Η δημοσίευση της πρόσκλησης υποβολής αιτήσεων για τα στρατηγικά έργα στον τομέα των κρίσιμων πρώτων υλών, που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελεί μια σημαντική πρωτοβουλία στο πλαίσιο της Πράξης για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες.
Τα έργα θα επιλέγονται με βάση τη συμβολή τους στην ασφάλεια του εφοδιασμού με πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας, την τεχνική σκοπιμότητα, την ικανότητα υποκατάστασης πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας, τη βιωσιμότητα και τα κοινωνικά πρότυπα. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα σημαντικές προκλήσεις.
Όπως επισημαίνει ο οικονομικός γεωλόγος, Νικόλαος Αρβανιτίδης, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, τα στρατηγικά έργα θα στηρίξουν οικονομικά και διαχειριστικά την πρακτική εφαρμογή του ευρωπαϊκού κανονισμού μέσα από κυρίως, προγραμματικές παρεμβάσεις για την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών και σχετικές βιομηχανικές δράσεις με έμφαση στις στρατηγικές ορυκτές πρώτες ύλες, όπως είναι για παράδειγμα οι ελληνικού ενδιαφέροντος, αλουμίνιο, νικέλιο, χαλκός, κοβάλτιο,μαγνήσιο, μαγγάνιο, σπάνιες γαίες, γάλλιο και γερμάνιο.
Παρά όμως το γεγονός ότι η κοιτασματολογική έρευνα (Mineral Exploration) αποτελεί το αρχικό στάδιο της αλυσίδας αξίας των ορυκτών πρώτων υλών και τη βασική προϋπόθεση για τον εντοπισμό και την δυνητική εξόρυξη τυχόν εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων, δεν φαίνεται να εντάσσεται και να υποστηρίζεται οικονομικά στην βάση χρηματοδότησης που θα τύχουν τα στρατηγικά έργα Σύμφωνα με σχετική απόφαση, στο πλαίσιο του σχεδίου εφαρμογής του Κανονισμού, το στάδιο της κοιτασματολογικής έρευνας βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών στα οποία συστήνεται η προώθηση και υλοποίηση εθνικών έργων που θα εκπονηθούν και χρηματοδοτηθούν από ίδιους πόρους.
Σύμφωνα με τον κ. Αρβανιτίδη, αυτό εγκυμονεί κάποιους κινδύνους ως προς το αποτέλεσμα αφού οι Εθνικές Γεωλογικές Υπηρεσίες, που κατά κύριο λόγο είναι αρμόδιες, προσεγγίζουν και παρέχουν δεδομένα οικονομικής γεωλογίας που αντιστοιχούν στο αρχικό/στρατηγικό στάδιο κοιτασματολογικής έρευνας. Σε σχέση με αυτό και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Κανονισμός προβλέπει ότι μέχρι το 2030 το 10% θα προέρχεται από την εξόρυξη ευρωπαϊκών κοιτασμάτων, οι τεχνολογικές προκλήσεις που προκύπτουν είναι πολλές, μεγάλες και διαφορετικές σε ότι αφορά στην κοιτασματολογική έρευνα σε μεγάλα βάθη ιστορικών μεταλλευτικών περιοχών (brownfields), και σε αυτή που αφορά σε πράσινες περιοχές (greenfields). Απαιτείται λοιπόν, υπογραμμίζει ο κ. Αρβανιτίδης, η εφαρμογή καινοτόμων και βιώσιμων προσεγγίσεων, χρησιμοποιώντας πρωτοποριακές τεχνολογίες κοιτασματολογικής έρευνας, βελτιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την οικονομική απόδοση και λαμβάνοντας πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να ληφθούν με συμβατικές μεθόδους.
Ο κ. Αρβανιτίδης εκτιμά ότι από οικονομικής πλευράς η αύξηση του βαθμού αυτάρκειας από 2%-3% σε 10% το 2030 σημαίνει αύξηση 300%-400% της ενδοευρωπαϊκής παραγωγής σε 7 χρόνια και αυτό θα απαιτήσει τεράστιες προσπάθειες και αύξηση των επενδύσεων στην κοιτασματολογική έρευνα σε τουλάχιστον ισοδύναμο βαθμό για να κατορθώσουμε απλά να πλησιάσουμε τον 10% προβλεπόμενο στόχο αυτάρκειας.
Τα προχωρημένα στάδια που οδηγούν στην ολοκλήρωση της κοιτασματολογικής έρευνας (για παράδειγμα γεωφυσικές μελέτες, μέθοδοι διασκόπησης μεγάλου βάθους, σύνθετη τρισδιάστατη μοντελοποίηση και σχετική ερμηνεία, ερευνητικές γεωτρήσεις) υλοποιούνται από ιδιωτικές εταιρείες (mineral exploration companies), αλλά και τις ίδιες τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις. Συνεπώς υπάρχει η διάσταση της αγοράς αλλά και βιομηχανικό ενδιαφέρον και άρα είναι απαραίτητο, τονίζει ο κ. Αρβανιτίδης και η κοιτασματολογική έρευνα να αποτελέσει χρηματοδοτούμενο αντικείμενο των στρατηγικών έργων.
Διαβάστε ακόμη: