Το ΕΣΕΚ, αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία για την Ελλάδα, να γίνουμε μια χώρα ενεργειακά ανεξάρτητη και να πραγματοποιηθεί η πράσινη μετάβαση με το μικρότερο δυνατό κόστος, ήταν το κεντρικό μήνυμα του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρου Σκυλακάκη κατά την παρουσίαση του ΕΣΕΚ στη κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών της Βουλής, σήμερα Τετάρτη, 16 Οκτωβρίου.

Δώσαμε πολύ υψηλές επιδοτήσεις στο παρελθόν, τις οποίες τώρα πληρώνουμε, ένα ποσό περίπου 800 εκατ. ευρώ, λίγο παραπάνω, πληρώνουμε κάθε χρόνο για τις παλαιότερες επιδοτήσεις. Δεν απολαμβάνουν οι καταναλωτές όλα τα πλεονεκτήματα των ΑΠΕ εξαιτίας των παλιών επιδοτήσεων, τόνισε ο υπουργός.

Το ΕΣΕΚ δεν αφορά μόνο αυτή την κυβέρνηση, αλλά πολλές κυβερνήσεις που θα έρθουν τα επόμενα χρόνια, καθώς θεωρώ ότι σχεδόν το σύνολο της αίθουσας είναι δεσμευμένο στην πράσινη μετάβαση, η οποία είναι αναγκαστική από πλευράς ευρωπαϊκών κανόνων, καθώς και συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ. Είναι επίσης κομμάτι της βασικής ατζέντας των κομμάτων που διακυβέρνησαν τη χώρα μέχρι σήμερα, ξεκίνησε την ομιλία του ο κ. Σκυλακάκης.

«Η προσπάθειά μας σε αυτό το ΕΣΕΚ είναι να είμαστε όσο πιο ρεαλιστές γίνεται, ώστε να μειώσουμε το κόστος αυτής της μετάβασης και να λειτουργήσει όσο το δυνατόν πιο θετικά για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη όλες τις προκλήσεις που γνωρίζουμε ότι θα έρθουν, αλλά δεν γνωρίζουμε ούτε το χρόνο ούτε τον τύπο ούτε τη συχνότητα λόγω της κλιματικής κρίσης».

Ο Daniel μας δείχνει ότι ζούμε σε ένα καινούργιο κλίμα για το οποίο δεν έχουμε πραγματικά στατιστικά στοιχεία για το πώς θα εξελιχθεί. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι αυτό το νέο κλίμα θα χειροτερεύει από πλευράς φαινομένων, τουλάχιστον για τα επόμενα 30-40 χρόνια. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι αθροιστικό, το CO2, που προσπαθούμε να μειώσουμε με το νέο ΕΣΕΚ, μένει 100 χρόνια στην ατμόσφαιρα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε μείωση επιτύχουμε είναι μικρότερη από τις ποσότητες που απελευθερώνονταν πριν από 100 χρόνια. Ακόμα δεν έχουμε πετύχει κάποια μείωση, τόνισε ο υπουργός και συνέχισε λέγοντας πως το 1925 η παγκόσμια οικονομία ήταν πολύ μικρότερη από σήμερα, είχε λιγότερους ρύπους. Ακόμα και αν μειώσουμε τους ρύπους σε 3-5 χρόνια, αυτή η πραγματική μείωση δεν θα έρθει, γιατί θα πρέπει να φτάσουμε σε τέτοια μείωση ώστε να ισοδυναμεί με τις ποσότητες που εισέρχονταν πριν έναν αιώνα. Αυτές οι επιβαρύνσεις, όπως του Daniel ( 2% του ΑΕΠ), θα συνεχίζονται και δεν θα γνωρίζουμε τι πώς και πότε θα έρχονται, δεν θα μπορούμε να τις προβλέπουμε.

