Σε έξι περιοχές της Ελλάδας -τη Ροδόπη, την Κοζάνη, την Αρκαδία ή την Ηλεία, τη Βοιωτία, την Αττική και το Ηράκλειο- προτείνεται να δημιουργηθούν οι πρώτες μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων της χώρας, σύμφωνα με την αναλυτική μελέτη σκοπιμότητας που εκπόνησε η Enviroplan Α.Ε. για λογαριασμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ). Η έκθεση, που παρουσιάστηκε, έρχεται να καλύψει ένα κρίσιμο κενό στρατηγικού σχεδιασμού: η Ελλάδα δεν διαθέτει δίκτυο μονάδων Waste-to-Energy (WtE), γεγονός που την εμποδίζει να μειώσει δραστικά την ταφή αποβλήτων. Όπως τονίζεται με σαφήνεια στη μελέτη, η επίτευξη του στόχου για μείωση της ταφής κάτω από το 10% μέχρι το 2030 δεν είναι εφικτή χωρίς την ανάπτυξη αυτών των μονάδων. Οι τελικές αποφάσεις για τις χωροθετήσεις των μονάδων θα ληφθούν ωστόσο σε πολιτικό επίπεδο.

Η χωροθέτηση των μονάδων δεν καθορίζει επακριβώς τα οικόπεδα εγκατάστασης, καθώς αυτά θα προκύψουν από τους διαγωνισμούς, ωστόσο οι προτεινόμενες περιοχές σε επίπεδο περιφερειακής ενότητας είναι απολύτως σαφείς. Οι έξι θέσεις, όπως προσδιορίζονται από τη μελέτη μέσω ανάλυσης GIS και τεχνικών κριτηρίων, αποτελούν τη βέλτιστη λύση για την αποδοτική και ισόρροπη κατανομή των μονάδων καύσης στη χώρα.

Η πρώτη μονάδα προβλέπεται να κατασκευαστεί στην Ανατολική Μακεδονία, και συγκεκριμένα στη Ροδόπη, με δυναμικότητα 62.000 τόνων ετησίως. Πρόκειται για την μικρότερη σε μέγεθος εγκατάσταση, η οποία όμως κρίνεται αναγκαία λόγω της μεγάλης απόστασης από τις υπόλοιπες περιοχές και του υψηλού κόστους μεταφοράς απορριμμάτων προς τη Δυτική Μακεδονία. Η μονάδα αυτή θα εξυπηρετεί τις ανάγκες των Περιφερειακών Ενοτήτων Ροδόπης, Ξάνθης, Καβάλας και Έβρου, ενισχύοντας την αυτάρκεια της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων.

Η δεύτερη μονάδα προτείνεται για τη Δυτική Μακεδονία, στην περιοχή της Κοζάνης ή της Πτολεμαΐδας, με δυναμικότητα 288.000 τόνων ετησίως. Η μονάδα αυτή είναι στρατηγικής σημασίας, καθώς θα εξυπηρετεί τη Δυτική Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, μέρη της Κεντρικής Μακεδονίας, καθώς και την Κέρκυρα. Επιπλέον, η ύπαρξη δικτύου τηλεθέρμανσης στην Πτολεμαΐδα επιτρέπει την άμεση αξιοποίηση της παραγόμενης θερμότητας, προσφέροντας ένα επιπρόσθετο περιβαλλοντικό και ενεργειακό όφελος, καθώς προβλέπεται υποκατάσταση της χρήσης φυσικού αερίου.

Η τρίτη μονάδα τοποθετείται στη Δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο, με πιθανότερη εγκατάσταση στην Αρκαδία ή στην Ηλεία, δυναμικότητας 154.000 τόνων τον χρόνο. Θα καλύπτει τις ανάγκες των περιφερειών Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και των Ιονίων Νήσων (πλην της Κέρκυρας). Η Αρκαδία συγκεντρώνει, σύμφωνα με τη μελέτη, τα πλεονεκτήματα για την τελική επιλογή, τόσο σε επίπεδο συγκοινωνιακής προσβασιμότητας όσο και ενεργειακής διασύνδεσης.

Η τέταρτη μονάδα σχεδιάζεται να εγκατασταθεί στη Βοιωτία, με δυναμικότητα 186.000 τόνων ετησίως. Η γεωγραφική της θέση είναι κρίσιμη, καθώς προβλέπεται να εξυπηρετεί τη Στερεά Ελλάδα (Βοιωτία, Φθιώτιδα, Εύβοια) αλλά και την Ανατολική Αττική. Η μελέτη επισημαίνει τη δυνατότητα αξιοποίησης της θερμότητας από τη μονάδα σε τοπικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, προσδίδοντας προστιθέμενη αξία στην ενεργειακή χρήση των αποβλήτων.

Η πέμπτη και μεγαλύτερη μονάδα χωροθετείται στην Αττική, με εκτιμώμενη δυναμικότητα 356.000 τόνων τον χρόνο. Η περιφέρεια συγκεντρώνει την πλειοψηφία των παραγόμενων αποβλήτων της χώρας και η μονάδα αυτή αναλαμβάνει κομβικό ρόλο στη διαχείριση του λεκανοπεδίου. Η χωροθέτηση δεν έχει καθοριστεί ακόμα αν θα είναι σε κεντρική ή δυτική περιοχή της Αττικής, ωστόσο η ανάγκη για άμεση διαχείριση των υπολειμμάτων και παραγωγή SRF υψηλής ποιότητας καθιστά την υλοποίησή της απολύτως απαραίτητη.

Τέλος, η έκτη μονάδα προβλέπεται να κατασκευαστεί στην Κρήτη, στην περιοχή του Ηρακλείου, με ετήσια δυναμικότητα 140.000 τόνων. Η μονάδα αυτή σχεδιάστηκε για να καλύψει τις ανάγκες του νησιού αλλά και πιθανώς περιοχών του Νοτίου Αιγαίου. Η Κρήτη αποτελεί ξεχωριστή ενεργειακή και γεωγραφική οντότητα, και η ανάπτυξη αυτόνομης WtE μονάδας θα μειώσει σημαντικά τα κόστη μεταφοράς υπολειμμάτων εκτός νησιού, ενώ θα προσφέρει εγγυημένη ενεργειακή ανάκτηση εντός της περιφέρειας.

Η μελέτη υπολογίζει ότι η συνολική δυναμικότητα των έξι μονάδων ανέρχεται σε 1.186.000 τόνους αποβλήτων ετησίως, με κατώτερη θερμογόνο δύναμη άνω των 10 MJ/kg, γεγονός που καθιστά το σύνολο των παραγόμενων εκροών πλήρως αξιοποιήσιμο ενεργειακά. Παράλληλα, προβλέπεται ότι 150.200 τόνοι SRF καλής ποιότητας θα συνεχίσουν να απορροφώνται από την ενεργοβόρα βιομηχανία, κυρίως την τσιμεντοβιομηχανία, σε Αττική, Θεσσαλία, Κεντρική Ελλάδα και Κεντρική Μακεδονία.

Σύμφωνα με την Enviroplan, η παραγόμενη ποσότητα αποβλήτων στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 0,53 εκατ. τόνους ετησίως, εκ των οποίων το 35% αφορά μικτά απόβλητα και το 65% προέρχεται από διαλογή στην πηγή. Από την επεξεργασία προκύπτει RDF (ανακτηθέν καύσιμο), το οποίο προορίζεται κυρίως για χρήση στην τσιμεντοβιομηχανία, σε ποσοστό 6-7% βάσει του σχεδιασμού των μονάδων NPT. Παρά ταύτα, το ποσοστό των υπολειμμάτων που οδηγούνται σε ταφή υπολογίζεται στο 22,5%, ήτοι 1,2 εκατ. τόνοι τον χρόνο. Όπως διευκρινίζεται, το κόστος κεφαλαίου θα καλυφθεί από ιδιώτες επενδυτές, ενώ το κόστος λειτουργίας και απόδοσης θα μετακυλίεται στο Δημόσιο μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων. Προδιαγράφεται, επίσης, ότι οι μονάδες θα λειτουργούν για 25 χρόνια, στην περίοδο 2030–2054.

Νέο έργο Waste-to-Energy της ΔΕΗ με τριπλό στόχο

Η ΔΕΗ ανοίγει τα χαρτιά της για τον σχεδιασμό της στον τομέα της ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Η νέα μονάδα Waste-to-Energy προβλέπεται να εγκατασταθεί στον χώρο του πρώην λιγνιτικού σταθμού, με δυναμικότητα 280.000 έως 300.000 τόνων ετησίως και θερμογόνο δύναμη καυσίμου από 8 έως 11. Κάτω από 8 δεν μπορεί να καεί χωρίς υποβοηθητική καύση, ενώ πάνω από 11 υπάρχουν τεχνικά ζητήματα. Το εύρος αυτό επιτρέπει την εξυπηρέτηση των αναγκών της αγοράς, αφήνοντας χώρο για τη χημική και βαριά βιομηχανία.

Η ισχύς της μονάδας προβλέπεται να είναι 35 έως 38 MW, με επένδυση περίπου 300 εκατομμυρίων ευρώ και χρήση υπερσύγχρονης αντιρρυπαντικής τεχνολογίας (state of the art). Παράλληλα, η εγκατάσταση θα διαθέτει δυνατότητα παροχής θερμικής ενέργειας, καλύπτοντας το 40% των αναγκών τηλεθέρμανσης του Δήμου, ο οποίος χρειάζεται περίπου 640.000 MWh θερμικής ενέργειας τον χρόνο. Η μονάδα θα προσφέρει 240.000 έως 250.000 MWh θερμότητας ετησίως.

Σύμφωνα με τη ΔΕΗ, η θέση της μονάδας είναι κρίσιμη. Σχεδιάζεται να κατασκευαστεί στη Βόρεια Μακεδονία, σε περιοχή όπου μπορούν να μεταφερθούν καύσιμα από πολλές περιοχές όπως η Βόρεια Ελλάδα, η Ήπειρος και η Θεσσαλία. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκονται τρεις στόχοι: η διαχείριση του 25% των συνολικών ποσοτήτων αποβλήτων που προορίζονται για ανάκτηση ενέργειας, η παροχή τηλεθέρμανσης και η συγκρότηση κοινωνικής αντίληψης γύρω από την τεχνολογία Waste-to-Energy.

Η ΔΕΗ υπογραμμίζει ότι το έργο αυτό είναι κυρίως περιβαλλοντική επένδυση. Το μεγαλύτερο μέρος του capex αφορά την καύση και την τουρμπίνα, ενώ οι βασικές ροές εσόδων σχετίζονται με την παραλαβή του καυσίμου και την παραγωγή θερμικής ενέργειας. Συνεπώς, το έργο απαιτεί κανονιστικό πλαίσιο και δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στην αγορά. Η μονάδα συνδέεται με τον σχεδιασμό της ΔΕΗ για την αξιοποίηση της απολιγνιτοποίησης και των υποδομών της.

Τι ζητούν οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς

Την ανάγκη συγκρότησης ενός σταθερού και προβλέψιμου θεσμικού πλαισίου, ικανού να στηρίξει το επενδυτικό κύμα στη διαχείριση αποβλήτων και στην ενεργειακή αξιοποίηση, ανέδειξαν κορυφαία στελέχη της αγοράς κατά τις παρεμβάσεις τους σε ειδική ημερίδα. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στα θεσμικά, χρηματοδοτικά και τεχνικά εμπόδια που πρέπει να αρθούν, ώστε η Ελλάδα να επιτύχει τους στόχους της κυκλικής οικονομίας και της πράσινης μετάβασης.

Ο Αλέξανδρος Σουμελίδης, Γενικός Διευθυντής Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Παραγωγής του Ομίλου ΔΕΗ παρουσίασε ένα συγκροτημένο πλαίσιο για την ανάπτυξη της αγοράς Ενεργειακής Αξιοποίησης Αποβλήτων (Energy from Waste – EfW) στη χώρα. Όπως υπογράμμισε, η δημιουργία αυτής της νέας αγοράς προϋποθέτει σαφή καθορισμό ρόλων και αρμοδιοτήτων μεταξύ των εμπλεκομένων, με τον Υπουργό Ενέργειας να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη για την επιλογή της περιοχής, της περιφέρειας και του μεγέθους των μονάδων που θα εγκατασταθούν.

