«Αναζητείται επειγόντως η…χαμένη ζήτηση για ηλεκτρικό ρεύμα!» Σε αυτή την ατάκα του Γάλλου ενεργειακού αναλυτή Εμερίκ ντε Βιγκάν συμπυκνώνεται ένας από τους μεγαλύτερους γρίφους της ενεργειακής μετάβασης: Ο λόγος για τη ζήτηση για ηλεκτρισμό στην Ευρώπη που δεν έχει ανακάμψει μετά την υγειονομική κρίση του 2020-2021 (κορωνοϊός) και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Μάρτιο του 2022. Κάτι που αποτελεί μεγάλο πονοκέφαλο, στο μέτρο που εντείνει το πρόβλημα του χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως σε συνθήκες ταχέως αυξανόμενης διείσδυσης ΑΠΕ στο σύστημα και κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή των Διαχειριστών των δικτύων, καθώς η άσκηση της εξισορρόπησης γίνεται σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες σε καθημερινή βάση.

Θέτει επίσης εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητα των έργων ΑΠΕ στο μέτρο που οξύνει το «δίδυμο» πρόβλημα των περικοπών πράσινης ενέργειας και των μηδενικών/αρνητικών χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρισμού και ρίχνει βαριές σκιές στο μέλλον των επενδύσεων που βασίζονται στα σενάρια μελλοντικής έντονης αύξησης της ζήτησης για ρεύμα λόγω του εξηλεκτρισμού των μεταφορών, των βιομηχανικών διεργασιών, της θέρμανσης και της ψύξης τα οποία μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να επαληθεύονται…

Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε ο απερχόμενος Διευθύνων Σύμβουλος της Electricite de France, δηλαδή της «ΔΕΗ της Γαλλίας» Λικ Ρεμόν δηλώνοντας ότι η χώρα αντιμετωπίζει πρόβλημα υπερπροσφοράς ενέργειας, λόγω της ταχείας αύξησης της παραγωγής ΑΠΕ και της στάσιμης ζήτησης που κυμαίνεται στις 450 Τεραβατώρες, πολύ μακριά από τις εκτιμήσεις για ζήτηση για ηλεκτρισμό της τάξη των 650-700 Τεραβατωρών για το 2035-2040, στη βάση των οποίων έχει χαραχθεί ο μακροπρόθεσμος ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της McKinsey,  οι χώρες της Ευρώπης (ΕΕ, Νορβηγία, Ελβετία και Μ. Βρετανία) έχουν προβλέψει σωρευτική αύξηση της ζήτησης για ρεύμα της τάξης των 460 ΤWh έως το τέλος της δεκαετίας. Πλην όμως, είναι ορατός ο κίνδυνος τουλάχιστον το 40% αυτής της πρόσθετης ζήτησης να μην προκύψει εξαιτίας των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, των υψηλών τιμών ηλεκτρισμού και της χαμηλότερης του προσδοκώμενου διείσδυση νέων τεχνολογιών, όπως της ηλεκτροκίνησης και των αντλιών θερμότητας μεταξύ άλλων. Είναι ενδεικτικό ότι ο ο ρυθμός αύξησης των πωλήσεων ηλεκτροκίνητων και plug in υβριδικών οχημάτων υποχώρησε στο 21% το 2023 από 42% το 2021, ενώ πτωτικές τάσεις εμφανίζουν και οι πωλήσεις αντλιών θερμότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» ανέδειξε και ο επικεφαλής του γραφείου Βρυξελλών της Metlen Νίκος Μπίτσιος, συνδέοντας μάλιστα το διαρθρωτικό πρόβλημα της έλλειψης ζήτησης για ρεύμα με τον αγώνα που έδωσαν οι Διαχειριστές των ηλεκτρικών δικτύων της Ευρώπης τις ημέρες του Πάσχα για να αποφύγουν τα μπλακάουτ, με τον ΑΔΜΗΕ να καταφεύγει στον προσωρινό περιορισμό των εισαγωγών για να εξισορροπήσει την προσφορά και τη ζήτηση ηλεκτρισμού χωρίς υπέρμετρες περικοπές ΑΠΕ.

Όπως αναφέρει σε ανάρτησή του στο LinkedIn ο κ. Μπίτσιος, «Τα τελευταία χρόνια είδαμε ραγδαία αύξηση των επενδύσεων στις ΑΠΕ που σπάνε νέα ρεκόρ σχεδόν κάθε εβδομάδα. Όμως οι επενδύσεις αυτές στηρίχθηκαν στην υπόθεση ότι η ζήτηση για ηλεκτρισμό θα αυξανόταν σταθερά, με ώθηση από το Green Deal. Αντ΄ αυτού, ήρθαμε αντιμέτωποι με μια ενεργειακή κρίση που οδήγησε σε καταστροφή της ζήτησης για ηλεκτρισμό (demand destruction) στην ΕΕ που αντί να αυξηθεί, μειώθηκε κατά 7,5% την περίοδο 2021-2023. Αυτό οδηγεί σε ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, με αυξητική τάση των ωρών υπερπροσφοράς πράσινης ενέργειας, τη στιγμή που η μέση τιμή του ηλεκτρισμού κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι ακόμα υπερβολικά υψηλή για να κινητροδοτεί την αύξηση της ζήτησης».

Οι αναλυτές παρατηρούν πως ενώ πολλοί εστιάζουν στη δημιουργία νέων πηγών ζήτησης για ηλεκτρικό ρεύμα (και στο πλαίσιο αυτό ο παράγοντας “data centers” έχει μπει δυναμικά στον δημόσιο διάλογο), εντούτοις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα το μεγάλο στοίχημα της αύξησης της ζήτησης για ρεύμα περνά από τη «θωράκιση» των ήδη υφιστάμενων πηγών και την ανάσχεση του φαινομένου του demand destruction που συνδέεται εν πολλοίς με την ζήτηση από τις βιομηχανίες και την αντιμετώπιση του προβλήματος του ενεργειακού κόστους (που είναι υψηλότερο για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες σε σχέση με τις ανταγωνίστριές τους σε ΗΠΑ και Κίνα). Εδώ μπαίνει στον κάδρο η επαναβιομηχάνιση της Γηραιάς Ηπείρου και ο εξηλεκτρισμός διεργασιών και κλάδων της οικονομίας. Οι πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή, όμως, απαιτούν κεφάλαια πολλών δισ. ευρώ που δεν είναι ορατό από πού θα βρεθούν, με δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες.

Σε πιο μακροπρόθεσμη βάση, το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης ρεύματος θα μπορούσε να εξισορροπήσει χάρη στην αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, την αναβάθμιση των δικτύων ηλεκτρισμού και την ενίσχυση των διασυνδέσεων και την ανάπτυξη μηχανισμών απόκρισης στη ζήτηση. Το διακύβευμα, όμως, είναι η λήψη μέτρων «εξεύρεσης» της χαμένης ζήτησης με άμεση δράση. Και τούτο διότι η αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρισμό είναι ισχυρός δείκτης για τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και για την αποτελεσματικότητα του σχεδιασμού για την ενεργειακή μετάβαση και οι έως τώρα ενδείξεις στέλνουν «σήματα» ανάγκης για διόρθωση της πορείας εδώ και τώρα…

Διαβάστε ακόμη