Ταυτόχρονα με τις τεράστιες επενδύσεις, πρέπει να κάνουμε και επενδύσεις στην πρόβλεψη των φαινομένων και να πληρώνουμε και τις καταστροφές, που δεν θα προλαβαίνουμε λόγω μεγέθους ή απρόβλεπτου. Η άσκηση απαιτεί απόλυτο ρεαλισμό και πολύ αυστηρή προσέγγιση από πλευράς των σχεδιαστών για το πώς θα χρηματοδοτηθεί αυτή η προσπάθεια, ακριβώς γιατί η χρηματοδότηση αυτής της προσπάθειας θα γίνεται σε ένα καθεστώς σπανιότητας δημοσιονομικών πόρων., ανέφερε ο κ. Σκυλακάκης.

Για την Ελλάδα, αυτό το ΕΣΕΚ αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία, πέρα από τις δυσκολίες. Να γίνουμε μια χώρα ενεργειακά εθνικά ανεξάρτητη, τόνισε.

Τα ορυκτά καύσιμα οδήγησαν εδώ και από τις αρχές του περασμένου αιώνα σε μια διαρκή και αυξημένη εξάρτηση της χώρας από την εισαγόμενη ενέργεια, από παγκόσμια καρτέλ, τις χώρες που παράγουν πετρέλαιο. Η Ελλάδα είναι ενεργειακά εξαρτημένη χώρα, μια χώρα που πληρώνει πολύ ακριβά για να εισάγει ενέργεια και που δεν παράγει αρκετή ενέργεια. Ακόμα και με τον λιγνίτη, που ήταν εγχώριο καύσιμο, αυτή η παραγωγή κάλυπτε μόνο ένα μεγάλο κομμάτι της ηλεκτρικής μας κατανάλωσης. Η υπόλοιπη που αφορούσε θέρμανση και μεταφορές, και κομμάτι της βιομηχανίας, ήταν όλη εισαγόμενη, πετρέλαιο.

Πώς θα γίνει αυτή η ενεργειακή ανεξαρτησία; Το κλειδί είναι να δημιουργήσουμε ένα πολύ μεγάλο στόλο από ΑΠΕ, και αυτό περιγράφει αυτό το ΕΣΕΚ, που θα μας οδηγήσει σε πολύ χαμηλές τιμές, σε μεγάλες εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας και σε σταδιακή υποκατάσταση του πετρελαίου, καθώς ο ηλεκτρισμός θα υποκαθιστά το πετρέλαιο στις μεταφορές με ηλεκτροκίνηση, στη θέρμανση με αντλίες θερμότητας και στη βιομηχανία. Αυτή η υποκατάσταση θα μας επιτρέψει να γίνουμε καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας, να έχουμε μόνιμα πολύ χαμηλές τιμές ενέργειας και ένα πιο υγιές εξωτερικό ισοζύγιο, είπε ο κ. Σκυλακάκης.

Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε πως προβλέπεται μια αύξηση από τα 22 περίπου στα 28 γιγαβάτ το 2025 σε συνολική εγκατεστημένη ισχύ, εκ των οποίων η μεγάλη αύξηση θα είναι σε ΑΠΕ, ενώ θα έχουμε μείωση στους λιγνίτες. Για το 2030, προβλέπουμε από τα 22 γιγαβάτ του 2022 στα 36 γιγαβάτ συνολικής εγκατεστημένης ισχύος, και από τα 5 γιγαβάτ φωτοβολταϊκών στα 13,5 το 2030, και από τα περίπου 5 γιγαβάτ στα 9 γιγαβάτ αιολικών.

«Οι ΑΠΕ θα δημιουργήσουν πολύ χαμηλές τιμές, αλλά και πολύ υψηλή μεταβλητότητα κατά καιρούς στις τιμές. Αυτό δεν θα αφορά μόνο την ημέρα ή την εποχή, αλλά και περιόδους επενδυτικών κύκλων. Οι ΑΠΕ έχουν πολύ υψηλό αρχικό κόστος επένδυσης και σχεδόν μηδενικό οριακό κόστος λειτουργίας, δηλαδή κάνεις την επένδυση όταν πληρώσεις τα δάνεια και πάρεις πίσω την απόσβεση. Μετά, σε συμφέρει να μπαίνεις με μερικά σεντς να πουλήσεις, γιατί ακόμα και με αυτά θα βγάζεις χρήματα»

Ταυτόχρονα, αν όλο αυτό γίνεται μαζικά, αυτό θα πιέζει προς τα κάτω τις τιμές και θα οδηγεί σε περιόδους που θα σταματούν οι επενδύσεις λόγω χαμηλών τιμών. Θα ξανανεβαίνουν μετά οι τιμές και θα επανερχόμαστε σε νέο κύκλο για ΑΠΕ»

Το μεγαλυτερο προβλημα, λοιπόν θα είναι οι βίαοι επενδυτικοί κύκλοι των ΑΠΕ, και στόχος μας να γίνουν λιγότερο βίαοι, τόνισε ο υπουργός.

