Τα ηλεκτρονικά καύσιμα, δηλαδή τα καύσιμα που θα παράγονται από «πράσινο» υδρογόνο και άνθρακα, θα έχουν την ονομασία «e-fuels» και θα αποτελέσουν την εναλλακτική λύση μετά το 2035, όπου θα απαγορευτεί η πώληση καινούργιων συμβατικών αυτοκινήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα e-fuels θα μπορούν να κατασκευαστούν και από γεωργικά απόβλητα ή σε συνδυασμό υδρογόνου με διοξείδιο του άνθρακα. Αυτές οι χημικές αντιδράσεις καθιστούν τα e-fuels κλιματικά ουδέτερα, εφόσον η ηλεκτρική ενέργεια που θα χρησιμοποιούν θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Όμως απαιτούνται μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας για να παραχθεί το τελικό προϊόν.

Τα ηλεκτρονικά καύσιμα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συμβατικούς κινητήρες εσωτερικής καύσης μετά από ειδική προσαρμογή των κινητήρων και θα δώσουν λύσει μετά το 2035. Όμως μια μελέτη από το Forum Ecological and Social Market Economy αναφέρει ότι όλες οι χημικές αντιδράσεις θέλουν τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας. Η ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται από 150 ανεμογεννήτριες θα μπορούσε να τροφοδοτήσει 240.000 ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αλλά μόνο 37.500 κινητήρες εσωτερικής καύσης με ηλεκτρονικά καύσιμα. Σε άλλο σημείο της μελέτης γίνεται λόγος ότι η προσφορά των ηλεκτρονικών καυσίμων θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη και ιδιαίτερα δαπανηρή στην παραγωγή.

Εναλλακτική μεν, ακριβή δε τα e-fuels

Τα e-fuels (ηλεκτρονικά καύσιμα) αποτελούν μια καινοτόμο εναλλακτική στα συμβατικά ορυκτά καύσιμα, παραγόμενα μέσω ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Κατασκευάζονται με τη χρήση ηλεκτρισμού από ΑΠΕ, ο οποίος διασπά το νερό σε υδρογόνο μέσω ηλεκτρόλυσης. Στη συνέχεια, το υδρογόνο συνδυάζεται με διοξείδιο του άνθρακα (CO₂), που μπορεί να προέρχεται από την ατμόσφαιρα ή βιομηχανικές εκπομπές, παράγοντας υγρά ή αέρια καύσιμα όπως συνθετική βενζίνη, diesel και κηροζίνη. Το βασικό τους πλεονέκτημα είναι ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε υφιστάμενες μηχανές εσωτερικής καύσης, καθιστώντας τα μια βιώσιμη λύση για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στις μεταφορές, χωρίς την ανάγκη εκτεταμένων αλλαγών στις υποδομές. Ωστόσο, η παραγωγή τους είναι ακόμη κοστοβόρα και απαιτεί μεγάλες ποσότητες καθαρής ενέργειας, γεγονός που καθυστερεί τη μαζική τους υιοθέτηση.

Διαβάστε ακόμη