Κρίσιμη παράμετρος αποτελεί η ανάδειξη του ιδιοκτήτη του καυσίμου, καθώς και η θέσπιση διαδικασίας επιλογής επενδυτών με σαφή και αντικειμενικά κριτήρια, αποφεύγοντας τόσο την υπερβολική απελευθέρωση όσο και τους υπερβολικούς περιορισμούς, ώστε να συμμετέχουν μόνο φορείς με αποδεδειγμένη τεχνική και χρηματοοικονομική επάρκεια. Παράλληλα, ο κ. Σουμελίδης τόνισε την ανάγκη επιβολής αυστηρού ελέγχου ποιότητας στα Δευτερογενή Καύσιμα (WdERM), καθώς και τη θέσπιση κανονιστικού πλαισίου για την απορρόφησή τους από τη βιομηχανία υψηλής ενεργειακής έντασης και τις ίδιες τις μονάδες EfW.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην ανάγκη εξισορρόπησης της αγοράς μεταξύ των δύο βασικών αποδεκτών του καυσίμου, της βιομηχανίας και των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης, στη βάση των πραγματικών αναγκών και δυνατοτήτων κάθε πλευράς. Αναφορικά με την ασφάλεια των επενδύσεων, υπογράμμισε ότι πρέπει να διασφαλιστούν δύο βασικές ροές εσόδων – η πώληση ηλεκτρικής ενέργειας και το gate fee ανά τόνο αποβλήτων – με τη θεσμοθέτηση μηχανισμού ανάκτησης κόστους και τη σύναψη ειδικών συμβατικών εγγυήσεων για την τροφοδοσία και την ποιότητα του καυσίμου.

Παράλληλα, επισήμανε την ανάγκη επιτάχυνσης των αδειοδοτικών διαδικασιών, επισημαίνοντας ότι χωρίς αυτήν την προϋπόθεση η επίτευξη των εθνικών στόχων, όπως η μείωση της ταφής αποβλήτων κάτω από το 10% έως το 2030, καθίσταται ανέφικτη. Ολοκληρώνοντας, ο κ. Σουμελίδης επανέλαβε τη δέσμευση της ΔΕΗ να συμμετάσχει δυναμικά στην εθνική προσπάθεια, αξιοποιώντας τόσο υφιστάμενα όσο και νέα περιουσιακά στοιχεία για την ανάπτυξη έργων ενεργειακής αξιοποίησης.

Χαραλαμπίδης: Μακροπρόθεσμη σταθερότητα για τη βιωσιμότητα των επενδύσεων

Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά με έμφαση στη χρηματοδοτική διάσταση, κινήθηκε και ο Χαράλαμπος Χαραλαμπίδης, Διευθυντής Έργων Απορριμμάτων του Ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ο οποίος επισήμανε ότι η βιώσιμη ανάπτυξη της αγοράς προϋποθέτει τη δημιουργία σταθερού θεσμικού πλαισίου δεκαπενταετούς ορίζοντα. Όπως τόνισε, οι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν σημαντικούς κινδύνους, απαιτούν όμως σαφήνεια και προβλεψιμότητα, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότησή τους από τις τράπεζες.

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι μηχανισμοί καθορισμού των gate fees και των τιμών πώλησης ενέργειας πρέπει να είναι διαφανείς και κατανοητοί, ώστε να διευκολύνεται η υλοποίηση έργων μεγάλης κλίμακας. Παράλληλα, ανέδειξε ως κρίσιμο παράγοντα την ανάγκη κοινωνικής αποδοχής, σημειώνοντας ότι χωρίς τη στήριξη των τοπικών κοινωνιών και των δημοτικών αρχών, κανένα μεγάλο έργο διαχείρισης αποβλήτων δεν μπορεί να προχωρήσει απρόσκοπτα.

