Η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ (Green Deal) αντιμετωπίζει μια σημαντική πρόκληση: την επιτάχυνση της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές στα κτίρια και τις μεταφορές με ταυτόχρονη άμβλυνση της οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών, σύμφωνα με δημοσίευμα του Euractiv.

Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών ΙΙ (ETS II) αποτελεί κεντρικό στοιχείο της Πράσινης Συμφωνίας. Στοχεύει στην εσωτερίκευση του κόστους των εκπομπών CO2 στα καύσιμα θέρμανσης και μεταφορών, ωθώντας τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις προς καθαρότερες εναλλακτικές λύσεις. Η επιτυχία του ETS II είναι εμφανής στον τομέα της ενέργειας, όπου τα καθιερωμένα συστήματα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έχουν μειώσει σημαντικά τις εκπομπές. Ωστόσο, η άμεση εφαρμογή του ETS II στα κτίρια και τις μεταφορές εγείρει ανησυχίες σχετικά με την οικονομική προσιτότητα, προκαλώντας ενδεχομένως κοινωνική και πολιτική αντίσταση.

Το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα

Η ΕΕ αναγνωρίζει αυτές τις ανησυχίες και προτείνει το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα, μια πρωτοβουλία ύψους 65 δισ. ευρώ που χρηματοδοτείται από τα έσοδα του ETS II. Τα κράτη μέλη πρέπει να συνεισφέρουν επιπλέον 25% στα εθνικά τους σχέδια για τη χρήση αυτών των κεφαλαίων, με αποτέλεσμα οι συνολικοί πόροι να ανέρχονται σε τουλάχιστον 87 δισ. ευρώ. Η αποτελεσματική αξιοποίηση αυτού του ταμείου για τη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών κατά τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι ζωτικής σημασίας για την οικοδόμηση της δημόσιας αποδοχής της Πράσινης Συμφωνίας.

Ενώ το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα προσφέρει κρίσιμη υποστήριξη, τα περισσότερα έσοδα από το ETS II θα διαχειρίζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις. Τα κεφάλαια αυτά, τα οποία υπολογίζονται σε 275 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία, αποτελούν μια χρυσή ευκαιρία. Οι κυβερνήσεις μπορούν να αξιοποιήσουν τα έσοδα αυτά για να επενδύσουν σε λύσεις χαμηλών εκπομπών για τις μεταφορές και τη θέρμανση, επιταχύνοντας περαιτέρω την απεξάρτηση από τον άνθρακα. Ωστόσο, βρίσκονται αντιμέτωπες με μια κρίσιμη απόφαση: πώς να κατανείμουν αυτούς τους πόρους – θα πρέπει να αποζημιώσουν πρωτίστως τους καταναλωτές για το υψηλότερο ενεργειακό κόστος ή να δώσουν προτεραιότητα στις επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες; Η επίτευξη της σωστής ισορροπίας είναι ουσιαστικής σημασίας.

Η οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (EPBD) θέτει φιλόδοξους στόχους εξοικονόμησης ενέργειας για τα κτίρια. Η επίτευξη των στόχων αυτών απαιτεί ετήσιες επενδύσεις ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2030. Αυτό το σημαντικό κενό μπορεί να μειωθεί με μια πολυδιάστατη προσέγγιση:

  • Εξοικονόμηση ενέργειας: Με την προώθηση του εξηλεκτρισμού και της αναβάθμισης των κτιρίων, το αρχικό κόστος ανακαίνισης μπορεί να μειωθεί σημαντικά. Η εξοικονόμηση ενέργειας που επιτυγχάνεται μέσω αυτών των μέτρων θα συμβάλει στην κάλυψη του επενδυτικού κενού.
  • Στρατηγική χρήση των κονδυλίων: Η αποτελεσματική κατανομή των κονδυλίων της ΕΕ και των εσόδων από το ΣΕΔΕ ΙΙ μπορεί να γεφυρώσει περαιτέρω το χάσμα.

Χρηματοοικονομική καινοτομία και εξορθολογισμένες διαδικασίες

Οι παραδοσιακές δημόσιες επιδοτήσεις δεν ήταν απολύτως επιτυχείς. Για να γεφυρωθεί το εναπομείναν χάσμα, η ΕΕ δίνει έμφαση στη συνεργασία μεταξύ κυβερνήσεων και τραπεζικού τομέα για τη δημιουργία καινοτόμων μηχανισμών χρηματοδότησης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, η προσαρμογή της τιμολόγησης της ενέργειας μέσω της φορολογίας και των επιδοτήσεων μπορεί να δώσει κίνητρα για καθαρότερες επιλογές θέρμανσης. Τέλος, ο εξορθολογισμός της διαδικασίας ανακαίνισης μέσω των υπηρεσιών μιας στάσης θα διευκολύνει τους καταναλωτές να προβούν στις απαραίτητες αναβαθμίσεις.

Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2025, τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει να υποβάλουν εθνικά σχέδια ανακαίνισης κτιρίων που περιγράφουν τις στρατηγικές, τις επενδυτικές ανάγκες, τις πηγές χρηματοδότησης και τις διοικητικές δομές τους. Ο προσεκτικός σχεδιασμός είναι υψίστης σημασίας για την αποφυγή λανθασμένων πολιτικών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αντιδράσεις του κοινού. Τα σχέδια θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη δέσμευση και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, αποφεύγοντας τις παγίδες που παρουσιάστηκαν με προηγούμενα προγράμματα επιδοτήσεων.

Παρά τις προσπάθειες αυτές, ένα εκτιμώμενο ετήσιο κενό ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ ενδέχεται να εξακολουθεί να υφίσταται. Η ΕΕ αναγνωρίζει αυτή την πρόκληση και υπογραμμίζει τη σημασία του να δοθεί στα κράτη μέλη επαρκής δημοσιονομικός χώρος για να αναλάβουν τις απαραίτητες επενδύσεις για την οικοδόμηση της απαλλαγής από τον άνθρακα.

Διαβάστε ακόμη