνίας, την αυτοματοποίηση και την ενσωμάτωση ρομποτικών συστημάτων. Επιπλέον, για την ενίσχυση της τακτικής εξερεύνησης φυσικών πόρων προγραμματίζεται η διάθεση 50 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ η περιβαλλοντική διαχείριση θα χρηματοδοτηθεί με 150 εκατομμύρια ευρώ έως το 2030. Παράλληλα, η έρευνα και η ανάπτυξη καινοτομίας θα υποστηριχθούν με επενδύσεις 50 εκατομμυρίων ευρώ, με στόχο την προώθηση τεχνολογιών αιχμής και τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Οι στοχευμένες επενδύσεις ανέρχονται συνολικά σε 700 εκατομμύρια ευρώ και επικεντρώνονται στην ανάπτυξη κρίσιμων πρώτων υλών και υποδομών. Συγκεκριμένα, προβλέπονται 300 εκατομμύρια ευρώ για την αξιοποίηση πρώτων υλών όπως ο βωξίτης, το γάλλιο και το σκάνδιο, ενώ 250 εκατομμύρια ευρώ θα διατεθούν για την αναβάθμιση της εξόρυξης λατερίτη. Επιπλέον, 50 εκατομμύρια ευρώ προορίζονται για την αποκατάσταση των χρήσεων γης μετά την ολοκλήρωση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα και την περιβαλλοντική διαχείριση. Άλλα 50 εκατομμύρια ευρώ θα κατευθυνθούν στη βελτίωση της τεχνικής εκπαίδευσης, με στόχο την κατάρτιση εξειδικευμένων επαγγελματιών στον κλάδο. Τέλος, 90 εκατομμύρια ευρώ θα επενδυθούν σε νέα έργα, όπως αυτά που αφορούν το αντιμόνιο, καθώς και στην ανάπτυξη σχετικών υποδομών, ενισχύοντας περαιτέρω την καινοτομία και τη δυναμική του τομέα.
Οι προκλήσεις για την Ελλάδα
Η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας σε μια παγκόσμια αγορά που απαιτεί υψηλή αποδοτικότητα είναι καθοριστικής σημασίας για τον εξορυκτικό κλάδο, ενώ η υιοθέτηση καινοτόμων τεχνολογιών αποτελεί αναπόφευκτο βήμα για τη βιωσιμότητά του. Ταυτόχρονα, η κοινωνική αποδοχή παραμένει θεμέλιος λίθος. Η συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες, η περιβαλλοντική ευαισθησία και η διαφάνεια είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της «κοινωνικής άδειας λειτουργίας», που ο κλάδος έχει επιτύχει με συστηματική προσπάθεια. Η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, ωστόσο, συνιστά σοβαρή πρόκληση. Η αναβάθμιση της εικόνας της βιομηχανίας, η ανάπτυξη σύγχρονων εκπαιδευτικών δομών και η κατάρτιση νέων επαγγελματιών είναι απαραίτητες για την κάλυψη των αναγκών του μέλλοντος.
Παράλληλα, η υπερβολική γραφειοκρατία και οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες αδειοδότησης και χρηματοδότησης συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη του κλάδου. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, ο εξορυκτικός τομέας πρέπει να κινηθεί με ταχύτητα και αποφασιστικότητα, επενδύοντας στην καινοτομία, την τεχνολογία και την εκπαίδευση. Η στήριξη από την πολιτεία και την κοινωνία είναι ζωτικής σημασίας, ώστε η βιομηχανία να αναδειχθεί σε πυλώνα ανάπτυξης και βιώσιμης προόδου.
Η παγκόσμια ζήτηση για μέταλλα αυξάνεται, ανάγκη για 5,4 τρισ. δολάρια έως το 2035
Η παγκόσμια βιομηχανία πρώτων υλών διανύει μια μεταβατική περίοδο, καθώς οι απαιτήσεις για κρίσιμα υλικά αυξάνονται ραγδαία, ιδιαίτερα λόγω της ενεργειακής μετάβασης. Αν και τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι πρώτες ύλες έχουν σημειώσει συνολικά καλή απόδοση, ο κ. Αθανάσιος Κεφάλας επισημαίνει ότι το 80% των εσόδων προέρχεται από πέντε μόνο βασικά υλικά: άνθρακα, χρυσό, χαλκό, αλουμίνιο και λίγα ακόμη. Αυτή η συγκέντρωση εσόδων φανερώνει μια έντονη ανισορροπία στον τομέα, καθώς υλικά κρίσιμης σημασίας για τις σύγχρονες τεχνολογίες και τη βιώσιμη ανάπτυξη εξακολουθούν να παραμένουν σε περιθωριακή θέση από οικονομική σκοπιά.
Η παγκόσμια ζήτηση για μέταλλα αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς, δημιουργώντας σημαντικές προκλήσεις στην αγορά. Την ώρα που ορισμένα υλικά, όπως το νικέλιο, παρουσιάζουν υπερπροσφορά, άλλα, όπως ο χαλκός, αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις. Αυτή η ανισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση εντείνεται συνεχώς, με την αυξανόμενη ζήτηση και τις περιορισμένες δυνατότητες παραγωγής να οδηγούν σε εκτεταμένα ελλείμματα. Τα ελλείμματα αυτά προβλέπεται να εξελιχθούν σε μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες προκλήσεις για τον τομέα των πρώτων υλών.
