Το μήνυμα ότι η ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία πρέπει να αντιμετωπίζεται ισότιμα με τους ανταγωνιστές της εκτός Ευρώπης, έστειλε από το Φόρουμ των Δελφών ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου.
«Οι ανάγκες υιοθέτησης νέων τεχνολογιών αυξάνουν σημαντικά τη ζήτηση ορισμένων ορυκτών πρώτων υλών. Η χώρα μας μπορεί να ανταποκριθεί σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις. Δυστυχώς το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, καθιστά την εξορυκτική δραστηριότητα μη ανταγωνιστική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αντιμετωπίσει το θέμα με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα», είπε ο κ. Γιαζιτζόγλου στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο ΣΜΕ με τίτλο «Πρώτες Ύλες και Γεωπολιτική Ανεξαρτησία, Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Πολιτική».
Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα πρώτων υλών που σήμερα κατατάσσονται στις μη κρίσιμες, όπως για παράδειγμα βιομηχανικά ορυκτά και μάρμαρα. Η έντονη εξαγωγική δραστηριότητα αυτών των κλάδων είναι βέβαιο ότι μπορεί να αποτελέσει γεωπολιτικό πλεονέκτημα για τη χώρα μας, σημείωσε ο πρόεδρος του ΣΜΕ.
«Αποτελεί πάγιο αίτημα τόσο του πρωτογενούς όσο και του δευτερογενούς τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση το να αντιμετωπίζεται ισότιμα με τους εκτός Ευρώπης ανταγωνιστές του. Ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (σ.σ. CBAM) αποτελεί ένα ελάχιστο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Για την εξορυκτική βιομηχανία σίγουρα η εφαρμογή του θα αποτελέσει ένα βήμα προς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς μας. Η στρατηγική γεωγραφική θέση που έχει η χώρα μας σε ορισμένες εφοδιαστικές αλυσίδες αποτελεί ένα ισχυρό πλεονέκτημα για τον εξορυκτικό κλάδο καθώς οι πρώτες ύλες – λόγω χαμηλής σχέσης αξίας προς όγκο – είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στο μεταφορικό κόστος», κατέληξε ο κ Γιαζιτζόγλου.
Από την πλευρά του, ο επίτιμος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (Euromines), Μαρκ Ραχωβίδης, επισήμανε ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, η οποία θα καθορίσει την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.
«Εάν συνεχίσουμε να “εξάγουμε” ρύπανση και να εισάγουμε πρώτες ύλες όπως σήμερα, τότε η πράσινη μετάβασή μας δεν μπορεί να ευημερήσει. Η εγκατάλειψη της ευρωπαϊκής εξόρυξης για υψηλές εισαγωγές, εδραιώνει μια χαμηλότερη συμμόρφωση με το ESG, μειωμένη στρατηγική αυτονομία και μειωμένη ανθεκτικότητα. Ένα όραμα που περιλαμβάνει 20-30 νέα στρατηγικά έργα εξόρυξης στην Ευρώπη έως το 2030, θα επιτρέψει μια βιώσιμη, υπεύθυνη και ευημερούσα βιομηχανία εξόρυξης ευθυγραμμισμένη με τις ευρωπαϊκές αξίες», υπογράμμισε.