Για δεκαετίες, οι υπεράκτιες πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου υπήρξαν οι αθόρυβοι εργάτες της παγκόσμιας οικονομίας. Υψώθηκαν σε απομακρυσμένα σημεία, από τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι τις ακτές της Βραζιλίας και τον Κόλπο του Μεξικού, άντλησαν τεράστιες ποσότητες υδρογονανθράκων, τροφοδότησαν κρατικούς προϋπολογισμούς και γιγάντωσαν πολυεθνικά χαρτοφυλάκια. Όμως σήμερα, καθώς ο κόσμος στρέφεται ολοένα και πιο γρήγορα προς την «πράσινη» ενέργεια αυτά τα μεταλλικά θηρία του βυθού μετατρέπονται σε βραδυφλεγείς ωρολογιακές βόμβες για το περιβάλλον και την ενεργειακή σταθερότητα.
Το πρόβλημα έχει πλέον τεθεί σε παγκόσμια κλίμακα: ο συνολικός λογαριασμός για την απομάκρυνση, αποσυναρμολόγηση και αποκατάσταση των εγκαταλελειμμένων ή ανενεργών υπεράκτιων υποδομών ξεπερνά, σύμφωνα με υπολογισμούς του FT Energy Source, τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια. Και αυτό αφορά μόνο τις υφιστάμενες δομές – όχι αυτές που θα τεθούν εκτός λειτουργίας μέσα στην επόμενη δεκαετία. Είναι ένα δυσθεώρητο κόστος που κανείς δεν θέλει να επωμιστεί, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί επ’ άπειρον.
Αν και οι ΗΠΑ ή η Βόρεια Θάλασσα θα μπορούσαν να είναι οι πρωταγωνιστές αυτών των ενεργειακών ναυαγίων, η Βραζιλία κρατάει «τα ηνία» και φιγουράρει στην κορυφή των πιο δαπανηρών περιοχών, σύμφωνα με τους FT. Πρόκειται για χώρες με ισχυρή και μακροχρόνια υπεράκτια δραστηριότητα, στις οποίες η φθορά του χρόνου, η πολυπλοκότητα των γεωλογικών συνθηκών και η γραφειοκρατική αδράνεια οδηγούν σε μια εκρηκτική εξίσωση χωρίς εύκολες λύσεις.
Η δυσκολία ξεκινά από τον σχεδιασμό: οι περισσότερες υπεράκτιες πλατφόρμες είχαν κατασκευαστεί για να λειτουργούν επί δεκαετίες – αλλά όχι για να αποδομούνται. Δεν υπάρχει διεθνές πρότυπο, ούτε καν σαφής ρυθμιστική υποχρέωση σε πολλές χώρες, για την πλήρη απομάκρυνση μιας τέτοιας κατασκευής όταν παύσει να είναι λειτουργική. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση: «Η διαδικασία έχει σχεδιαστεί για να χτίζει και να αντλεί, όχι για να ξηλώνει».
Πέρα από την τεχνική δυσκολία – που ποικίλει ανάλογα με το βάθος, τον τύπο θεμελίωσης, τα υλικά και τη θαλάσσια ζωή που έχει ενσωματωθεί στην κατασκευή – υπάρχει και η αμφιλεγόμενη προσέγγιση του “rigs-to-reefs”: η ιδέα ότι οι ανενεργές πλατφόρμες μπορούν να μετατραπούν σε τεχνητούς υφάλους. Η πρακτική έχει υιοθετηθεί σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ, όμως ο επιστημονικός κόσμος παραμένει επιφυλακτικός. Σύμφωνα με έγγραφο του 2023 που επικαλείται το FT Energy Source, «δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή επιστημονικά δεδομένα ώστε να καθοριστεί με βεβαιότητα αν η διατήρηση δομών στον βυθό είναι περιβαλλοντικά ευεργετική ή επιβαρυντική».
Και το πρόβλημα δεν είναι θεωρητικό – είναι ήδη εδώ. Στον Κόλπο του Μεξικού, μια από τις πιο κορεσμένες περιοχές υπεράκτιας παραγωγής παγκοσμίως, πάνω από 2.700 υποθαλάσσιοι αγωγοί και 500 πλατφόρμες είχαν ήδη χαρακτηριστεί ως ανενεργοί μέχρι τα μέσα του 2023. Αρκετές από αυτές βρίσκονται στον βυθό εδώ και δεκαετίες, ενίοτε σε κατάσταση ημι-εγκατάλειψης, χωρίς σαφές νομικό καθεστώς, χωρίς σχέδιο απομάκρυνσης και χωρίς υπεύθυνο φορέα.
Η έλλειψη ενιαίου διεθνούς πλαισίου γεννά ένα δαιδαλώδες ερώτημα: ποιος είναι υπεύθυνος για την απενεργοποίηση; Ο πρώτος κάτοχος της άδειας; Ο τελευταίος ιδιοκτήτης; Το κράτος; Τι συμβαίνει όταν η εταιρεία έχει πτωχεύσει ή έχει αποχωρήσει από τη συγκεκριμένη γεωγραφική αγορά; Οι «ορφανές» εγκαταστάσεις πολλαπλασιάζονται, οι ευθύνες αλληλοσυγκρούονται και τα κόστη ανεβαίνουν, απειλώντας όχι μόνο το περιβάλλον αλλά και την αξιοπιστία των επενδύσεων σε νέα έργα.
Σε μια προσπάθεια συντονισμού, έχει συσταθεί Κοινοβουλευτική Πρωτοβουλία από 15 χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο να τεθούν κοινές βάσεις για την αποτίμηση και τη διαχείριση του προβλήματος. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η έκθεση, η πρόοδος είναι αργή και ασυντόνιστη, καθώς κάθε χώρα προχωρά με διαφορετικές ταχύτητες, σύμφωνα με τις δικές της πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες.
Ακόμη και η ενεργειακή μετάβαση, που παρουσιάζεται ως η μεγάλη ευκαιρία του αιώνα, δεν είναι ανεπηρέαστη. Η απενεργοποίηση των υπεράκτιων υποδομών «τραβά» τεράστιους οικονομικούς πόρους από δημόσια ταμεία και εταιρείες, μειώνοντας τη δυνατότητα επενδύσεων σε ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας και καθαρές τεχνολογίες. Πρόκειται, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά από τους FT για μια «τρύπα στον κουμπαρά της πράσινης μετάβασης».
Ορισμένοι επιχειρούν να αντιστρέψουν το πρόβλημα σε ευκαιρία: πλατφόρμες που βρίσκονται ήδη εγκατεστημένες στη θάλασσα θα μπορούσαν, λένε, να επαναχρησιμοποιηθούν για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών, για υποθαλάσσια αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα ή για παραγωγή υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές. Ωστόσο, αυτές οι προτάσεις βρίσκονται ακόμη σε πειραματικό επίπεδο και δεν συνιστούν – προς το παρόν – ρεαλιστική διέξοδο στο πρόβλημα.
Η εικόνα που προκύπτει είναι πολυεπίπεδη, σύνθετη και γεμάτη αβεβαιότητες. Οι μεταλλικοί κολοσσοί του βυθού, άλλοτε σύμβολα τεχνολογικής υπεροχής, σήμερα στέκουν ακίνητοι και εγκαταλειμμένοι. Ο λογαριασμός τους, οικονομικός και περιβαλλοντικός, είναι όχι μόνο βαρύς αλλά και ανοιχτός.
Διαβάστε ακόμη