Εξελίξεις αναμένονται από πλευράς υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αναφορικά με το πεδίο ενεργειακής εξοικονόμησης και αναβάθμισης των κτιρίων, όπως έγινε γνωστό από στελέχη του ΥΠΕΝ κατά τη διάρκεια της 1ης Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης με τίτλο «Υποστήριξη υλοποίησης έξυπνης χρηματοδότησης ενεργειακής απόδοσης στην Ελλάδα.2024», στο πλαίσιο του έργου SMAFIN Expanded του προγράμματος LIFE της ΕΕ.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΝ στον τομέα των κατοικιών, τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης που χρηματοδοτήθηκαν από το ΕΣΠΑ συνέβαλαν στην αύξηση κατά 67% των ενεργειακά αναβαθμισμένων κατοικιών σε σχέση με το 2019. Το 2022 εγκρίθηκαν 95.000 αιτήσεις και το 2023 ολοκληρώθηκαν 86.545 παρεμβάσεις σε κτίρια κατοικιών. Τα προγράμματα ανακαίνισης κατοικιών την περίοδο 2020-2022 έδωσαν τη δυνατότητα σε 126.000 δυνητικούς δικαιούχους να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση των κατοικιών τους. Μόνο για το 2021, ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένης της μόχλευσης, έφτασε τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Για το 2023, ο αντίστοιχος προϋπολογισμός ήταν 973 εκατομμύρια ευρώ.
Ειδικότερα, στον Α’ Κύκλο υποβλήθηκαν 42.670 αιτήσεις, ενώ ο επιλέξιμος προϋπολογισμός παρεμβάσεων ανήλθε στα 830,26 εκατομμύρια ευρώ. Η εκτιμώμενη δημόσια δαπάνη έφτασε τα 454 εκατομμύρια ευρώ. Μέχρι τον Απρίλιο του 2021, ολοκληρώθηκαν 27.800 έργα (89%), με επιλέξιμο προϋπολογισμό παρεμβάσεων 580 εκατομμύρια ευρώ και δημόσια δαπάνη 159,5 εκατομμύρια ευρώ. Αντίστοιχα, στον Β Κύκλο υποβλήθηκαν 21.400 αιτήσεις. Ο επιλέξιμος προϋπολογισμός παρεμβάσεων έφτασε τα 361 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η προβλεπόμενη δημόσια δαπάνη ανήλθε στα 225,9 εκατομμύρια ευρώ. Μέχρι τον Απρίλιο του 2021, ολοκληρώθηκαν 13.700 έργα (64%), με επιλέξιμο προϋπολογισμό παρεμβάσεων 206,5 εκατομμύρια ευρώ και δημόσια δαπάνη 143,3 εκατομμύρια ευρώ.
Υπενθυμίζεται πως στην Ελλάδα, βάσει των ευρωπαϊκών οδηγιών, θα πρέπει έως το 2035 να αναβαθμιστούν ενεργειακά οι κατοικίες ενεργειακής κλάσης χαμηλότερης της «Ε». Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί περίπου σε 1.300.000 κατοικίες. Σε περίπτωση που οι ιδιοκτήτες τους δεν υλοποιήσουν τα απαιτούμενα έργα, δεν θα μπορούν να τις νοικιάσουν, να τις πουλήσουν, ή να τις μεταβιβάσουν στα παιδιά τους.
Τα προγράμματα του «Εξοικονομώ» είχαν μεγάλη ζήτηση, ωστόσο ένα μεγάλο ποσοστό νοικοκυριών είτε δεν μπόρεσε να συμμετάσχει, είτε δεν πληρούσε τα κριτήρια, είτε δεν «έτρεχε» το πρόγραμμα μέχρι τέλους, λόγω αυξημένου κόστος των υλικών. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και της έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (European Union – Statistics on Income and Living Conditions / EU – SILC) που δημοσιεύτηκε πριν ένα μήνα το μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού (88%) της χώρας δήλωσε ότι τα τελευταία πέντε χρόνια δεν έχει πραγματοποιήσει καμία βελτίωση στην κατοικία που αφορά τη θερμομόνωση ή το σύστημα θέρμανσης. Ενδεικτικό της ενεργειακής εικόνας των κατοικιών είναι επίσης το γεγονός ότι στον συνολικό πληθυσμό (φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών) σχεδόν το ένα στα δύο νοικοκυριά δεν διαθέτει διπλούς υαλοπίνακες (τζάμια) στα κουφώματα, ενώ μόλις το 1,6% διαθέτει στην κατοικία του τριπλούς ή πιο ενισχυμένους υαλοπίνακες.
