Μεγάλη είναι σήμερα η διαφορά των τιμών των πράσινων ή ανακαισμένων κατοικιών σε Αττική και Αιγαίο σε σχέση με τα παλιά ακίνητα, γεγονός που δείχνει τη διαρκώς αυξανόμενη σημασία της ενεργειακής κλάσης στις επιλογές των αγοραστών. Αντίθετα, στη Θεσσαλονίκη, οι τιμές των παλαιών και νέων ακινήτων διατηρούνται σε πιο κοντινά επίπεδα, κυρίως λόγω της περιορισμένης προσφοράς νεόδμητων κατοικιών.

Τα νησιά του Αιγαίου διαθέτουν σήμερα τις ακριβότερες κατοικίες προς πώληση, με τη μέση ζητούμενη τιμή να ανέρχεται, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Spitogatos, στα 3.348 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Τα νεόδμητα σπίτια ή τα πρόσφατα ανακαινισμένα έχουν μια διαφορά της τάξεως των 2.499 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο από τα παλιά ακίνητα, γεγονός που τα καθιστά 125% ακριβότερα. Η μεγάλη διαφορά στις τιμές οφείλεται κυρίως στην αυξημένη ανοικοδόμηση εξοχικών κατοικιών στα νησιά τα τελευταία χρόνια. Η ζήτηση από το εξωτερικό για αγορά ελληνικών ακινήτων έχει εκτοξευτεί, ενισχύοντας την ανάπτυξη νέων ακινήτων, ενώ το παλαιότερο απόθεμα κατοικιών, το οποίο δεν ανταποκρίνεται πλέον στις σύγχρονες προτιμήσεις των αγοραστών, παραμένει λιγότερο ελκυστικό και λιγότερο ακριβό.

Αντίστοιχη εικόνα υπάρχει και στην Αττική, καθώς τα «πράσινα» σπίτια είναι κατά 101,5% ακριβότερα από τις μη ανακαινισμένες κατοικίες. Με τους υποψήφιους αγοραστές να πρέπει να πληρώσουν παραπάνω 2.213 ευρώ το τ.μ. αν θέλουν να αποκτήσουν ένα σπίτι υψηλής ενεργειακής κλάσης. Όπως αναφέρουν τα στοιχεία του Spitogatos.gr στα Νότια Προάστια της Αθήνας συγκεντρώνεται πάνω από το 40% των διαθέσιμων προς πώληση κατοικιών υψηλής ενεργειακής κλάσης, λόγω του ότι έχουν γίνει πολλές νέες οικοδομές και ανακαινίσεις, ενώ ακολουθούν τα Βόρεια Προάστια και το κέντρο. Οι κατοικίες μεσαίας ενεργειακής κλάσης κατανέμονται πιο ομοιόμορφα σε Νότια, Βόρεια Προάστια και το κέντρο, με μικρότερες προσφορές στα Δυτικά και Ανατολικά Προάστια. Το 50% των κατοικιών χαμηλής ενεργειακής κλάσης βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, ενώ ακολουθούν τα Νότια και Δυτικά Προάστια.

Με διαφορά η υψηλότερη τιμή στα σπίτια υψηλής ενεργειακής κλάσης, δηλαδή A+, A, B+, B, εντοπίζεται στα Νότια Προάστια της Αθήνας με το μέσο κόστος τους να ανέρχεται στα 4.636 ευρώ/τ.μ., ενώ η χαμηλότερη στα Ανατολικά Προάστια. Συγκεκριμένα, στα Ανατολικά οι τιμές είναι στα 2.800 ευρώ/τ.μ., όπου και σημειώνεται και η μεγαλύτερη αύξηση τιμής από το 2021 μέχρι σήμερα (52,4%). Σε επίπεδο ετήσιας μεταβολής, η μεγαλύτερη αύξηση μέσης ζητούμενης τιμής πώλησης κατοικίας με υψηλή ενεργειακή κλάση σε σχέση με το 2023 σημειώθηκε στο κέντρο της Αθήνας (19,9%)

Στις κατοικίες μεσαίας ενεργειακής κλάσης (C, D, E) η υψηλότερη μέση ζητούμενη τιμή πώλησης εντοπίζεται και πάλι στα Νότια Προάστια (3.133 ευρώ/τ.μ.) και η χαμηλότερη στα Δυτικά Προάστια, όπου επίσης σημειώθηκε και η μεγαλύτερη αύξηση τιμής σε σύγκριση με το 2021 (28,3%) αλλά και την προηγούμενη χρονιά (10,7%).

