Κολοσσοί και βενιαμίν στη βιομηχανία της μόδας προσπαθούν να κάνουν στροφή σε πιο βιώσιμα αειφόρα προϊόντα. Ωστόσο, κάποιες φορές αυτό δεν είναι αρκετό. Οι όροι «βιωσιμότητα» και «κλιματική αλλαγή» δεν έχουν κερδίσει ακόμα τη θέση που τους αξίζει. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως υπάρχει τεράστια παραγωγή η οποία δεν είναι ανάλογη με τις ανάγκες της αγοράς. Η γρήγορη μόδα (το λεγόμενο fast fashion) καλεί τους καταναλωτές να ψωνίζουν συχνότερα, τα ρούχα φτιάχνονται γρήγορα από φτηνά, κακής ποιότητας υλικά και τα σχέδια επιδίδονται σε ένα διαρκές κυνήγι των τάσεων. Με αυτούς τους όρους δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τις αρχές που διέπουν τη βιωσιμότητα.
H εν λόγω βιομηχανία συμμετέχει καθοριστικά στην καταστροφή του πλανήτη, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει κερδίσει μία θέση ανάμεσα στις πιο ρυπογόνες βιομηχανίες. Η Γαλλία αφουγκραζόμενη αυτή τη συνθήκη επιθυμεί να απαντήσει στο πρόβλημα από μία άλλη οπτική γωνία. Ειδικότερα, θέλει να ανακόψει το κύμα διαφημίσεων οι οποίες προωθούν το fast fashion με σκοπό την πάταξη της ρυπογόνου βιομηχανίας. Το νομοσχέδιο, που κατατέθηκε από τη βουλευτή Anne-Cécile Violland, επιδιώκει να επιβάλλει κυρώσεις σε ρούχα χαμηλού κόστους για να καλύψει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του. Το σχέδιο νόμου θα συζητηθεί από την Επιτροπή Αειφόρου Ανάπτυξης στις 14 Μαρτίου. «Η γρήγορη μόδα είναι μια οικολογική καταστροφή: τα ρούχα είναι κακοφτιαγμένα, αγοράζονται ευρέως, σπάνια φοριούνται και πετιούνται γρήγορα», έγραψε ο υπουργός Οικολογικής Μετάβασης Christophe Béchu στο X την Τρίτη μετά από συζήτηση που πραγματοποιήθηκε με ενδιαφερόμενους φορείς της βιομηχανίας.
Ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος της γρήγορης μόδας
Κάθε χρόνο, περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια είδη ένδυσης πωλούνται παγκοσμίως, σύμφωνα με τη γαλλική Υπηρεσία Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ADEME). Στη Γαλλία, μέσα σε μια δεκαετία, ο αριθμός των ρούχων που πωλούνται ετησίως αυξήθηκε κατά ένα δισεκατομμύριο, φτάνοντας τα 3,3 δισεκατομμύρια προϊόντα ή περισσότερα από 48 ανά κάτοικο, σημειώνει η οικολογική οργάνωση Refashion. Παγκοσμίως, η βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης είναι υπεύθυνη για περίπου το 10% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, σύμφωνα με το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) – περισσότερο μάλιστα από το σύνολο των αεροπορικών και θαλάσσιων μεταφορών. Συμβάλλει επίσης στη ρύπανση των υδάτων, το 20% της οποίας οφείλεται στη βαφή και την επεξεργασία των υφασμάτων, μαζί με τα μικροπλαστικά που αποβάλλουν τα συνθετικά υλικά όταν πλένονται. Ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο, η παραγωγή φθηνών ρούχων συνδέονται με τεκμηριωμένες παραβιάσεις της εργασίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η Shein στο στόχαστρο του γαλλικού νομοσχεδίου
Στο στόχαστρο της Γαλλίας μπήκε και ο κινεζικός-σιγκαπουριανός λιανοπωλητής γρήγορης μόδας Shein στοχεύει ειδικά στην πρόταση. Το Shein προσφέρει 900 φορές περισσότερα προϊόντα από μια παραδοσιακή γαλλική μάρκα, ενώ διαθέτει συνολικά 470.000 διαφορετικά προϊόντα διαθέσιμα συνολικά. Αυτή η πρακτική αναγκάζει τις ευρωπαϊκές μάρκες μόδας να αυξήσουν την παραγωγή τους προκειμένου να ανταγωνιστούν. Η Shein έχει σημειώσει αλματώδη άνοδο τα τελευταία χρόνια, αφού κέρδισε τους καταναλωτές σε όλο τον κόσμο με τα μοντέρνα σχέδιά της, την ατελείωτη ποικιλία και τις πολύ χαμηλές τιμές της. Ωστόσο, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σειρά από προκλήσεις και κατηγορίες για χρήση καταναγκαστικής εργασίας στην εφοδιαστική αλυσίδα της, παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας, μη περιβαλλοντικές πρακτικές και κλοπή σχεδίων από ανεξάρτητους καλλιτέχνες.