Λαμβάνοντας υπόψη κωλύματα του παρελθόντος το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ετοιμάζει ριζικές αλλαγές στο νέο «Εξοικονομώ 2024», με στόχο τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων, την εξοικονόμηση κόστους για τους πολίτες και τη μείωση των εκπομπών ρύπων. Κεντρικό άξονα των παρεμβάσεων για την ενεργειακή αναβάθμιση των νοικοκυριών θα αποτελεί η τοποθέτηση αντλιών θερμότητας, παράλληλα με τις άλλες παρεμβάσεις που είναι επιλέξιμες από το πρόγραμμα όπως η τοποθέτηση μόνωσης, η αντικατάσταση κουφωμάτων, η τοποθέτηση/αναβάθμιση θερμομόνωσης και η αναβάθμιση συστήματος θέρμανσης-ψύξης.
Στην ίδια γραμμή πλεύσης όλη η ΕΕ
Κάθε κράτος μέλος θα υιοθετήσει τη δική του εθνική πορεία για τη μείωση της μέσης χρήσης πρωτογενούς ενέργειας των οικιστικών κτιρίων κατά 16 % έως το 2030 και κατά 20-22 % έως το 2035. Για τα μη οικιστικά κτίρια, θα πρέπει να ανακαινίσουν το 16 % των κτιρίων με τις χειρότερες επιδόσεις έως το 2030 και το 26 % των κτιρίων με τις χειρότερες επιδόσεις έως το 2033. Τα κράτη μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν ορισμένες κατηγορίες οικιστικών και μη οικιστικών κτιρίων από τις υποχρεώσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών κτιρίων ή των εξοχικών κατοικιών. Οι πολίτες θα υποστηριχθούν στις προσπάθειές τους να βελτιώσουν τα σπίτια τους. Η οδηγία απαιτεί τη δημιουργία υπηρεσιών μίας στάσης για την παροχή συμβουλών σχετικά με την ανακαίνιση κτιρίων και διατάξεις σχετικά με τη δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση θα καταστήσουν την ανακαίνιση πιο οικονομικά προσιτή και εφικτή.
Η οδηγία θα ενισχύσει την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρώπης, σύμφωνα με το σχέδιο REPowerEU, μειώνοντας τη χρήση εισαγόμενων ορυκτών καυσίμων. Η αναθεωρημένη οδηγία θα καταστήσει τις «μηδενικές εκπομπές» πρότυπο για τα νέα κτίρια. Όλα τα νέα οικιστικά και μη οικιστικά κτίρια πρέπει να έχουν μηδενικές επιτόπιες εκπομπές από ορυκτά καύσιμα, από την 1 Ιανουαρίου 2028 για τα δημόσια κτίρια και από την 1 Ιανουαρίου 2030 για όλα τα άλλα νέα κτίρια, με δυνατότητα ειδικών εξαιρέσεων. Η ενισχυμένη οδηγία περιέχει νέες διατάξεις για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων από τη θέρμανση των κτιρίων και την ενίσχυση της ανάπτυξης εγκαταστάσεων ηλιακής ενέργειας, λαμβανομένων υπόψη των εθνικών συνθηκών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι τα νέα κτίρια είναι «έτοιμα για ηλιακή ενέργεια». Οι επιδοτήσεις για την εγκατάσταση αυτόνομων λεβήτων που τροφοδοτούνται με ορυκτά καύσιμα δεν θα επιτρέπονται από την 1 Ιανουαρίου 2025. Θα ενισχύσει επίσης την υιοθέτηση της βιώσιμης κινητικότητας χάρη στις διατάξεις για την προετοιμασία καλωδίωσης, τα σημεία επαναφόρτισης για ηλεκτρικά οχήματα και τους χώρους στάθμευσης ποδηλάτων.
Οι εν λόγω ενεργειακές αναβαθμίσεις κρίνονται ιδιαίτερα δαπανηρές με τις επιδοτήσεις των «Εξοικονομώ» στην Ελλάδα να μην μπορούν να σηκώσουν το βάρος που απαιτούν οι φιλόδοξοι στόχοι της ΕΕ. Το σύστημα ενδέχεται να «στριμωχτεί» δημοσιονομικά γεγονός που ανοίγει έναν νέο κύκλο συζητήσεων περί ιδιωτικής συμμετοχής και κεφαλαίων. Με δεδομένο το ιδιαίτερα «γερασμένο» κτιριακό απόθεμα της χώρας και το γεγονός ότι το 89% αυτού έχει κατασκευαστεί πριν από το 2000, αντιλαμβάνεται κανείς τη δυσκολία του εγχειρήματος. Το μέσο κόστος μιας αναβάθμισης ενός διαμερίσματος 80 τ.μ., που σήμερα κατατάσσεται στην χαμηλότερη κατηγορία του ενεργειακού πιστοποιητικού, εκτιμάται ότι απαιτεί περίπου 25.000 τ.μ., δηλαδή πάνω από 310 ευρώ/τ.μ., μετά και τις αυξήσεις στα υλικά κατασκευής και την αμοιβή των τεχνιτών, που έχουν μεσολαβήσει τα τελευταία χρόνια.
Διαβάστε ακόμη