Η αντιμετώπιση αυτών των ελλειμμάτων απαιτεί επενδύσεις που εκτιμώνται στα 5,4 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2035. Οι επενδύσεις αυτές κρίνονται απαραίτητες για την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης και την ενίσχυση της παραγωγής κρίσιμων πρώτων υλών, συμβάλλοντας παράλληλα στη δημιουργία περίπου 315.000 νέων θέσεων εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν περιορίζονται μόνο στην εξόρυξη, αλλά περιλαμβάνουν την επεξεργασία, την ανακύκλωση και την προώθηση της έρευνας και ανάπτυξης νέων τεχνολογιών, που είναι ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα και την καινοτομία του τομέα.
Σύμφωνα με μελέτη του Bloomberg, όσο ο κόσμος προχωρά βαθύτερα στην πράσινη μετάβαση, τα ελλείμματα σε κρίσιμα μέταλλα, όπως το λίθιο, ο χαλκός, το νικέλιο και το κοβάλτιο, αναμένεται να ενταθούν. Αυτά τα μέταλλα είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγή μπαταριών, την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων. Ωστόσο, η μεταλλευτική βιομηχανία, παρά την ανάγκη για σημαντική αύξηση της παραγωγής της, αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις, όπως οι αυστηροί περιβαλλοντικοί κανονισμοί, οι κοινωνικές αντιδράσεις και η περιορισμένη πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια.
Μάλιστα, όπως τονίζει η Ernst & Young, η βιομηχανία πρώτων υλών θα χρειαστεί να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η αυτοματοποίηση, για να ενισχύσει την παραγωγικότητά της. Η περιβαλλοντική βιωσιμότητα και η σωστή διαχείριση των φυσικών πόρων αναδεικνύονται σε βασικούς πυλώνες για τη μελλοντική ανάπτυξη. Αυτές οι τάσεις καταδεικνύουν την ανάγκη για συντονισμένες ενέργειες, τόσο σε επίπεδο επιχειρήσεων όσο και σε επίπεδο κρατικών και διεθνών πολιτικών, για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων απαιτήσεων της παγκόσμιας αγοράς.
Η κυριαρχία της Κίνας στην κούρσα των πρώτων υλών
Η Κίνα έχει εδραιώσει την κυριαρχία της στον τομέα των κρίσιμων πρώτων υλών, έχοντας προβάδισμα τουλάχιστον 20 ετών έναντι της Ευρώπης, όπως σχολιάζουν άνθρωποι της αγοράς. Με καθετοποιημένη παραγωγή, κρατική υποστήριξη και ανταγωνιστική τιμολόγηση, ελέγχει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας αλυσίδας αξίας, από την εξόρυξη έως την επεξεργασία και την παραγωγή τελικών προϊόντων. Η στρατηγική αυτή μειώνει το κόστος, ενισχύει την αποδοτικότητα και της επιτρέπει να προσφέρει πρώτες ύλες σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται η Ευρώπη. Η Γηραιά Ήπειρος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, παγιδευμένη σε γραφειοκρατικές διαδικασίες και αυστηρούς κανονισμούς, που επιβραδύνουν τις επενδύσεις και περιορίζουν την ανταγωνιστικότητά της. Όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε στο πλαίσιο του συνεδρίου «Η Κίνα παράγει, οι ΗΠΑ καινοτομούν και η Ευρώπη ρυθμίζει», περιγράφοντας με ακρίβεια τη στασιμότητα της ΕΕ.
Για να αντιμετωπίσει την κινεζική κυριαρχία, η Ευρώπη καλείται να δράσει άμεσα, εστιάζοντας στη δημιουργία ενός στρατηγικού ταμείου πρώτων υλών, στην απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και στη στήριξη της καινοτομίας. Η βιωσιμότητα, η ποιότητα και η έμφαση στην έρευνα μπορούν να αποτελέσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ευρώπης, διαφοροποιώντας την από το κινεζικό μοντέλο χαμηλού κόστους. Παρά τις προκλήσεις, με στοχευμένες δράσεις και συντονισμένες πολιτικές, η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να μειώσει το χάσμα και να ενισχύσει τη στρατηγική της αυτονομία στον τομέα των κρίσιμων πρώτων υλών.
Ο Tony Slotboom, Διευθυντής Πρόσβασης στη Χρηματοδότηση του EIT Raw Materials, ανέδειξε τη σοβαρή χρηματοδοτική υστέρηση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στον τομέα των πρώτων υλών. Ανέφερε πως, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου λειτουργούν μεγάλα ταμεία δισεκατομμυρίων για την υποστήριξη της εξόρυξης και επεξεργασίας, η Ευρώπη παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις σε αντίστοιχες δομές. Υπογράμμισε τη σημασία της πρότασης της Έκθεσης Draghi για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού επενδυτικού ταμείου πρώτων υλών υπό την αιγίδα του ERMA (European Raw Materials Alliance).
Ένα τέτοιο ταμείο θα μπορούσε να κινητοποιήσει κεφάλαια, να προωθήσει τη διεθνή συνεργασία και την καινοτομία, ενώ παράλληλα θα ενίσχυε τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης στον τομέα των κρίσιμων πρώτων υλών. Παρόλο που η ανάγκη αυτή είναι ευρέως αναγνωρισμένη, ο Slotboom εξέφρασε την ανησυχία ότι η Ευρώπη δεν έχει ακόμη φτάσει στο κρίσιμο σημείο αλλαγής. Παρά τις συνεχείς συζητήσεις για τα ελλείμματα υλικών, οι απαραίτητες δράσεις και χρηματοδοτήσεις παραμένουν σε εκκρεμότητα, αφήνοντας την ήπειρο σε μειονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της.
Διαβάστε ακόμη