Η ενεργειακή κρίση που έπληξε την Ευρώπη τη διετία 2021-2022 είχε σοβαρές συνέπειες για τα νοικοκυριά της Ελλάδας, ιδίως για τα πιο ευάλωτα. Η ξαφνική και σημαντική αύξηση των τιμών της ενέργειας ανέδειξε την αδυναμία των χαμηλών εισοδημάτων να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες τους, γεγονός που επιδείνωσε την ενεργειακή φτώχεια. Η ανάλυση του ΚΕΠΕ με τίτλο «Διερεύνηση των επιδράσεων της ενεργειακής κρίσης 2021-2022 στην ενεργειακή ένδεια των ελληνικών νοικοκυριών σε επίπεδο περιφερειών», εστιάζει στις συνέπειες αυτής της κρίσης, αναλύοντας την οικονομική αδυναμία των νοικοκυριών για επαρκή θέρμανση και τις διαφοροποιήσεις των αποτελεσμάτων σε περιφερειακό επίπεδο.
Η ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα
Το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας, δηλαδή της αδυναμίας των νοικοκυριών να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες για θέρμανση, είναι εξαιρετικά έντονο στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, το 2022 το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν είχαν τη δυνατότητα να θερμάνουν ικανοποιητικά τα σπίτια τους ανήλθε στο 19,2% του συνόλου των νοικοκυριών, ενώ για τα φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό αυτό εκτοξεύθηκε στο 39,7%. Οι αυξήσεις στις τιμές ενέργειας κατά τη διάρκεια της κρίσης οδήγησαν σε έναν εκρηκτικό συνδυασμό υψηλού κόστους και περιορισμένων οικονομικών πόρων, με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να αναγκάζονται να προτεραιοποιήσουν άλλες βασικές ανάγκες, όπως η διατροφή και η στέγαση, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις ενεργειακές ανάγκες τους.
Περιφερειακές ανισότητες
Αν και το πρόβλημα είναι πανελλαδικό, οι περιφερειακές διαφορές στην Ελλάδα είναι αξιοσημείωτες. Η Δυτική Ελλάδα ήταν η περιοχή με το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών που παρουσίαζαν οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση, φτάνοντας το 30,3%. Στη συνέχεια ακολουθούν οι περιφέρειες Πελοποννήσου και Αττικής. Όμως, όταν εξετάσουμε τα φτωχά νοικοκυριά, τα ποσοστά είναι ακόμη πιο ανησυχητικά. Στη Δυτική Ελλάδα, σχεδόν το 60% (58,9%) των φτωχών νοικοκυριών δήλωσαν αδυναμία να θερμάνουν τα σπίτια τους. Παρόμοιες υψηλές επιπτώσεις παρατηρήθηκαν σε περιοχές όπως το Νότιο Αιγαίο, η Στερεά Ελλάδα και η Δυτική Μακεδονία, με ποσοστά πάνω από 50% στα φτωχά νοικοκυριά.
Η μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού ενεργειακής φτώχειας σημειώθηκε στη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης του 2020-2021, όταν η περιφέρεια Ιονίων Νήσων επλήγη με αύξηση 14,4 ποσοστιαίων μονάδων. Στα φτωχά νοικοκυριά, η Δυτική Μακεδονία παρουσίασε τη μεγαλύτερη επιδείνωση, με ποσοστό αύξησης 26,9%, ακολουθούμενη από τις περιφέρειες του Νοτίου και Βορείου Αιγαίου και των Ιονίων Νήσων.
Παράγοντες που εντείνουν την ενεργειακή φτώχεια
Η ενεργειακή φτώχεια δεν εξαρτάται μόνο από το εισόδημα και τις τιμές της ενέργειας, αλλά και από άλλους παράγοντες που σχετίζονται με τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά των νοικοκυριών και τις συνθήκες των σπιτιών. Ο αριθμός των μελών της οικογένειας, η πηγή του εισοδήματος, το φύλο και η ηλικία των μελών της οικογένειας, καθώς και τα χαρακτηριστικά της οικίας, όπως η επιφάνεια, το έτος κατασκευής και η ενεργειακή θωράκιση του κτιρίου, παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην ικανότητα των νοικοκυριών να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες.
Επιπλέον, γεωγραφικές και κλιματικές παράμετροι επηρεάζουν την κατανάλωση ενέργειας, με τις περιοχές που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες θέρμανσης να παρουσιάζουν υψηλότερη ενεργειακή φτώχεια. Οι περιοχές με χαμηλότερη πυκνότητα πληθυσμού ή πιο απομονωμένες περιοχές συχνά έχουν πιο περιορισμένη πρόσβαση σε ενεργειακές υποδομές και υψηλότερο κόστος ενέργειας.
Μακροπρόθεσμες στρατηγικές και ανάγκη για δράση
Η ενεργειακή κρίση ανέδειξε τις αδυναμίες των πολιτικών που εστιάζουν κυρίως σε βραχυπρόθεσμα μέτρα ανακούφισης, όπως τα επιδόματα και οι επιδοτήσεις. Αν και αυτές οι πολιτικές είναι αναγκαίες για την άμεση ανακούφιση των ευάλωτων νοικοκυριών, δεν επαρκούν για την εξάλειψη του προβλήματος σε βάθος χρόνου. Επιπλέον, οι δημόσιοι πόροι που διατίθενται για την επιδοματική στήριξη των νοικοκυριών θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν πιο αποτελεσματικά για την εφαρμογή στρατηγικών που θα προσφέρουν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Η στρατηγική αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας πρέπει να είναι πολυδιάστατη και ενταγμένη στην ευρύτερη στρατηγική της πράσινης μετάβασης. Μία τέτοια στρατηγική θα πρέπει να εστιάζει στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, αλλά και στην ενεργειακή αναβάθμιση της χώρας. Αυτό περιλαμβάνει την αναβάθμιση των κτιρίων για να γίνουν πιο ενεργειακά αποδοτικά, τη βελτίωση των ενεργειακών υποδομών και την ενίσχυση της ενημέρωσης και εκπαίδευσης των καταναλωτών για τη σωστή διαχείριση της κατανάλωσης ενέργειας. Επιπλέον, η συμμετοχή των νοικοκυριών σε ενεργειακούς συνεταιρισμούς και η υποστήριξη της αυτοπαραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενδέχεται να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις.
Το γεγονός ότι η ενεργειακή κρίση του 2021-2022 ξεπεράστηκε και ακολούθησε αποκλιμάκωση και σταθεροποίηση των τιμών της ενέργειας δεν θα πρέπει να αποτελεί παράγοντα εφησυχασμού σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο ενεργειακής ένδειας των νοικοκυριών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη, ξαφνική και έντονη άνοδος της εγχώριας χονδρεμπορικής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, εντός του Νοεμβρίου 2024, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού διαφόρων παραγόντων, συνθηκών και γεγονότων που επικράτησαν τόσο στην εγχώρια, όσο και την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.
Διαβάστε ακόμη