Το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, οι λογαριασμοί προσαύξησης, μια από τις συνιστώσες που διαμορφώνουν το τελικό κόστος των χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρισμού, kαι οι απώλειες στα δίκτυα διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος είναι οι τρεις εστίες που έχουν μπει στο «μικροσκόπιο» της νέας πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ καθώς εκεί διακρίνει περιθώρια παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση του κόστους ενέργειας που έχει αναχθεί ως βασική προτεραιότητα.

Σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr, οι τρεις αυτές παράμετροι έχουν τεθεί υπό εξέταση, με το ΥΠΕΝ να βρίσκεται στην παρούσα φάση στη φάση της συγκέντρωσης στοιχείων, ώστε να αξιολογηθεί τι είδους πρωτοβουλίες μπορούν να αναληφθούν, σε τι χρονικό ορίζοντα και -το κυριότερο- τι επίδραση θα έχουν στο ενεργειακό κόστος. Αρμόδιες πηγές κάνουν λόγο για μια άσκηση που βρίσκεται σε εξέλιξη, με τις πρώτες απαντήσεις να αναμένονται σε ορίζοντα 1-2 μηνών, ανοίγοντας τον δρόμο για τη λήψη στοχευμένων μέτρων στα τρία αυτά μέτωπα, ώστε να υπάρχει μείωση του κόστους.

Η κατεύθυνση που διαφαίνεται  -τονίζουν οι ίδιες πηγές- δεν θα βασίζεται σε πυροτεχνήματα, αλλά σε διαφάνεια, λογοδοσία και ρεαλιστικές παρεμβάσεις. Η νέα πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ γνωρίζει ότι η αγορά ηλεκτρισμού -με την πολυπλοκότητα που την χαρακτηρίζει- δεν αναμένεται να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Και ο στόχος που τίθεται είναι μετρημένος: Ούτε αμελητέα μείωση κόστους της τάξης του 1%-2%, αλλά ούτε και εξωπραγματική. Θα πρέπει ωστόσο να γίνει αισθητή στους τελικούς καταναλωτές.

Πιο συγκεκριμένα, τα τρία συγκεκριμένα σημεία στα οποία δίδεται έμφαση στην παρούσα φάση είναι:

1.Κόστος ηλεκτροπαραγωγής στα μη διασυνδεδεμένα νησιά που καθορίζεται από το κόστος του ακριβού καυσίμου που καίνε οι τοπικές μονάδες, δηλαδή το πετρέλαιο, το σταθερό λειτουργικό κόστος και την τιμή των δικαιωμάτων CO2 που κινείται ανοδικά το τελευταίο διάστημα και έχει προσεγγίσει τα 70 ευρώ / τόνος.

2.Απώλειες δικτύων: Από 5,9% πριν από μια δεκαετία στην Ελλάδα, αυξήθηκαν στο 11,4% το 2023. Τα στοιχεία προέρχονται από πρόσφατη έκθεση του Συμβουλίου των Ευρωπαίων Ρυθμιστών Ενέργειας (CEER), όπου η Ελλάδα καταγράφει την 5η χειρότερη επίδοση μεταξύ 33 ευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά το επίπεδο των απωλειών δικτύου. Στη δε, Ευρωπαϊκή Ένωση, κατέχει αρνητική πρωτιά. Η εικόνα αυτή σχετίζεται προφανώς και με τις πολύ χαμηλές επενδύσεις στα δίκτυα κατά τη δεκαετία των μνημονίων (με την εικόνα να έχει αντιστραφεί πλήρως από το 2019 και μετά), ωστόσο το ΥΠΕΝ θεωρεί ότι το θέμα χρήζει προσοχής.

3.Λογαριασμοί προσαυξήσεων: Περιλαμβάνουν χρεώσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία της Αγοράς Εξισορρόπησης, τις απώλειες του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας κ.α. Το θέμα της επιβάρυνσης που προκύπτει από τους εν λόγους λογαριασμούς ανέδειξε πρόσφατα ο σύνδεσμος των ενεργοβόρων βιομηχανιών (ΕΒΙΚΕΝ) που ανέθεσε στην Grant Thornton να εκπονήσει σχετική έρευνα και στη βάση των συμπερασμάτων ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση του πώς διαμορφώνεται ο συγκεκριμένος λογαριασμός από τη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) και από τον ΑΔΜΗΕ. Εκτιμάται ότι στην Ελλάδα η ετήσια επιβάρυνση ανέρχεται σε περίπου 500 εκατ. ευρώ, ενώ στη Γερμανία, αγορά πολύ μεγαλύτερη από την ελληνική, το αντίστοιχο κόστος υπολογίζεται στα 4 δισ. ευρώ. Στη βάση αυτής της σύγκρισης και σε πρώτη ανάγνωση το ποσό δεν φαίνεται «εκτός πραγματικότητας», ωστόσο το ΥΠΕΝ θέλει να διερευνήσει πιο διεξοδικά πώς διαμορφώνεται ο εν λόγω λογαριασμός.

