Σε μία εκτεταμένη αναμόρφωση του τρόπου διαχείρισης των υδάτινων πόρων της χώρας προχωρά η κυβέρνηση, με σκοπό να ξεκαθαρίσει το τοπίο στις αρμοδιότητες και να καταστήσει πιο αποτελεσματική την προστασία και αξιοποίηση των ποταμών και των υδατικών αποθεμάτων. Η νέα απόφαση, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αντικαθιστά την προηγούμενη από το 2010 και επαναπροσδιορίζει το σύστημα διοίκησης των λεκανών απορροής ποταμών σε ολόκληρη τη χώρα.
Με βάση τη νέα ρύθμιση, η Ελλάδα χωρίζεται πλέον σε 47 λεκάνες απορροής ποταμών, οι οποίες κατανέμονται σε 15 υδατικά διαμερίσματα. Ο κάθε ποταμός και οι παραπόταμοί του εντάσσονται πλέον σε μια σαφώς ορισμένη διοικητική αρμοδιότητα, η οποία υπάγεται στις αντίστοιχες Διευθύνσεις Υδάτων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Αυτή η αλλαγή έχει στόχο να διορθώσει το προηγούμενο σύστημα, όπου οι ευθύνες ήταν συχνά κατακερματισμένες μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών, προκαλώντας καθυστερήσεις και συγκρούσεις αρμοδιοτήτων.
Τι αλλάζει
Μέχρι σήμερα, το ποιος είχε την ευθύνη για ένα ποτάμι δεν ήταν πάντα ξεκάθαρο. Σε αρκετές περιπτώσεις, διαφορετικοί φορείς μπλέκονταν μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα χάος διαχείρισης. Πλέον, με τη νέα ρύθμιση, κάθε λεκάνη απορροής ποταμού έχει συγκεκριμένο διαχειριστή, κάτι που, θεωρητικά, θα βοηθήσει στον καλύτερο έλεγχο της ποιότητας του νερού, στην πρόληψη πλημμυρών και στη διαχείριση των αποθεμάτων.
Στην κατανομή των αρμοδιοτήτων στους μεγάλους ποταμούς, αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο Αχελώος (EL0415) διαχειρίζεται από κοινού από τις Διευθύνσεις Υδάτων Δυτικής Ελλάδας και Θεσσαλίας, γεγονός που επιβεβαιώνει τον συντονισμό μεταξύ των δύο περιφερειών για την αξιοποίηση και προστασία του ποταμού. Παρόμοια, ο Μόρνος (EL0421) και ο Εύηνος (EL0420) βρίσκονται υπό τη συναρμοδιότητα της Διεύθυνσης Υδάτων Στερεάς Ελλάδας και Αττικής, λόγω της σημασίας τους για την υδροδότηση της Αθήνας. Ο Αλιάκμονας (EL0902), ο οποίος είναι κρίσιμης σημασίας για τη Θεσσαλονίκη, εποπτεύεται από τις Διευθύνσεις Υδάτων Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, λόγω του ρόλου του στο υδροδοτικό σύστημα της πόλης.
Για τις νησιωτικές περιοχές, η απόφαση εξειδικεύει περαιτέρω τον τρόπο διαχείρισης των υδάτινων αποθεμάτων. Η Κρήτη (EL13) αποκτά πλήρη αυτονομία στη διαχείριση των υδάτων της, με τις λεκάνες απορροής της να επιβλέπονται αποκλειστικά από τη Διεύθυνση Υδάτων Κρήτης. Αυτή η αλλαγή αναμένεται να συμβάλει στη βελτιωμένη εποπτεία των υδατικών πόρων του νησιού, το οποίο διαθέτει διαφορετικά υδρολογικά χαρακτηριστικά ανά περιοχή.
Οι Κυκλάδες (EL1437) και τα Δωδεκάνησα (EL1438), που ανήκαν προηγουμένως σε ευρύτερες κατηγορίες διαχείρισης, πλέον εντάσσονται σε δύο διακριτά διαμερίσματα, με αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Υδάτων Βορείου και Νοτίου Αιγαίου αντίστοιχα. Αυτή η αλλαγή σηματοδοτεί μια πιο στοχευμένη πολιτική διαχείρισης των υδάτινων αποθεμάτων και των έργων υποδομής, λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής.
Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές που προκύπτουν από το ΦΕΚ αφορά τη μεταφορά αρμοδιοτήτων των υδάτινων πόρων σε μικρότερα νησιά. Συγκεκριμένα, η διαχείριση των υδάτινων αποθεμάτων των Σπετσών, της Ύδρας, των Σπετσοπούλων, του Δοκού, των Κυθήρων και των Αντικυθήρων μεταφέρεται πλέον στη Διεύθυνση Υδάτων Αττικής. Αυτό σημαίνει ότι το μοντέλο διαχείρισης αυτών των νησιών εντάσσεται στον σχεδιασμό της Αττικής, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις και τεχνική υποστήριξη για έργα ύδρευσης, υποδομών και προστασίας των υδάτινων αποθεμάτων.
