Μέχρι το τέλος του έτους αναμένεται να ολοκληρωθεί η διασύνδεση του Ηλεκτρονικού Μητρώου Αποβλήτων (ΗΜΑ) και του Εθνικού Μητρώου Παραγωγών (ΕΜΠΑ) με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) ένα έργο-κλειδί για την αποτελεσματικότερη παρακολούθηση και στήριξη του συστήματος ανακύκλωσης στη χώρα. Η ενέργεια αυτή θα επιτρέψει την αυτόματη διασταύρωση δεδομένων μεταξύ των μητρώων, διευκολύνοντας τον εντοπισμό επιχειρήσεων που παραμένουν αδήλωτες ή δεν καταβάλλουν τις υποχρεωτικές εισφορές τους. Σύμφωνα με πληροφορίες, η τεχνική προετοιμασία έχει ήδη ολοκληρωθεί, ενώ οι διαδικασίες υλοποίησης βρίσκονται σε τελικό στάδιο. Η πρωτοβουλία εντάσσεται στη στρατηγική του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) για την προώθηση της ψηφιοποίησης, με την αναβάθμιση των υφιστάμενων συστημάτων και την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των ηλεκτρονικών μητρώων και βάσεων δεδομένων.
Η υλοποίηση της διασύνδεσης είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Περιβάλλοντος και του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Ανακύκλωσης (ΣΕΠΑΝ). Στόχος του έργου είναι η ενίσχυση της κυκλικής οικονομίας, ενώ η ολοκλήρωσή του θα επιτρέψει στον Ελληνικό Οργανισμό Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ) να πραγματοποιεί πιο στοχευμένους και αποτελεσματικούς ελέγχους. Αυτό αναμένεται να διασφαλίσει τη συμμόρφωση των παραγωγών, να αυξήσει τα έσοδα για τη χρηματοδότηση της ανακύκλωσης και να ενισχύσει τη διαφάνεια, βελτιώνοντας παράλληλα την απόδοση του συστήματος. Σημαντικό είναι, επίσης, ότι αναμένεται να μειωθούν οι οικονομικές επιβαρύνσεις που μετακυλίονται στους δήμους.
Η πρόεδρος του ΣΕΠΑΝ, Λένα Μπέλση, υπογράμμισε την ανάγκη για άμεση δράση: «Ήρθε η ώρα να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη. Πρέπει να ανεβάσουμε ταχύτητες και να κινηθούμε πιο γρήγορα». Παράλληλα, επισήμανε πως ένα διαχρονικό ζήτημα που ταλανίζει τον τομέα της ανακύκλωσης στη χώρα είναι η έλλειψη επαρκών πόρων, η οποία καθιστά απαραίτητη την καλύτερη αξιοποίηση των διαθέσιμων εργαλείων και την εφαρμογή καινοτόμων λύσεων.
Μέλη του ΣΕΠΑΝ επισημαίνουν ότι οι εισφορές που καταβάλλονται για την ανακύκλωση στην Ελλάδα παραμένουν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό το γεγονός έχει οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης του συστήματος ανακύκλωσης, με κύρια αιτία την ανεπαρκή συμμόρφωση των υπόχρεων παραγωγών. Η μη καταγραφή των επιχειρήσεων που δεν καταβάλλουν τις υποχρεωτικές εισφορές έχει δημιουργήσει ένα σοβαρό κενό ελέγχου, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Η αποφυγή των εισφορών από υπόχρεες επιχειρήσεις μεταφέρει το βάρος στους δήμους.
Γιατί θα μειωθούν τα ποσοστά ανακύκλωσης μέχρι το 2026
Η Ελλάδα πρόκειται να αντιμετωπίσει μία νέα σημαντική πρόκληση στον τομέα της ανακύκλωσης μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Σύμφωνα με τον ΣΕΠΑΝ, η προβλεπόμενη μείωση των ποσοστών ανακύκλωσης οφείλεται κυρίως στις αλλαγές που εισάγει η ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με τη διαχείριση και τον υπολογισμό του CLO (Compost-Like Output), δηλαδή του επεξεργασμένου οργανικού κλάσματος που προκύπτει από τα υπολειμματικά ή σύμμεικτα Αστικά Στερεά Απόβλητα (ΑΣΑ). Από το 2026, το CLO δεν θα θεωρείται πλέον ως ανάκτηση, εκτός αν χρησιμοποιείται για συγκεκριμένες εργασίες επίχωσης, όπως η αποκατάσταση λατομείων. Αυτή η νομοθετική αλλαγή σηματοδοτεί τον αποκλεισμό μεγάλων ποσοτήτων οργανικών αποβλήτων από τους υπολογισμούς ανάκτησης, γεγονός που θα οδηγήσει σε εμφανή αλλά και ουσιαστική μείωση των ποσοστών ανακύκλωσης στη χώρα. Η νέα αυτή πρόβλεψη της ευρωπαϊκής νομοθεσίας αναμένεται να δημιουργήσει πιέσεις στην Ελλάδα, υποχρεώνοντας τις αρμόδιες αρχές και τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τις στρατηγικές διαχείρισης αποβλήτων τους. Παράλληλα, υπογραμμίζει την ανάγκη για ενίσχυση των υποδομών και προώθηση πιο αποδοτικών και βιώσιμων πρακτικών διαχείρισης οργανικών αποβλήτων.
Η παραγωγή του CLO συνδέεται επίσης με τη βιολογική του επεξεργασία, η οποία πολλές φορές είναι περιορισμένη ώστε να διατηρεί υψηλό θερμιδικό περιεχόμενο για ενεργειακή αξιοποίηση σε βιομηχανίες, όπως οι τσιμεντοβιομηχανίες. Ωστόσο, αυτή η πρακτική μειώνει τη δυνατότητα άλλων χρήσεων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανάκτηση. Επιπλέον, το οργανικό κλάσμα των Μονάδων Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ) κατευθύνεται ολοένα και περισσότερο στην παραγωγή δευτερογενών καυσίμων, όπως το SRF (Solid Recovered Fuel) και το RDF (Refuse Derived Fuel), ή παραμένει ως υπόλειμμα που οδηγείται σε Χώρους Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ). Παρότι αυτή η στρατηγική μειώνει την ταφή, επηρεάζει αρνητικά τους δείκτες ανακύκλωσης.
Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων έχει μπει στο κάδρο η προώθηση της παραγωγής εναλλακτικών δευτερογενών καυσίμων από Μονάδες Επεξεργασίας Αποβλήτων (ΜΕΑ) και Κέντρα Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ) αποτελεί βασική στρατηγική. Τα υπολείμματα που προκύπτουν από τη διαλογή και την επεξεργασία απορριμμάτων μπορούν να αξιοποιηθούν για την παραγωγή καυσίμων υψηλής ενεργειακής απόδοσης, κατάλληλων για χρήση τόσο σε ενεργοβόρες βιομηχανίες όσο και σε μονάδες παραγωγής ενέργειας, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται
Διαβάστε ακόμη