Του Χρήστου Μπαλάσκα, προέδρου της Ελληνικός Χρυσός
Περνάμε σε μια νέα εποχή που γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η ανάγκη για πιο αποτελεσματική βιώσιμη ανάπτυξη και για αυτονομία της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την προμήθεια ορυκτών πρώτων υλών.
Η στρατηγική της Ε.Ε. για τη σταδιακή απεξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα και για τη δραστική μείωση των εκπομπών CO2 έχει φέρει στο επίκεντρο της συζήτησης τις Κρίσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΚΟΠΥ), όπως o χαλκός, το λίθιο, το νικέλιο κ.ά. και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έχουν στο ταξίδι της Ευρώπης προς τη βιωσιμότητα.
Σε ένα περιβάλλον έντονων ενεργειακών, γεωπολιτικών, και κλιματικών προκλήσεων, η στροφή στις ΚΟΠΥ είναι το «κλειδί» για την ανάπτυξη αποδοτικότερων τεχνολογιών που σχετίζονται με τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών (net zero), όπως η ηλεκτροκίνηση, η ανάπτυξη νέων δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τεχνολογιών ΑΠΕ, ενώ παράλληλα αποτελούν τη βάση σε πληθώρα έτερων κομβικών τομέων, όπως η ιατρική, η γεωργία, οι κατασκευές, η πληροφορική κ.ά.
Στα Μεταλλεία Κασσάνδρας στη ΒΑ Χαλκιδική, η Ελληνικός Χρυσός αναπτύσσει μία από τις μεγαλύτερες άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα (1,3 δισ. δολ. μέχρι σήμερα, και πρόσθετες δρομολογημένες επενδύσεις ύψους 1,9 δισ. δολ. τα επόμενα χρόνια, επιπλέον 80 εκατ. ευρώ σε έργα κοινωνικού χαρακτήρα), στη βάση των αρχών της Υπεύθυνης Μεταλλευτικής Δραστηριότητας (Responsible Mining) ενσωματώνοντας στην πράξη τις πλέον υπεύθυνες πρακτικές του κλάδου διεθνώς. Μια στρατηγική επένδυση, η οποία με την έναρξη της εμπορικής παραγωγής του μεταλλείου των Σκουριών από τα τέλη του 2025, ενός μεταλλείου παγκόσμιας κλάσης, σε συνδυασμό με αυτό της Ολυμπιάδας, φιλοδοξεί να καθιερώσει την Ελλάδα την 3η δύναμη στην παραγωγή χρυσού στην Ευρώπη.
Παράλληλα, σημαντική εκτιμάται ότι θα είναι και η συμβολή της επένδυσης στον τομέα των εξαγωγών, οι οποίες αναμένεται να ξεπεράσουν τα 11 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια, εκτοξεύοντας την ήδη ισχυρή εξαγωγική δυναμική της επένδυσης από 1 δισ. ευρώ που είναι έως σήμερα, και ενισχύοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Άλλωστε, ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος έχει έντονα εξωστρεφή χαρακτήρα, με τις εξαγωγές του να αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των πωλήσεών του, αποτελώντας έναν σημαντικό παραγωγικό κρίκο στην Ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσμια αγορά.
Επομένως, η αξιοποίηση αυτού του συγκριτικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας, του τεράστιου και διαφοροποιημένου ανεκμετάλλευτου ορυκτού πλούτου της (το 10% των κρίσιμων πρώτων υλών της Ε.Ε. βρίσκεται στο υπέδαφος της Ελλάδας) ως πηγή οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας, αλλά ταυτόχρονα και ως ισχυρό εργαλείο ενεργειακής διπλωματίας δίνει στη χώρα τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε ισχυρό παίκτη στην παγκόσμια ζήτηση για κρίσιμες και στρατηγικές ορυκτές πρώτες ύλες και σε πρωταγωνιστή στην πράσινη μετάβαση, δίνοντας παράλληλα απαντήσεις στο επίκαιρο ζητούμενο μιας σύγχρονης, βιώσιμης και ανταγωνιστικής οικονομίας.