Τον περασμένο μήνα, η Shein εξέταζε το ενδεχόμενο εισαγωγής της στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Στην αίτησή της, το fast fashion brand που στέλνει προϊόντα του σε περισσότερες από 150 χώρες σε όλο τον κόσμο, στόχευε σε αποτίμηση περίπου 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το Bloomberg. Αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη αρχική δημόσια προσφορά (IPO) που έγινε ποτέ στο LSE, αλλά θα μπορούσε να ανοίξει τις πρακτικές παραγωγής της σε έλεγχο.
Ο υψηλός κύκλος εργασιών των φθηνών ειδών μόδας «επηρεάζει τις αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών δημιουργώντας αγοραστικές παρορμήσεις και τη συνεχή ανάγκη για ανανέωση», προειδοποιεί η πρόταση νόμου, «με αρνητικές περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες».
Τι κάνει η Ευρώπη
Η ΕΕ θεσπίζει σταδιακά διάφορους νόμους για τον περιορισμό των επιπτώσεων των ρυπογόνων βιομηχανιών. Ο νόμος για το κλίμα και την ανθεκτικότητα, για παράδειγμα, σχεδιάζει να καταστήσει υποχρεωτική την αναγραφή περιβαλλοντικών πληροφοριών σε προϊόντα όπως τα ρούχα. Επίσης, στοχεύει στις παραπλανητικές περιβαλλοντικές ετικέτες, στη μείωση της συσκευασίας και προωθεί την επισκευή και επαναχρησιμοποίηση των αγαθών.
Η δέσμη μέτρων της ΕΕ για την κυκλική οικονομία προωθεί αυτόν τον στόχο με την εισαγωγή ενός μπόνους για την επισκευή προϊόντων, την προώθηση της κυκλικής και τοπικής οικονομίας και την ενθάρρυνση του οικολογικού σχεδιασμού. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής απειλής της γρήγορης μόδας, υποστηρίζει το γαλλικό νομοσχέδιο, προσθέτοντας ότι πρέπει να υπάρξει επιστροφή σε βιώσιμους όγκους παραγωγής.
Τι θα αλλάξει με το γαλλικό νομοσχέδιο
Το νομοσχέδιο προτείνει την ενίσχυση της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης των καταναλωτών σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της γρήγορης μόδας. Επιδιώκει επίσης να ενθαρρύνει την επαναχρησιμοποίηση και την επιδιόρθωση των ρούχων για την καταπολέμηση της κουλτούρας της απόρριψης.
Θέτοντας μεγαλύτερη ευθύνη στους παραγωγούς, προτείνει πρόστιμα με βάση τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και την παραγωγή άνθρακα των προϊόντων, παρόμοια με αυτά που ήδη επιβάλλονται στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία, όπως η βιωσιμότητα και η ανακυκλωσιμότητα, η επιβολή τους θα γίνεται σε μια κλιμακούμενη κλίμακα και θα μπορούσε να φτάσει έως και τα 10 ευρώ ανά πωλούμενο είδος ή το 50% της τιμής αγοράς μέχρι το 2030, δήλωσε η βουλευτής Anne-Cécile Violland στο Radio France.
Εκτός από την προώθηση του δίκαιου ανταγωνισμού για τις εταιρείες που λειτουργούν με πιο βιώσιμα κριτήρια, τα πρόστιμα θα χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση της διαχείρισης των αποβλήτων, των μπόνους για τις επισκευές και των εκστρατειών ευαισθητοποίησης του κοινού.
Τέλος, το νομοσχέδιο θα απαγόρευε τη διαφήμιση για τις μάρκες και τα προϊόντα γρήγορης μόδας, παρόμοια με τον τρόπο με τον οποίο απαγορεύτηκε η διαφήμιση ορυκτών καυσίμων στο πλαίσιο του νόμου για το κλίμα και την ανθεκτικότητα.