Το ΥΠΕΝ έχει λάβει υπόψη του ότι κατά τους μήνες της άνοιξης, όπου εποχικά η ζήτηση για ενέργεια μειώνεται, δημιουργούνται συνθήκες για πτώση της τιμής του φυσικού αερίου, με ευεργετικές συνέπειες για τις χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρισμού: Δεν είναι τυχαίο ότι τον Μάρτιο εμφάνισαν μείωση της τάξης του 30% σε σχέση με τον Φεβρουάριο -λόγω και της αύξησης της συμμετοχής των ΑΠΕ στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής-, κάτι που αναμένεται να αποτυπωθεί και στα πράσινα τιμολόγια για τον Απρίλιο που θα ανακοινώσουν σήμερα (Τρίτη 1 Απριλίου) οι πάροχοι.

Σε δεύτερο χρόνο το ΥΠΕΝ φέρεται διατεθειμένο να εξετάσει τρόπους αύξησης του μεριδίου των σταθερών τιμολογίων, η μετακίνηση προς τα οποία συνεχίζεται, αλλά με αργούς ρυθμούς. Υπάρχει πλέον πληθώρα τέτοιων προϊόντων, με διάρκεια 12 μήνες ή και μεγαλύτερη, με κάποια από αυτά να ξεκινούν από τα 9,4 λεπτά ανά κιλοβατώρα, δηλαδή σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από εκείνες των «πράσινων». Η αδράνεια ωστόσο διατηρεί ακόμα το 70% περίπου των καταναλωτών στα κυμαινόμενα πράσινα τιμολόγια που επηρεάζονται από τις χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρισμού και  θα είχαν υπερβεί τους μήνες του καλοκαιριού και του χειμώνα την αόρατη «κόκκινη γραμμή» των 15 περίπου λεπτών ανά κιλοβατώρα χωρίς τις κρατικές επιδοτήσεις που συγκράτησαν τις τελικές χρεώσεις το δίμηνο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2024 και μετά το τετράμηνο Δεκεμβρίου 2024-Μαρτίου 2025. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάγκη για στροφή προς πιο σταθερές, προβλέψιμες επιλογές συζητείται έντονα, χωρίς να υπάρχει ακόμη συγκεκριμένο πλάνο παρεμβάσεων. Βασική παραδοχή είναι πως η καθυστέρηση στη μετατόπιση των καταναλωτών είναι δομικό φαινόμενο και συναντάται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Σε κάθε περίπτωση, η επιδίωξη και η στρατηγική γύρω από το ζήτημα του ενεργειακού κόστους διαμορφώνεται σταδιακά από τη νέα ηγεσία του ΥΠΕΝ. Και στην πρώτη γραμμή δεν βρίσκεται μία μείωση-πυροτέχνημα, ούτε μια πολιτική τεχνητά “φθηνού ρεύματος”, αλλά μια μακροπρόθεσμη, συστηματική αποφόρτιση του ενεργειακού κόστους, ώστε αυτό να πάψει να αποτελεί «σημεία πόνου» για νοικοκυριά  και  επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «το όνειρο δεν είναι η ενέργεια να γίνει φθηνή. Είναι να μην ασχολείται κανείς με την τιμή της».

Στις άμεσες πολιτικές προτεραιότητες εντάσσεται και η αυξημένη μέριμνα για τα ευάλωτα νοικοκυριά, τα οποία παραμένουν αντιμέτωπα με αυξημένο κίνδυνο ενεργειακής ανασφάλειας. Την ίδια στιγμή, τίθεται ως σταθερός στόχος η βελτίωση της σχέσης του πολίτη με το κράτος για τα θέματα αρμοδιότητας του ΥΠΕΝ. Σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο επιδιώκει την ψηφιακή απλοποίηση των διαδικασιών και τη δημιουργία ενός πιο προσβάσιμου και λειτουργικού περιβάλλοντος, ώστε «να μη χρειάζεται να βρίζεις για να βγάλεις άκρη».

Διαβάστε ακόμη