Πολλές στρατηγικές για το κλίμα εστιάζουν σε μεγάλο βαθμό στην ενεργειακή απόδοση ως βασική λύση για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2), με ορισμένες προβλέψεις να δείχνουν ότι θα μπορούσε να συμβάλει στο 40% περίπου των αναγκαίων μειώσεων στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα. Η βασική υπόθεση είναι ότι η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης μειώνει την κατανάλωση ενέργειας, η οποία με τη σειρά της μειώνει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, ένας εμπειρογνώμονας προειδοποιεί ότι η υπερβολική στήριξη στην ενεργειακή απόδοση θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος μας λόγω ενός φαινομένου που είναι γνωστό ως το παράδοξο του Jevons.

Ειδικότερα, όπως αναφέρει δημοσίευμα της Wall Street Journal, το παράδοξο του Jevons, που περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1865 από τον Βρετανό οικονομολόγο William Stanley Jevons, υποδηλώνει ότι η βελτίωση της αποδοτικότητας δεν οδηγεί πάντα σε χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας. Αντίθετα, μπορεί να ωθήσει σε μεγαλύτερη κατανάλωση. Αυτό το παράδοξο συμβαίνει επειδή η αυξημένη ενεργειακή απόδοση οδηγεί συχνά σε μεγαλύτερα κέρδη για τις βιομηχανίες, γεγονός που οδηγεί σε περισσότερες επενδύσεις, παραγωγή και τελικά σε μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας για την υποστήριξη αυτών των δραστηριοτήτων. Καθώς οι βιομηχανίες γίνονται πιο αποτελεσματικές, μπορούν να εξάγουν και να καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια από πηγές που προηγουμένως θεωρούνταν πολύ δαπανηρές, όπως το πετρέλαιο από υδραυλική ρωγμάτωση (διαδικασία εξόρυξης φυσικού αερίου ή πετρελαίου που βρίσκεται εγκλωβισμένο σε συμπαγή πετρώματα) ή η αιολική ενέργεια από λιγότερο ευνοϊκές τοποθεσίες (με ασθενέστερους ανέμους). Αυτό μπορεί να τροφοδοτήσει τη δημιουργία περισσότερων μηχανών, οχημάτων και βιομηχανικών διαδικασιών, αυξάνοντας τελικά την παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας.

Συνεχίζει να αυξάνεται η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας

Ενώ είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πώς η αυξημένη αποδοτικότητα μπορεί να μειώσει την κατανάλωση σε ατομικό επίπεδο (όπως η αγορά ενός πιο αποδοτικού αυτοκινήτου), η ευρύτερη οικονομική εικόνα λέει μια διαφορετική ιστορία. Τους τελευταίους δύο αιώνες, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση, η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας συνέχισε να αυξάνεται. Η αποδοτικότητα αποτελεί βασική κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης, γεγονός που επιδεινώνει περαιτέρω το φαινόμενο της ανάκαμψης -όταν η εξοικονόμηση ενέργειας από τις βελτιώσεις της αποδοτικότητας αντισταθμίζεται από την πρόσθετη κατανάλωση που υποκινείται από την εν λόγω εξοικονόμηση.

Το πρόβλημα προκύπτει όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν την ενεργειακή απόδοση ως αυτόνομη λύση για το κλίμα. Χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές συνέπειές της, οι στρατηγικές αυτές μπορεί να αυξήσουν ακούσια τη χρήση ενέργειας. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι τα «οικονομικά φαινόμενα ανάκαμψης» μπορούν να εξανεμίσουν έως και το ήμισυ της αναμενόμενης εξοικονόμησης από τις βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης, καθιστώντας την λιγότερο αποτελεσματική ως στρατηγική μετριασμού των εκπομπών CO2. Η έρευνα του ίδιου του συγγραφέα δείχνει ότι χρειάζονται περίπου έξι χρόνια για να οδηγήσουν οι βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση σε συνολική αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας.

Για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ενώ η ενεργειακή απόδοση είναι σημαντική, δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική στρατηγική για τη μείωση των εκπομπών. Η ενεργειακή απόδοση πρέπει να αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που περιλαμβάνει πολιτικές σχεδιασμένες για την άμεση μείωση των εκπομπών, αντί να βασίζεται αποκλειστικά σε κέρδη απόδοσης που μπορεί να οδηγήσουν ακούσια σε μεγαλύτερη κατανάλωση και υψηλότερες εκπομπές μακροπρόθεσμα.

Διαβάστε ακόμη