Οι πραγματικές εκπομπές CO2 από τα περισσότερα επιβατικά αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους της ΕΕ είναι οι ίδιες με αυτές που ίσχυαν πριν από 12 χρόνια, παρά τους στόχους μείωσης που τέθηκαν το 2010 για τις νέες ταξινομήσεις, θέτοντας σε κίνδυνο την πράσινη ατζέντα της Ευρώπης, δήλωσε την Τετάρτη το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ).
Σε ανακοίνωσή του, το Ελεγκτικό Συνέδριο ανέφερε ότι, στη δεκαετία του 2010, οι κατασκευαστές αυτοκινήτων εκμεταλλεύτηκαν κενά στις απαιτήσεις δοκιμών για να επιτύχουν μειωμένες εκπομπές στο εργαστήριο, προσθέτοντας ότι η διαφορά με τις πραγματικές εκπομπές – δηλαδή όταν τα οχήματα κινούνται πραγματικά στο δρόμο – ήταν «τεράστια», όπως γράφει το Reuters.
Ως αποτέλεσμα και μετά το σκάνδαλο «Dieselgate» – όταν η Volkswagen παραδέχθηκε το 2015 ότι είχε εφοδιάσει 11 εκατομμύρια αυτοκίνητα παγκοσμίως με λογισμικό που εξαπατούσε τις δοκιμές εκπομπών ντίζελ – ένας νέος κύκλος εργαστηριακών δοκιμών, που αντανακλά καλύτερα τις πραγματικές συνθήκες οδήγησης, έγινε υποχρεωτικός τον Σεπτέμβριο του 2017.
«Αυτό μείωσε αποτελεσματικά (αλλά δεν εξάλειψε) το χάσμα μεταξύ εργαστηριακών και πραγματικών εκπομπών. Οι πραγματικές εκπομπές από τα συμβατικά αυτοκίνητα – τα οποία εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν σχεδόν τα τρία τέταρτα των ταξινομήσεων νέων οχημάτων – δεν μειώθηκαν», δήλωσαν οι ελεγκτές.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόκειται να συστήσει στην ΕΕ να μειώσει τις καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040, από τα επίπεδα του 1990, για να διασφαλίσει ότι το μπλοκ θα μπορέσει να επιτύχει καθαρές μηδενικές εκπομπές μια δεκαετία αργότερα, δήλωσαν στο Reuters την περασμένη εβδομάδα πηγές που γνωρίζουν το θέμα.
«Η πράσινη επανάσταση της ΕΕ μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εάν υπάρχουν πολύ λιγότερα ρυπογόνα οχήματα, αλλά η πρόκληση είναι τεράστια», δήλωσε ο Pietro Russo, μέλος του ΕΕΣ που ηγήθηκε του ελέγχου, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση.
«Μια πραγματική και απτή μείωση των εκπομπών CO2 των αυτοκινήτων δεν θα συμβεί όσο επικρατεί ο κινητήρας εσωτερικής καύσης, αλλά ταυτόχρονα, η ηλεκτροδότηση του στόλου των αυτοκινήτων της ΕΕ είναι ένα μεγάλο εγχείρημα», πρόσθεσε ο Russo.
Η ενεργειακή απόδοση των αυτοκινήτων αντισταθμίζεται από τη μάζα
Ενώ η ΕΕ κατάφερε να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε πολλούς τομείς τα τελευταία 30 χρόνια, το CO2 από τον τομέα των μεταφορών συνέχισε να αυξάνεται. Το 2021, αντιστοιχούσε στο 23% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ, με τα επιβατικά αυτοκίνητα να ευθύνονται για περισσότερο από το ήμισυ αυτού του ποσοστού.
Αναλυτικότερα, τα τελευταία 10 χρόνια, οι εκπομπές παρέμειναν σταθερές για τα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα, ενώ μειώθηκαν οριακά (-4,6%) για τα βενζινοκίνητα, αναφέρει το ΕΕΣ, σημειώνοντας ότι η πρόοδος στην απόδοση των κινητήρων αντισταθμίστηκε τόσο από την αύξηση της μάζας των οχημάτων – λόγω της τάσης των SUV αυτών των τελευταίων ετών – όσο και από τους ισχυρότερους κινητήρες.
Οι πραγματικές εκπομπές των υβριδικών αυτοκινήτων τείνουν επίσης να είναι πολύ υψηλότερες από αυτές που καταγράφονται στο εργαστήριο, ανέφερε το ΕΕΣ, προσθέτοντας ότι θα υπάρξει προσαρμογή για να διορθωθεί αυτό, αλλά μόνο από το 2025.
«Μέχρι τότε, τα plug-in υβριδικά οχήματα θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζονται ως οχήματα χαμηλών εκπομπών, προς όφελος των αυτοκινητοβιομηχανιών», δήλωσαν οι ελεγκτές της ΕΕ.
Κατά την άποψή τους, μόνο τα ηλεκτρικά οχήματα, των οποίων οι πωλήσεις αυξήθηκαν από μία στις 100 ταξινομήσεις νέων αυτοκινήτων το 2018 σε σχεδόν μία στις επτά το 2022, οδήγησαν στη μείωση των μέσων πραγματικών εκπομπών CO2 που παρατηρήθηκε πρόσφατα.
Ωστόσο, οι ελεγκτές επισημαίνουν τα εμπόδια που αντιμετωπίζει οποιαδήποτε περαιτέρω επιτάχυνση της διάδοσης των ηλεκτρικών οχημάτων, είτε πρόκειται για την επαρκή πρόσβαση σε πρώτες ύλες για την κατασκευή αρκετών μπαταριών είτε για την οικονομική προσιτότητα των αυτοκινήτων, η οποία μπορεί να οδηγήσει τους καταναλωτές να διατηρήσουν τα παλιά ρυπογόνα οχήματά τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ACEA), τα επιβατικά αυτοκίνητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κατά μέσο όρο 12 ετών, με την Ελλάδα και την Εσθονία να έχουν τους παλαιότερους στόλους αυτοκινήτων στην περιοχή, με οχήματα ηλικίας σχεδόν 17 ετών, και το Λουξεμβούργο τον νεότερο (7,6 ετών).