Τον Ιούνιο η ένταση άνθρακα (245 γρ. CO2/kWh) αυξήθηκε σε σχέση με τον Μάιο, εξαιτίας της αύξησης της χρήσης των ορυκτών καυσίμων, σύμφωνα με το το νέο μηνιαίο δελτίο του Green Tank.

Ωστόσο, η πρόοδος που έχει συντελεστεί συνολικά ήδη φαίνεται από τη μεγάλη μείωση της έντασης άνθρακα την τελευταία δεκαετία. Από το 2013 -έτος έναρξης της τρίτης φάσης του ΣΕΔΕ, κατά την οποία σταμάτησαν να παραχωρούνται δωρεάν δικαιώματα εκπομπών άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή- έως και το 2019, η ένταση άνθρακα κυμαινόταν πάνω από τα 500 γρ CO2/kWh. Η υψηλότερη μέση ετήσια ένταση άνθρακα της τελευταίας δεκαετίας σημειώθηκε το 2014 (875 γρ. CO2/kWh). Ωστόσο, 10 χρόνια αργότερα, το 2023, η ένταση άνθρακα σχεδόν υποτριπλασιάστηκε για να φτάσει τα 315 γρ. CO2/kWh. Τη μεγαλύτερη συνεισφορά σε αυτή τη μείωση των εκπομπών έχει η πτώση της παραγωγής από λιγνίτη κατά 80.6% μεταξύ 2013 και 2023.

Η πρόοδος συνεχίζεται και το 2024, καθώς το πρώτο εξάμηνο η μέση ένταση άνθρακα μειώθηκε περαιτέρω στα 262 γρ. CO2/kWh. Τον Ιούνιο η ένταση άνθρακα (245 γρ. CO2/kWh) αυξήθηκε σε σχέση με τον Μάιο, εξαιτίας της αύξησης της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Ο Μάιος, ειδικότερα, ήταν ο μήνας με τη χαμηλότερη μηνιαία ένταση άνθρακα (228 γρ. CO2/kWh), καθώς συνοδεύτηκε από ιστορικό χαμηλό μηνιαίας λιγνιτικής παραγωγής (50 GWh). Η δεύτερη χαμηλότερη μηνιαία ένταση άνθρακα σημειώθηκε τον Απρίλιο (236 γρ. CO2/kWh).

Οι εκπομπές το 2024 θα μπορούσαν να μειωθούν ακόμα περισσότερο εάν είχαν αποφευχθεί οι περικοπές ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και η αντίστοιχη ποσότητα ενέργειας διοχετευόταν για να περιορίσει την παραγωγή μονάδων αερίου. Συνολικά μέχρι τον Ιούνιο περικόπηκαν 494 GWh (49 τον Μάρτιο, 259 τον Απρίλιο, 122 τον Μάιο και 64 τον Ιούνιο). Λαμβάνοντας υπόψιν την ένταση άνθρακα των μηνών αυτών, θα μπορούσαν να έχουν εκπεμφθεί 119 χιλιάδες τόνοι διοξειδίου του άνθρακα λιγότεροι, όσες και οι εκπομπές του πετρελαϊκού σταθμού στα Χανιά.

Τον Ιούνιο οι εκπομπές των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής ξεπέρασαν τους 1 εκατ. τόνους (1.25 εκατ. τόνοι), έπειτα από δύο συνεχόμενους μήνες που είχαν διατηρηθεί κάτω από 1. Συνολικά, το πρώτο εξάμηνο του 2024 εκτιμάται ότι εκπέμφθηκαν 6.74 εκατ. τόνοι CO2 για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Οι εκπομπές των μονάδων ορυκτού αερίου ξεπέρασαν για πρώτη φορά το 50% των συνολικών εκπομπών της χώρας (3.48 εκατ. τόνοι ή 51.6%) καθώς και τις αντίστοιχες των λιγνιτικών μονάδων (2.07 εκατ. τόνοι ή 30.7%). Πολύ μικρότερο ήταν το μερίδιο των πετρελαϊκών μονάδων (1.19 εκατ. τόνοι ή 17.7%).

Οι εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής μειώθηκαν μόνο κατά 0.18 εκατ. τόνους (-2.6%) το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2023. Η μικρή μείωση οφείλεται κυρίως στην αύξηση της χρήσης του ορυκτού αερίου που υπερκέρασε την πτώση των εκπομπών από τη μείωση του λιγνίτη. Οι εκπομπές των μονάδων αερίου αυξήθηκαν κατά 0.83 εκατ. τόνους (ή +31.1%), λόγω της αντίστοιχης αύξησης της ηλεκτροπαραγωγής κατά 36.9% στο πρώτο εξάμηνο του 2024. Αντίθετα, οι εκπομπές των λιγνιτικών μονάδων μειώθηκαν (-1.02 εκατ. τόνους ή -33%) ως αποτέλεσμα της μειωμένης ηλεκτροπαραγωγής από λιγνιτικές μονάδες κατά 30%. Τέλος, σχεδόν ισόποσες με το εξάμηνο του 2023 εμφανίστηκαν οι εκπομπές από τις μονάδες πετρελαίου (+0.01 εκατ. τόνοι ή +1.1%).

Μεγαλύτερη ήταν η μείωση στις συνολικές εκπομπές του πρώτου εξαμήνου του 2024 συγκριτικά με τον μέσο όρο της πενταετίας (-3 εκατ. τόνους ή -30.8%). Η μείωση προήλθε από δύο μόνο καύσιμα, με μεγαλύτερη αυτή από τον λιγνίτη (-3.04 εκατ. τόνοι ή -59.5%). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχή της πενταετίας (2019) οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες (9.34 εκατ. τόνοι) ήταν παραπάνω από τετραπλάσιες σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2024. Ακολούθησε σε μείωση το πετρέλαιο (-0.17 εκατ. τόνοι ή -13.5%), ενώ στο ορυκτό αέριο καταγράφηκε μικρή αύξηση (+0.22 εκατ. τόνοι ή +6.6%).

Σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των εκπομπών στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, ο λιγνιτικός ατμοηλεκτρικός σταθμός (ΑΗΣ) του Αγίου Δημητρίου διατήρησε την 1η θέση και κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, με εκπομπές 1.45 εκατ. τόνους (70% των εκπομπών από τις λιγνιτικές μονάδες). Τους πρώτους πέντε μήνες του 2024 λειτούργησαν οι τρεις από τις πέντε μονάδες του (III-V), αυτές που καλύπτουν την τηλεθέρμανση της πόλης της Κοζάνης, ενώ τον Ιούνιο λειτούργησε μόνο η μονάδα ΙΙΙ με μικρή παραγωγή (19.3 GWh).

Η Πτολεμαΐδα 5 βρέθηκε στην τρίτη θέση με 0.51 εκατ. τόνους, με συνολική παραγωγή το πρώτο εξάμηνο 514 GWh. Ο τρίτος λιγνιτικός σταθμός, δηλαδή ο ΑΗΣ Μελίτης βρέθηκε στην 19η θέση με 0.09 εκατ. τόνους. Το Ιούνιο λειτούργησε για πρώτη φορά για το 2024 και ο ΑΗΣ Μεγαλόπολη IV, με πολύ μικρή παραγωγή μόλις 9 GWh.

Στη 2η θέση ανέβηκε η μονάδα ορυκτού αερίου Άγιος Νικόλαος ΙΙ (0.57 εκατ. τόνοι), ενώ στην 4η η Μεγαλόπολη V (0.48 εκατ. τόνοι). Στις θέσεις πέντε έως δέκα της κατάταξης βρέθηκαν άλλοι 6 σταθμοί ορυκτού αερίου, ενώ συνολικά οι μονάδες με καύσιμο το ορυκτό αέριο ξεπέρασαν το 60% (62.7%) των εκπομπών από τις θερμικές μονάδες του διασυνδεδεμένου δικτύου της χώρας (λιγνίτης και ορυκτό αέριο μαζί).

Στα Μη Διασυνδεμένα Νησιά, τις πρώτες τρεις θέσεις σε εκπομπές καταλαμβάνουν οι πετρελαϊκοί σταθμοί που βρίσκονται στην Κρήτη (Αθερινόλακκος, Λινοπεράματα και Χανιά), με εκπομπές 0.28, 0.21 και 0.11 εκατ. τόνους αντίστοιχα το πρώτο εξάμηνο του 2024. Οι τρεις αυτοί σταθμοί, που είναι αθροιστικά υπεύθυνοι για το 51% των συνολικών εκπομπών στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, βρέθηκαν στην 11η, 13η και 15η θέση αντίστοιχα στη γενική κατάταξη όλων των θερμικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της χώρας ως προς τις εκπομπές τους.

Η ΔΕΗ έχει πραγματοποιήσει μεγάλη πρόοδο τα τελευταία δύο χρόνια σε ό,τι αφορά τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τις θερμικές της μονάδες. Συγκεκριμένα, το 2022 κατόρθωσε να περιορίσει τις εκπομπές της στους 14.94 εκατ. τόνους, 35% λιγότερους από τα αντίστοιχα επίπεδα του 2019 (23.09 εκατ. τόνους). Το 2023 η μείωση σε σχέση με το 2019 ξεπέρασε το 50% (-50.3%), καθώς αθροιστικά όλες οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ εκτιμάται ότι εξέπεμψαν 11.47 εκατ. τόνους [2].

Η ΔΕΗ δείχνει να παραμένει προσηλωμένη στη δραστική μείωση του ανθρακικού της αποτυπώματος. Συγκεκριμένα, στο νέο στρατηγικό επιχειρησιακό της σχέδιο για την τριετία 2024 – 2026, το οποίο παρουσίασε τον Ιανουάριο του 2024 στο Capital Markets Day στο Λονδίνο, δεσμεύτηκε να περιορίσει το 2026 τις εκπομπές από τις θερμικές της μονάδες στους 5.9 εκατ. τόνους, μια μείωση της τάξης του 75% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019.

Θεωρώντας ότι η μείωση των εκπομπών από τους 11.47 εκατ. τόνους το 2023 στους 5.9 εκατ. τόνους το 2026 θα είναι γραμμική, μπορεί να γίνει εκτίμηση των ετήσιων προϋπολογισμών άνθρακα της ΔΕΗ για κάθε έτος της τριετίας 2024-2026. Με αυτή την παραδοχή, ο διαθέσιμος προϋπολογισμός για το 2024 ανέρχεται σε 9.61 εκατ. τόνους.

Κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ εξέπεμψαν 4.49 εκατ. τόνους, καταγράφοντας μείωση 15.3% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2023. Η μείωση αυτή είναι σχεδόν εξαπλάσια από την αντίστοιχη ποσοστιαία μείωση που σημειώθηκε στις εκπομπές όλων των θερμικών μονάδων της χώρας μαζί (-2.6%). Συνεπώς, ο εναπομένων προϋπολογισμός άνθρακα της ΔΕΗ για το δεύτερο μισό του 2024 είναι 5.12 εκατ. τόνοι, δηλαδή το 53.3% του συνολικού προϋπολογισμού άνθρακα του έτους. Με βάση τις κλιματικές επιδόσεις του πρώτου εξαμήνου, η ΔΕΗ βρίσκεται εντός της τροχιάς επίτευξης του στόχου.

Διαβάστε ακόμη