Σε ό,τι αφορά την αγορά κατοικίας χαμηλής ενεργειακής κλάσης (F, G) στην Αθήνα και τα Προάστια, η χαμηλότερη μέση ζητούμενη τιμή πώλησης (1.429 ευρώ/τ.μ.) καταγράφεται στα Δυτικά Προάστια, ενώ η υψηλότερη τιμή παρατηρείται στα Βόρεια Προάστια (2.514 ευρώ/τ.μ.). Από το 2021 μέχρι σήμερα, υψηλή αύξηση (29,9%) σημειώνεται στη μέση ζητούμενη τιμή πώλησης κατοικιών χαμηλής ενεργειακής κλάσης στα Δυτικά Προάστια, ενώ σε επίπεδο ετήσιας μεταβολής τιμών, άνοδος της τάξης του 11,1% σημειώθηκε το τελευταίο έτος στα Ανατολικά Προάστια αλλά και το κέντρο της Αθήνας για κατοικίες χαμηλής ενεργειακής απόδοσης.

Τελείως διαφορετική είναι η εικόνα που υπάρχει στη Θεσσαλονίκη καθώς η απόκλιση των τιμών μεταξύ πράσινων ακινήτων και παλιών ανέρχεται στα 583 ευρώ το τ.μ., μια διαφορά που είναι μόλις της τάξεως του 30,4%. Αυτό δείχνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό των αγοραστών πληρώνει «χρυσά» ακόμη και τα παλιά ακίνητα.  Η Θεσσαλονίκη  σήμερα διαθέτει ένα αρκετά μεγάλο απόθεμα παλαιών κατοικιών, με πολλές από αυτές να έχουν κατασκευαστεί τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, περίπου το 55-60% των ακινήτων στην πόλη είναι ηλικίας άνω των 40 ετών, ενώ οι νεότερες κατασκευές (μετά το 2000) αποτελούν ένα μικρότερο ποσοστό. Η εικόνα αυτή ωθεί τις τιμές των ανακαινισμένων κατοικιών σε υψηλότερα επίπεδα, ειδικά σε κεντρικές περιοχές της πόλης, ενώ οι νεόδμητες κατασκευές συνήθως περιορίζονται στα προάστια και σε αναπτυσσόμενες συνοικίες.

Τα κτίρια σήμερα αποτελούν ενδεχομένως τον κρισιμότερο τομέα για την επίτευξη των στόχων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης. Οι κτιριακές υποδομές ευθύνονται εξάλλου για περίπου το 40% της κατανάλωσης ενέργειας, συνεισφέροντας περισσότερο από το ένα τρίτο των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

Ήδη, η κυβέρνηση προωθεί σημαντικά προγράμματα για να αναβαθμίσει ενεργειακά το εξαιρετικά παλαιωμένο απόθεμα που διαθέτει η χώρα. Στο πλαίσιο αυτό,  θα «τρέξει»  το νέο πρόγραμμα «Αναβαθμίζω το σπίτι μου», από τον Ιανουάριο του 2025, το οποίο περιλαμβάνει άτοκα δάνεια μέχρι και 25.000 ευρώ, για ανακαινίσεις οικίας χωρίς εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και άλλες υποχρεώσεις για 20.000 ιδιοκτήτες ακινήτων. Ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος θα είναι 400 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 300 εκατ. ευρώ θα καλυφθούν από το κομμάτι των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και 100 εκατ. ευρώ θα είναι το ποσό με το οποίο θα συμμετέχουν οι εμπορικές τράπεζες. Τα δάνεια θα είναι από 5.000 μέχρι και 25.000 ευρώ με επιδοτούμενους τόκους και θα έχουν διάρκεια από 3 μέχρι και 7 χρόνια.

Ακόμη, το πρόγραμμα «Ανακαινίζω – Ενοικιάζω» γίνεται ελκυστικότερο για τους ιδιοκτήτες κενών ακινήτων, καθώς στόχος είναι η επιδότηση επισκευής ή ανακαίνισης 12.500 κατοικιών έως 100 τετραγωνικών, οι οποίες έχουν μείνει κενές την τελευταία τριετία.

Συγκεκριμένα αυξάνεται το όριο των δαπανών που μπορούν να κάνουν οι ιδιοκτήτες προκειμένου να πάρουν την επιδότηση και ανεβαίνει στις 13.330 ευρώ από 10.000 ευρώ. Βεβαίως αυξάνεται και η επιδότηση έως 8.000 ευρώ από τις 4.000 ευρώ στο προηγούμενο πρόγραμμα, ενώ το ποσοστό της επιδότησης είναι στο 60% από 40% πριν. Οι προϋποθέσεις είναι το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα να είναι έως 40.000 ευρώ και η ακίνητη περιουσία του ιδιοκτήτη της κενής κατοικίας να είναι έως 300.000 ευρώ. Παράλληλα, έρχεται και το «Εξοικονομώ 2024» φέρνοντας σημαντικές καινοτομίες και κίνητρα για την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών.

Διαβάστε ακόμη