Κατσιμίχας: Ενεργειακές αυτόνομες μονάδες

Την τεχνική διάσταση των προκλήσεων ανέπτυξε ο Σωτήρης Κατσιμίχας, Technology & Environment Director του Ομίλου AKTOR. Όπως υπογράμμισε, κεντρικός στόχος είναι οι νέες μονάδες επεξεργασίας να λειτουργούν ενεργειακά αυτόνομα, χωρίς απορρόφηση ενέργειας από το δίκτυο. «Προτείνουμε τη μέγιστη αξιοποίηση των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα για τα νέα έργα, με ενσωμάτωση αυτόνομων συστημάτων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, όπως φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες και μονάδες αποθήκευσης ενέργειας», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Κατσιμίχας στάθηκε ιδιαίτερα στο πρόβλημα της διάθεσης του SRF (Solid Recovered Fuel), επισημαίνοντας ότι η σημερινή εξάρτηση από την τσιμεντοβιομηχανία εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη βιωσιμότητα των έργων. «Η Πολιτεία πρέπει να διασφαλίσει τη σταθερή διάθεση του SRF, διευρύνοντας την αγορά με νέες μονάδες καύσης, είτε μέσω των ΦΟΔΣΑ, είτε μέσω ιδιωτικών επενδύσεων με τα κατάλληλα κίνητρα», σημείωσε, προτείνοντας παράλληλα τη δημιουργία νέων μονάδων καύσης ειδικά σχεδιασμένων για την ηλεκτροπαραγωγή και τη μείωση των προδιαγραφών του SRF ώστε να περιοριστεί το κόστος επενδύσεων και λειτουργίας.

Σύμφωνα με τον κ. Κατσιμίχα, η Πολιτεία πρέπει να στηρίξει επιπλέον τη δημιουργία νέων χώρων υγειονομικής ταφής επικίνδυνων αποβλήτων (ΧΥΤΕΑ) για την ασφαλή διάθεση των καταλοίπων καύσης, καθώς και την εξειδίκευση υφιστάμενων ΧΥΤΑ για την παραγωγή βιοαερίου και ενέργειας με σταδιακή επέκταση ανάλογα με τις ποσότητες που θα παράγονται.

Κονταξής: Στροφή προς ένα πιο ευέλικτο και συνεργατικό μοντέλο

Τέλος, στο πλαίσιο της ευρείας συζήτησης για τον εκσυγχρονισμό και την επιτάχυνση των έργων ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων, ο Δημήτρης Κονταξής, επικεφαλής του τομέα Κυκλικής Οικονομίας του ομίλου Motor Oil, παρουσίασε την τοποθέτησή του για τη στροφή προς ένα πιο ευέλικτο και συνεργατικό μοντέλο. Ο κ. Κονταξής επισήμανε ότι η Motor Oil θεωρεί ως καθοριστικό το να ενταχθούν στο μείγμα ενεργειακής μετάβασης και να αξιοποιηθούν οι συναφείς τεχνολογικές και οικονομικές ευκαιρίες που ανοίγονται από την ενσωμάτωση διαφόρων μορφών ανανεώσιμης ενέργειας στις εγκαταστάσεις ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων.

Τόνισε την ανάγκη για μια ισορροπημένη συνεργασία μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ώστε να δημιουργηθεί ένα θεσμικό πλαίσιο που θα εξυπηρετεί τόσο τους τεχνικούς όσο και τους επενδυτικούς στόχους, ενώ παράλληλα θα δίνει έμφαση στην κοινωνική αποδοχή και τη βιωσιμότητα των έργων. Ο κ. Κονταξής πρόσθεσε πως, με την υιοθέτηση καινοτόμων προσεγγίσεων και την ενίσχυση των συνεργασιών, η Motor Oil επιδιώκει να συμβάλει ουσιαστικά στην επιτάχυνση της μετάβασης προς μια πράσινη οικονομία, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα ταχέως εφαρμοσμένων μέτρων σε συνδυασμό με το σχεδιασμό που βασίζεται σε ρεαλιστικές και διαφανείς πολιτικές.

Διαβάστε ακόμη