Την περίοδο 2000-2021 οι μεικτές εισαγωγές ορυκτών καυσίμων αντιπροσώπευαν σχεδόν το 20% των συνολικών εισαγωγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σχεδόν το 2,8% του ΑΕΠ. Το 2022, με την εκτόξευση των τιμών στην ενέργεια, οι μεικτές εισαγωγές ορυκτών καυσίμων εκτοξεύθηκαν σε περισσότερα από 800 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 5,1% του ΑΕΠ και στο 26,9% των εισαγωγών εμπορευμάτων, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο δεκαετιών σε σχέση με το ΑΕΠ. Σε καθαρή βάση (εισαγωγές μείον εξαγωγές), οι εισαγωγές ορυκτών καυσίμων αντιπροσώπευαν 640 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 ή 4,1 % του ΑΕΠ, σε σύγκριση με μέσο όρο 2,2 % του ΑΕΠ την περίοδο 2000-2021.
Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι τα τελευταία ορυκτά καύσιμα που καταργούνται σταδιακά και σημαντικές εισαγωγές εξακολουθούν να πραγματοποιούνται το 2050. Ωστόσο, μέχρι τα μέσα του αιώνα σχεδόν το ήμισυ του πετρελαίου που καταναλώνεται στην ΕΕ χρησιμοποιείται για την παραγωγή προϊόντων στον μη ενεργειακό τομέα. Το 2050, περισσότερα από τα μισά υγρά καύσιμα που χρησιμοποιούνται για ενεργειακούς σκοπούς σε τομείς τελικής χρήσης είναι RFNBO (Renewable Fuels of Non-Biological Origin) δηλαδή συνθετικά καύσιμα (e-fuels), υδρογόνο κ.α.
Οι προβλέψεις λένε πως μέχρι το 2040, ο λογαριασμός εισαγωγής ορυκτών καυσίμων θα είναι 50% έως 63% χαμηλότερος από ό, τι το 2020, ανάλογα με τα σενάρια που χρησιμοποιούν οι υπηρεσίες της Κομισιόν στο κείμενο για τις επιπτώσεις των μέτρων που ανακοίνωσαν προ ημερών για την κλιματική αλλαγή μέχρι το 2040. Μια τέτοια εξέλιξη θα εξοικονομήσει στην Ευρώπη περίπου 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ τη δεκαετία 2031-2040 σε σύγκριση με την περίοδο 2021-2030. Με τις τρέχουσες υποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη, οι εισαγωγές ορυκτών καυσίμων θα μειωθούν από 2,75% του ΑΕΠ το 2020 σε 1,9% το 2030 και σε 1% το 2040. Αυτό θα μειώσει σημαντικά τον οικονομικό αντίκτυπο μιας ενδεχόμενης διαταραχής του εφοδιασμού με ορυκτά καύσιμα. Έως το 2050, οι εισαγωγές θα κυριαρχούνται από τα ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιούνται για μη ενεργειακούς σκοπούς και θα είναι σχεδόν 80 % χαμηλότερες από ό,τι το 2020, με πολύ μικρές διαφορές μεταξύ των τεσσάρων σεναρίων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι υπηρεσίες της Κομισιόν ξεκαθαρίζουν όπως πως «ενώ ο ρόλος των ορυκτών καυσίμων θα μειωθεί, άλλες εξαρτήσεις θα εμφανιστούν τις επόμενες δεκαετίες. Οι εισαγωγές βιομάζας αναμένεται να διπλασιαστούν από περίπου 6 εκατ. τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου (ΤΙΠ) το 2019 σε 12 εκατ. ΤΙΠ το 2040». Αν και ανύπαρκτες σήμερα, οι εισαγωγές υδρογόνου θα γίνουν επίσης σημαντικές φθάνοντας περίπου τα 20 εκατομμύρια ΤΙΠ το 2040 με αμελητέες διαφορές μεταξύ των σεναρίων. Ωστόσο, αυτές οι εισαγωγές θα είναι μικρές σε σύγκριση με τα περίπου 900 εκατομμύρια ΤΙΠ ορυκτών καυσίμων που εισήχθησαν το 2019.
Άλλες σχετικές εξαρτήσεις που ενδέχεται να προκύψουν είναι εκείνες που σχετίζονται με τις πρώτες ύλες που απαιτούνται για τις πράσινες τεχνολογίες. Ωστόσο, οι οικονομικές συνέπειες αυτών των εισαγωγών «πιθανότατα θα είναι πολύ διαφορετικές. Οι κίνδυνοι εξάρτησης από τις εισαγωγές δεν εξαρτώνται μόνο από το μερίδιό τους, αλλά και από άλλες παραμέτρους, όπως οι δυνατότητες συγκέντρωσης της αγοράς και υποκατάστασης. Επιπλέον, οι οικονομικές επιπτώσεις της σπανιότητας θα ήταν πολύ διαφορετικές όταν πρόκειται για καύσιμο ή εξάρτημα συγκεκριμένου εξοπλισμού. Τέλος, ο κίνδυνος εξάρτησης εξαρτάται από τη δυνατότητα διατήρησης στρατηγικών αποθεμάτων και το κόστος αποθήκευσης πρώτων υλών ποικίλλει σημαντικά». Η ξαφνική αύξηση του κόστους μιας πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται στη μεταποίηση δεν θα έχει τον ίδιο μακροοικονομικό αντίκτυπο με την πρόσφατη διακοπή των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Μέχρι το 2050, μόνο το 15% περίπου των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη θα εισάγονται. Η ενεργειακή μετάβαση θα μειώσει σημαντικά την εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας, σύμφωνα με τα αισιόδοξα (κατά πολλούς) σενάρια της Κομισιόν.