Αυτή η διαδικασία απαιτεί και από μας να παρακολουθούμε και να συγκρατούμε σε κάποια περίοδο τις επενδύσεις, για να μην δημιουργηθεί ακραίος κύκλος που θα διαλύσει τους επενδυτές.

Πώς θα μειώσουμε τις ακρότητες, σύμφωνα με τον κ. Σκυλακάκη

Η ζήτηση στην ηλεκτρική ενέργεια από φωτοβολταϊκά είναι από 3,5-4 μέχρι 10-11 γιγαβάτ και ήδη έχουμε 8,5 εγκατεστημένα, και σε 3 χρόνια θα έχουμε 14 γιγαβάτ στα φωτοβολταϊκά με μέγιστη ζήτηση 10,5. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε αυτόν τον σχεδιασμό και να έχουμε εργαλεία για να μειώσουμε τις ακρότητες με:

  1. Αποθήκευση (αντλησιοταμίευση, μπαταρίες)
  2. Το τέλος των επιδοτήσεων στην αποθήκευση
  3. Τη διαχείριση της ζήτησης. Να μεταφέρεις τη ζήτηση όσο μπορείς από την ώρα που οι τιμές είναι ακριβές στην ώρα που οι τιμές είναι φθηνές ή εκεί που «πετάς» ενέργεια, για να δώσεις φθηνότερη ενέργεια στον καταναλωτή. Αυτό αφορά τους έξυπνους μετρητές, αφορά τις επιχειρήσεις και αφορά λιγότερο τα νοικοκυριά, αλλά με τον καιρό θα τα αφορά παραπάνω.

Είπε, επίσης, πως η μαζική είσοδος των ΑΠΕ έχει, συνεπώς, δύσκολα υποκεφάλαια. Έχει και πτυχές πολύ δύσκολες κατά τις περιόδους με τα σκαμπανεβάσματα, εξ ου και οι διασυνδέσεις που μειώνουν τη στοχαστικότητα του συστήματος. Το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο, δεν είναι μόνο η μείωση CO2, καθώς η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη μείωση από τους στόχους που της έχουν τεθεί για το CO2, αλλά η πραγματοποίηση αυτής της μετάβασης με το μικρότερο δυνατό κόστος, καθώς δεν θα έχουμε την πολυτέλεια που είχαμε τις προηγούμενες δύο δεκαετίες με τις μεγάλες ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Σχετικά με το μέγεθος των επενδύσεων που πρέπει να κάνουμε, οι επιδοτήσεις θα είναι πολύ μικρότερες, ενώ δημοσιονομικά θα επηρεαζόμαστε από την κλιματική κρίση και τους ευρωπαϊκούς κανόνες.

Συνεπώς, αυτό το ΕΣΕΚ, το οποίο θα διαχειριστούν πολλές κυβερνήσεις τις επόμενες 2,5 δεκαετίες, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικό και όσο πιο συνετό γίνεται. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί σε ένα τόσο ρευστό περιβάλλον με τις συνεχείς αλλαγές ότι δεν θα κάνουμε λάθη. Πρέπει να προσπαθήσουμε ώστε τα λάθη να είναι μικρά και λίγα, και να καταλήξουμε σε έναν στόχο που αποτελεί όνειρο για την ελληνική κοινωνία και οικονομία: να παρέχουμε ενέργεια και να έχουμε μια ισχυρή κοινωνία και βιομηχανία από πλευράς ενεργειακής αυτάρκειας, κάτι που ποτέ δεν είχε το σύγχρονο ελληνικό κράτος, κατέληξε ο κ. Σκυλακάκης.

Διαβάστε ακόμη