Η ενέργεια είναι ένα από τα μέτωπα που αναμένεται να κρίνει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, όπως επισημαίνει η τελευταία έκθεση της Mckinsey «Accelerating Europe: Competitiveness for a new era». Οι ρηξικέλευθες αλλαγές που πρέπει να γίνουν εκτείνονται σε ένα ευρύ πεδίο που αφορούν στην καινοτομία, στην ενέργεια, στις εφοδιαστικές αλυσίδες, στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, στη διαθεσιμότητα κεφαλαίων, στο μέγεθος των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και στη χρηματοδότηση και ρύθμιση νέων τεχνολογιών από την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τους μικροεπεξεργαστές.
Για δεκαετίες, η ευρωπαϊκή βιομηχανία επωφελήθηκε από την πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή ενέργεια, αλλά η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία έκοψε την πρόσβαση στο ρωσικό αέριο, έφερε με βίαιο τρόπο στο προσκήνιο τους κινδύνους της εξάρτησης της ηπείρου από υπερβολικά συγκεντρωμένες εισαγωγές ενέργειας. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ευρώπης βασίζονταν στη βιομηχανική της αριστεία, στις συνεχείς καινοτομίες στα βιομηχανικά προϊόντα και διαδικασίες παραγωγής, στις πλέον εξελιγμένες εφοδιαστικές αλυσίδες του κόσμου, στην υψηλή εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, την φθηνή ενέργεια και τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων. Ωστόσο, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Το 2021, η Ευρώπη εισήγαγε το 55% της ενέργειας που χρειαζόταν. Στον αντίποδα, η Κίνα εισήγαγε το 25%, ενώ οι ΗΠΑ ήταν καθαρός εξαγωγέας ενέργειας. Το επιστέγασμα της συζήτησης είναι πως η ενέργεια δεν είναι πλέον φθηνή.
Οι αλλαγές, η πρόοδος και τα εμπόδια
Η Ευρώπη τα τελευταία χρόνια λάμβανε την ενέργειά της από περιορισμένο αριθμό προμηθευτών, με το ένα τέταρτο των εισαγωγών της να προέρχεται από λιγότερες από τρεις χώρες το 2021. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές της βιομηχανικής ενέργειας και του φυσικού αερίου διπλασιάστηκαν μεταξύ του πρώτου εξαμήνου του 2020 και του δεύτερου εξαμήνου του 2022, καθώς η Ευρώπη προσπάθησε να αντικαταστήσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου με έναν συνδυασμό μέτρων απόδοσης και εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).Οι μεγάλοι όμιλοι της Ευρώπης μεταξύ 2015 και 2022 δαπάνησαν τα μισά κεφάλαια (ως ποσοστό εσόδων) σε έρευνα και ανάπτυξη έναντι των ανταγωνιστών από ΗΠΑ. Αναπτύχθηκαν με χαμηλότερους ρυθμούς με τη συνολική χρηματιστηριακή αξία των αμερικανικών εταιρειών να είναι 2,5 φορές υψηλότερη έναντι των ευρωπαϊκών στα τέλη του 2022.
Η Ευρώπη χρειάζεται επαρκή προσιτή ενέργεια αν θέλει να έχει τη μερίδα του λέοντος σε τομείς όπως τα τρόφιμα, τα χημικά, ο χάλυβας και η ναυτιλία. Χρειάζεται βέβαια να σημειωθεί ότι η Ευρώπη καταγράφει πραγματική πρόοδο στην ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Η ΕΕ παρήγαγε το 22% της ηλεκτρικής ενέργειας από αιολική και ηλιακή ενέργεια το 2022, όταν το 2010 το ποσοστό ήταν μόλις 6%. Η Ευρώπη δεν πρέπει να αφήνει το χάσμα μαζί με την Κίνα και τις ΗΠΑ να μεγαλώνει. Οι ΑΠΕ πρέπει να διεισδύουν βαθύτερα στο ενεργειακό μείγμα, ξεπερνώντας τις γραφειοκρατικές, αδειοδοτικές διαδικασίες, ενώ χρειάζεται όλη αυτή η δυναμική να συνοδευτεί με την ταυτόχρονη βελτίωση των υποδομών και των δικτύων ηλεκτρικής διασύνδεσης.
Η Ευρώπη πρέπει να ανασυντάσσει τις δυνάμεις της διαρκώς και να αντιληφθεί σύμφωνα με τους αναλυτές πως η σύναψη συμβάσεων με νέους προμηθευτές ενέργειας θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες εξαρτήσεις. Η αναβάθμιση της εγχώριας εξόρυξης ορυκτών καυσίμων (όπως άνθρακας, φυσικό αέριο, πετρέλαιο και σχιστολιθικό αέριο) δεν συνάδει με τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις της Ευρώπης και η πυρηνική σύντηξη δεν είναι ακόμη εμπορικά διαθέσιμη. Δεδομένων όλων αυτών, οι πηγές ενέργειας με τις οποίες μπορεί να ευθυγραμμιστεί η Ευρώπη και στη συνέχεια να προχωρήσει σε ταχεία ανάπτυξη τους είναι οι ΑΠΕ, σε συγκερασμό με πολιτικές εστίασης σε πηγές ενέργειας χαμηλότερου κόστους, επενδύσεις στην καινοτομία για μείωση του κόστους και την παράλληλη διαχείριση αναδυόμενων και υφιστάμενων ενεργειακών συστημάτων.
Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να συμβάλει στη χρηματοδότηση και την τεχνογνωσία που απαιτείται για την ανάπτυξη αξιόπιστων υποδομών για τον ενεργειακό εφοδιασμό. Για παράδειγμα, ο Όμιλος Ingka έχει δεσμευτεί να επενδύσει 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε έργα καθαρής ενέργειας έως το 2030. Έχει συνεισφέρει σε επενδύσεις σε υπεράκτια αιολικά πάρκα στη Σουηδία που έχουν τη δυνατότητα να παράγουν 38 τεραβατώρες, ή περισσότερο από το 25% της τρέχουσας χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας της Σουηδίας, μόλις τεθούν σε λειτουργία. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η δέσμευση 33 ιδιωτικών και δημοσίων παικτών, συμπεριλαμβανομένων των Enagaz, GRTGaz και Gassco, σε ένα όραμα για μια υποδομή αγωγού υδρογόνου μήκους 40.000 χιλιομέτρων σε ολόκληρη την Ευρώπη έως το 2040, επιταχύνοντας την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αγοράς υδρογόνου.