Η Ελλάδα έχει καταφέρει την ταχύτερη απαλλαγή από τον άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή παγκοσμίως μέσα σε μια οκταετή περίοδο που καλύπτει μέχρι το 2022, σύμφωνα με την έκθεση Emissions Gap Report 2024 του ΟΗΕ. Πιο συγκεκριμένα, ο ρυθμός πτώσης στη χώρα μας ανήλθε στο 41%, ενώ το 47% του λιγνίτη αντικαταστάθηκε από ενέργεια με μηδενικές εκπομπές άνθρακα, όπως τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά πάρκα.

Στοιχεία από μεμονωμένες χώρες δείχνουν ότι η ταχεία αλλαγή είναι δυνατή, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ. Η Δανία, η Λιθουανία και η Ουρουγουάη, για παράδειγμα, έχουν σημειώσει ταχύτερη αύξηση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας ως ποσοστό της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ό,τι απαιτείται παγκοσμίως για να επιτευχθούν τα κριτήρια αναφοράς για το 2030 που είναι συμβατά με τον 1,5°C. Οι χώρες αυτές υιοθέτησαν έναν συνδυασμό πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων τόσο ρυθμιστικών παρεμβάσεων όσο και κινήτρων, που επέτρεψαν αυτές τις θετικές αλλαγές. Παρομοίως, η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Βραζιλία, η Ινδία και η Γερμανία έχουν εγκαταστήσει σημαντικά ποσά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τα τελευταία χρόνια, τα οποία συλλογικά αποτελούν πάνω από το 60 % της συνολικής ισχύος ανανεώσιμων πηγών ενέργειας το 2023, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA). Με τη σειρά τους, οι εξελίξεις αυτές συνέβαλαν στη βελτίωση των τεχνολογιών και στη μείωση του κόστους. Ταυτόχρονα, αρκετές χώρες έχουν επιτύχει εντυπωσιακές μειώσεις στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα, καταδεικνύοντας ότι είναι δυνατή η ταχεία μετάβαση από αυτά τα ορυκτά καύσιμα.

Μια ανάλυση των πρόσφατων ρυθμών σταδιακής κατάργησης του άνθρακα, για παράδειγμα, διαπιστώνει ότι η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο απομακρύνθηκαν από τον άνθρακα με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι απαιτείται για να επιτευχθούν τα παγκόσμια κριτήρια αναφοράς για το 2030 που είναι συμβατά με τον 1,5°C – από 36% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2022 σε λιγότερο από 4% το 2030. Η Δανία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, το Ισραήλ, η Ρουμανία, η Γερμανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Χιλή παρουσίασαν επίσης απότομη μείωση τα τελευταία χρόνια.

Η Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο

Ωστόσο, η μεγάλη εικόνα δείχνει ότι παρά την ταχεία απομάκρυνση του λιγνίτη, η Ελλάδα εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο.

Μάλιστα, όπως αναφέρει το Green Tank, στη δεύτερη θέση της ηλεκτροπαραγωγής για το εννεάμηνο (για την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024) βρέθηκε το φυσικό αέριο (15.496 GWh), το οποίο ξεπέρασε τα επίπεδα του 2022 απέχοντας μόλις 564 GWh από το ιστορικό υψηλό του εννεαμήνου του 2021 (16.060 GWh), με αύξηση 29,5% σε σχέση με τους πρώτους εννέα μήνες του 2023. Η μεγάλη αύξηση του φυσικού αερίου (+3.526 GWh) και δευτερευόντως των ΑΠΕ (+3.086 GWh), καθώς και οι πολύ μικρότερες αυξήσεις του πετρελαίου (+265 GWh) και των μεγάλων υδροηλεκτρικών (+111 GWh) τους πρώτους εννέα μήνες του 2024 συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2023, αντιστάθμισαν την κατάρρευση των καθαρών εισαγωγών (-3. 588 GWh), την περαιτέρω συρρίκνωση της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής (-964 GWh ή σχεδόν 30% σε ετήσια βάση) αλλά και τη σημαντική αύξηση της ζήτησης (+2.435 GWh ή 5,9%). Επίσης, για πρώτη φορά φέτος, η παραγωγή ΑΠΕ τον Σεπτέμβριο (1.780 GWh) ήταν χαμηλότερη από αυτή του αντίστοιχου μήνα του 2023 (1.926 GWh).

Σημειώνεται ότι, για το εννεάμηνο του 2024 συνολικά, η καθαρή ενέργεια κάλυψε παραπάνω από τη μισή ζήτηση (50,2%), παρά το γεγονός ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα περικόπηκαν 673 GWh που αντιστοιχούν στο 3,4% της παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ. Περαιτέρω, ο Σεπτέμβριος 2024 ήταν ο μήνας με τις περισσότερες -ιστορικά- ώρες χωρίς καμία λιγνιτική μονάδα σε λειτουργία (463 ώρες ή το 64,3% του συνόλου).

Διαβάστε ακόμη