Έρευνα του ΕΜΠ αποκαλύπτει σοβαρές παραβάσεις στην αγορά καυσίμων στην Αττική, όπου ένα στα τέσσερα πρατήρια (27%) κλέβει στην αντλία, ποσότητες που φτάνουν έως και στο 24%, αναφέρει ρεπορτάζ της Καθημερινής. Οι οικονομικές επιπτώσεις για τους καταναλωτές υπολογίζονται σε 120 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, γεγονός που υποδεικνύει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Η παραβατικότητα έχει αυξηθεί δραματικά από το 2011, όταν μόλις το 4% των πρατηρίων ήταν παραβατικά. Το 2023, το ποσοστό έφτασε το 27%, με τις ελλειμματικές παραδόσεις να επηρεάζουν ολοένα και περισσότερους καταναλωτές.
Παρατηρείται μάλιστα μια διαχρονική αύξηση και ενίσχυση της παραβατικότητας τα τελευταία χρόνια τόσο σε αριθμό πρατηρίων όσο και σε ελλειμματικές παραδόσεις. Το ποσοστό των παραβατικών πρατηρίων από 4% το 2011 έφτασε το 15% το 2016, το 19% το 2019, το 20% το 2021 και εκτινάχθηκε στο 27% το 2023, καταγράφοντας αύξηση 35% στο διάστημα των δύο τελευταίων ετών. Αντιστοίχως, το ποσοστό των ελλειμματικών παραδόσεων από 2%-7%το 2011 έφτασε έως και 10% το 2016, έως 17% το 2019, έως 20% το 2021 και έως 24% το 2023, καταγράφοντας αύξηση 30% μέσα στα τρία τελευταία χρόνια.
Παρά τις νομοθετικές παρεμβάσεις από το 2012 και τις υποσχέσεις για αυστηρούς ελέγχους, η κατάσταση παραμένει ανεξέλεγκτη. Οι έλεγχοι είναι ελάχιστοι, με μόλις 28 ελέγχους να πραγματοποιούνται το 2023 για ποσότητες καυσίμων, και η υπηρεσία που είναι υπεύθυνη έχει περιορισμένο προσωπικό, με μόλις δύο άτομα. Αν και υπάρχουν νόμοι που στοχεύουν στην καταπολέμηση της παραβατικότητας, οι αποφάσεις σφράγισης πρατηρίων συχνά αναιρούνται από δικαστικά μέτρα, οδηγώντας σε ατιμωρησία.
Οι επιπτώσεις
Οι παραβάτες έχουν δημιουργήσει έναν αθέμιτο ανταγωνισμό, ενισχύοντας την κερδοφορία τους εις βάρος των νόμιμων επιχειρήσεων. Οι καταναλωτές είναι συχνά ανυποψίαστοι για τις “πειραγμένες” αντλίες, γεγονός που τους καθιστά ευάλωτους σε οικονομικές απώλειες. Επίσης, τα παραβατικά πρατήρια προσαρμόζουν τις τιμές τους ώστε να φαίνονται πιο ελκυστικές, μειώνοντας την τιμή κατά 8 λεπτά ανά λίτρο, ενώ η πραγματική τιμή είναι υψηλότερη κατά 10-12 λεπτά/λίτρο.
Αυτό έχει οδηγήσει σε απώλεια μεριδίων αγοράς για τις υγιείς εταιρείες, με πολλές να αναγκάζονται να πωλούν ή να νοικιάσουν τις επιχειρήσεις τους, ενώ οι παραβατικοί ενισχύουν τη θέση τους. Οι εταιρείες του κλάδου επιβαρύνονται με υψηλά κόστη λόγω της υπερφορολόγησης και των αναγκαστικών ελέγχων, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν στην αναβάθμιση των υπηρεσιών τους.
Οι νόμοι που προωθούνται για την καταπολέμηση της παραβατικότητας είναι συχνά αναποτελεσματικοί και οδηγούν σε πρόσθετα έξοδα για τις νόμιμες επιχειρήσεις. Οι επενδύσεις τους μειώνονται, ενώ οι παραβατικοί κερδίζουν έδαφος λόγω του χαμηλού κόστους λειτουργίας. Αυτός ο φαύλος κύκλος προκαλεί σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά, με την πολιτεία να φαίνεται ανίκανη να διαχειριστεί την κατάσταση.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι καταναλωτές συχνά διαμαρτύρονται για τις “περίεργες” παραδόσεις καυσίμου, αλλά οι μηχανισμοί προστασίας τους είναι ανεπαρκείς. Το κράτος, με την επιβολή πλαφόν στα περιθώρια κέρδους, φαίνεται να ευνοεί τους παραβατικούς, καθώς οι νόμιμοι πρατηριούχοι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες δαπάνες λειτουργίας τους.
Η κατάσταση στην αγορά καυσίμων στην Αττική αποδεικνύει την ανάγκη για πιο αυστηρούς ελέγχους και για ένα αποτελεσματικότερο νομικό πλαίσιο που θα προστατεύει τους καταναλωτές και τις υγιείς επιχειρήσεις από την παραβατικότητα. Χωρίς άμεσες παρεμβάσεις, η παραβατικότητα αναμένεται να συνεχίσει να γιγαντώνεται, με σοβαρές συνέπειες για την οικονομία και τους πολίτες.
Διαβάστε ακόμη