Το πρώτο εξάμηνο του 2024 σημαδεύτηκε από ένα ανελέητο μπαράζ ακραίων καιρικών φαινομένων σε ολόκληρο τον κόσμο, που αποτέλεσε μια έντονη υπενθύμιση των επιταχυνόμενων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Από τις πυρκαγιές που έκαιγαν για πάνω από ένα χρόνο στον Καναδά μέχρι τους θανατηφόρους καύσωνες στην Ινδία και τις παραλυτικές πλημμύρες στο Ντουμπάι, καμία περιοχή δεν έχει γλιτώσει, σύμφωνα με το Bloomberg.

Τα γεγονότα αυτά χαρακτηρίζονται από την ένταση, τη διάρκεια και το απρόβλεπτο χαρακτήρα τους. Κάποτε σπάνια φαινόμενα όπως οι χαλαζοθύελλες και οι καταστροφικές πλημμύρες γίνονται όλο και πιο συχνά. Ακόμη και φαινομενικά θετικές περιβαλλοντικές δράσεις, όπως οι κανονισμοί για τη μείωση της ρύπανσης από τη ναυτιλία, μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες, όπως η αφαίρεση ενός ανακλαστικού ατμοσφαιρικού φράγματος που συνέβαλε στη ρύθμιση των θερμοκρασιών.

Η επιστημονική κοινότητα προειδοποιεί ότι αυτά τα «υπερφορτωμένα» καιρικά φαινόμενα είναι μόνο η αρχή. Η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για «σύνθετα γεγονότα» – πολλαπλές καταστροφές που πλήττουν ταυτόχρονα και ενισχύουν την καταστροφική τους δύναμη. Το είδαμε αυτό στο Τέξας, όπου η ακραία ζέστη συνέβαλε στη μεγαλύτερη πυρκαγιά της πολιτείας, και στις Φιλιππίνες, όπου ο καύσωνας έδωσε τη θέση του στους φόβους για έλλειψη τροφίμων λόγω ξαφνικών ισχυρών βροχοπτώσεων.

Ο οικονομικός αντίκτυπος αυτού του «παγκόσμιου weirding» είναι σημαντικός, καθώς διαταράσσει τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, τα αεροπορικά ταξίδια και ολόκληρους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας. Μια πρόσφατη μελέτη εκτιμά ότι οι κλιματικές ζημιές θα μπορούσαν να κοστίσουν στον κόσμο 38 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2049, ξεπερνώντας κατά πολύ το εκτιμώμενο κόστος της μείωσης των εκπομπών.

Παρά τις επενδύσεις ρεκόρ στις καθαρές τεχνολογίες, η πρόοδος είναι αργή. Οι πολιτικές αντιδράσεις κατά των πολιτικών για το κλίμα και ο αγώνας για την εξασφάλιση χρηματοδότησης των πράσινων πρωτοβουλιών στις αναπτυσσόμενες χώρες περιπλέκουν περαιτέρω το ζήτημα.

Οι εμπειρογνώμονες τονίζουν την ανάγκη για μια διττή προσέγγιση: μετριασμός (μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου) και προσαρμογή (οικοδόμηση ανθεκτικότητας στις κλιματικές επιπτώσεις). Οι πόλεις, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και στην αναβάθμιση των υποδομών για να αντέξουν τις εντεινόμενες ακραίες καιρικές συνθήκες.

Διαβάστε ακόμη