Η νέα αυτή δομή διαχείρισης δεν περιορίζεται μόνο στη διοικητική αναδιάρθρωση, αλλά θέτει και τη βάση για την επόμενη φάση στρατηγικού σχεδιασμού, καθώς η κατανομή των λεκανών απορροής ποταμών θα χρησιμοποιηθεί για τη 3η Αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) και τη 2η Αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (ΣΔΚΠ). Αυτό σημαίνει ότι η διαχείριση των υδάτων στα νησιά και στους μεγάλους ποταμούς της χώρας θα ενταχθεί σε έναν συνολικό σχεδιασμό που θα λαμβάνει υπόψη τόσο τις ανάγκες ύδρευσης όσο και τις περιβαλλοντικές προκλήσεις.
Η απόφαση περιλαμβάνει και τεχνικές λεπτομέρειες για τη χαρτογράφηση των υδάτινων αποθεμάτων, χρησιμοποιώντας θεματικά επίπεδα χωρικής πληροφορίας της Γενικής Διεύθυνσης Υδάτων. Αυτή η προσέγγιση εισάγει για πρώτη φορά έναν ενιαίο μηχανισμό καταγραφής και ελέγχου των υδάτινων διαμερισμάτων, επιτρέποντας ακριβέστερο σχεδιασμό για τη διαχείριση των υδάτων και την προστασία τους από την υπερεκμετάλλευση ή τη ρύπανση.
Η νέα απόφαση δεν περιορίζεται μόνο στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων για τη διαχείριση των ποταμών και των υδατικών διαμερισμάτων, αλλά εισάγει και ένα σύγχρονο ψηφιακό σύστημα παρακολούθησης των υδάτινων αποθεμάτων. Για πρώτη φορά, η χαρτογράφηση των λεκανών απορροής και των υδατικών διαμερισμάτων της χώρας βασίζεται σε θεματικά επίπεδα χωρικής πληροφορίας, τα οποία εκπονήθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Υδάτων. Αυτό σημαίνει ότι ο σχεδιασμός και η διαχείριση των υδάτινων πόρων αποκτούν πλέον έναν ενιαίο και επιστημονικά τεκμηριωμένο μηχανισμό καταγραφής, που βασίζεται σε πραγματικά γεωχωρικά δεδομένα και όχι απλώς σε διοικητικές κατατμήσεις.
Μέχρι σήμερα, η καταγραφή των λεκανών απορροής ποταμών γινόταν με διαφορετικούς τρόπους από διάφορους φορείς, γεγονός που συχνά προκαλούσε σύγχυση ως προς το ποιος έχει την ευθύνη για την προστασία και τη διαχείρισή τους. Με τη νέα απόφαση, τα υδατικά διαμερίσματα και οι λεκάνες απορροής καταγράφονται και αποτυπώνονται ψηφιακά, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα που επιτρέπει την παρακολούθηση των υδάτινων αποθεμάτων σε πραγματικό χρόνο. Η χρήση αυτών των δεδομένων δίνει πλέον τη δυνατότητα για ακριβέστερη ανάλυση των αναγκών ύδρευσης, καλύτερη πρόβλεψη πλημμυρικών φαινομένων και πιο αποτελεσματική διαχείριση της υδατικής επάρκειας.
Αυτό το νέο μοντέλο διαχείρισης ενσωματώνει τη σύγχρονη τεχνολογία στη χάραξη της υδατικής πολιτικής της χώρας. Τα θεματικά επίπεδα χωρικής πληροφορίας επιτρέπουν στις αρχές να χαρτογραφούν τη ροή των υδάτων, τις υδρολογικές μεταβολές και τις περιοχές υψηλού κινδύνου λόγω ξηρασίας ή πλημμυρών. Με τον τρόπο αυτό, οι αποφάσεις για τη διαχείριση των υδάτων δεν λαμβάνονται πλέον αποσπασματικά, αλλά στηρίζονται σε ολοκληρωμένα επιστημονικά δεδομένα που αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές ανάγκες κάθε περιοχής.
Η εφαρμογή αυτού του μοντέλου σηματοδοτεί μια ουσιαστική τομή στην προστασία των υδάτινων πόρων, καθώς επιτρέπει τον έλεγχο της υπεράντλησης, της ρύπανσης και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Το νέο αυτό σύστημα θα αποτελέσει τη βάση για την 3η Αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) και τη 2η Αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (ΣΔΚΠ), τα οποία θα ενσωματώσουν τις νέες τεχνολογίες στην ανάλυση και διαχείριση των υδάτινων αποθεμάτων. Πρόκειται για ένα βήμα που συνδέει τη διαχείριση των υδάτων με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και την Οδηγία 2000/60/ΕΚ, που ορίζει το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των υδατικών πόρων στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διαβάστε ακόμη