Με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη κρίσιμη δεκαετία, ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Παντελής Μπίσκας παρουσίασε στο 6ο Power & Gas Forum τα πρώτα ποιοτικά συμπεράσματα της μεγάλης μελέτης που εκπονεί το ΑΠΘ σε συνεργασία με τη Grant Thornton, για λογαριασμό του ΑΔΜΗΕ. Σκοπός της μελέτης είναι να εκτιμήσει την επάρκεια ισχύος και την ευελιξία του ελληνικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας για τα έτη 2025, 2030 και 2035 και να αποτελέσει τη βάση για την εισήγηση ενός ενδεχόμενου μηχανισμού ισχύος ή/και ευελιξίας.
«Δεν είναι μόνο το 2025 που μας απασχολεί – τα δύσκολα είναι μπροστά μας», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Μπίσκας, εξηγώντας ότι η μελέτη προχωρά σε βάθος δεκαετίας και εστιάζει στα έτη-ορόσημα 2030 και 2035, όταν το ενεργειακό σύστημα της χώρας θα έχει διαφοροποιηθεί ριζικά λόγω της μαζικής διείσδυσης των ΑΠΕ και της αναμενόμενης απόσυρσης θερμικών μονάδων.
Η προσέγγιση βασίστηκε σε ένα βασικό σενάριο, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του ΕΣΕΚ, την ανάλυση του RAA (Resource Adequacy Assessment) της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεδομένα από την περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης (περιλαμβανομένης της Ουγγαρίας και μέρους της Ιταλίας). Το μοντέλο προσομοίωσης που εφαρμόστηκε περιλαμβάνει τις αγορές day-ahead, intra-day και balancing, ενώ χρησιμοποιήθηκαν 35 διαφορετικά κλιματικά σενάρια και 230 ετήσιες προσομοιώσεις για κάθε έτος αναφοράς. Εξετάστηκε επίσης η επίδραση έξι σχημάτων demand response και των διαφορετικών επιπέδων εφεδρειών (πρωτεύουσας και δευτερεύουσας).
Αντοχή στο 2025 – Κίνδυνοι από το 2030 και μετά
Σύμφωνα με τον καθηγητή, το έτος 2025 δεν αναμένεται να παρουσιάσει σοβαρά προβλήματα οικονομικής βιωσιμότητας για τις θερμικές μονάδες, καθώς και η αξιοπιστία του συστήματος χαρακτηρίζεται ως επαρκής, ενίοτε και υπέρμετρα ικανοποιητική. Ωστόσο, η εικόνα αλλάζει άρδην για το 2030 και ακόμη περισσότερο για το 2035.
«Για τα έτη 2030 και 2035 ανακύπτουν σημαντικά προβλήματα οικονομικής βιωσιμότητας – ιδίως για τις παλαιές μονάδες φυσικού αερίου», υπογράμμισε ο καθηγητής, αποδίδοντας την πίεση αυτή στον αυξανόμενο ανταγωνισμό από άλλες ευέλικτες πηγές: κατανεμόμενες ΑΠΕ, μονάδες αποθήκευσης με μπαταρίες (με εκτιμώμενη ισχύ έως 6 GW μέχρι το 2030) και την απόκριση ζήτησης.
Αν αποσυρθούν οι μονάδες αερίου, τι γίνεται;
Η απάντηση του μοντέλου ήταν ξεκάθαρη: η μαζική έξοδος των μη βιώσιμων θερμικών μονάδων οδηγεί σε σοβαρότατα προβλήματα αξιοπιστίας του συστήματος. «Οι δείκτες όπως το LOLE (Loss of Load Expectation) υπερβαίνουν κατά πολύ τα αποδεκτά ευρωπαϊκά όρια των 3 ωρών τον χρόνο», εξήγησε. «Για να παραμείνει το σύστημα εντός των ευρωπαϊκών ορίων, χρειάζεται πρόσθετη ευέλικτη ισχύ και ένας μόνιμος μηχανισμός αποζημίωσης για την ισχύ και την ευελιξία». Αυτός ο μηχανισμός, σύμφωνα με τον καθηγητή, πρέπει να είναι επαρκώς σχεδιασμένος ώστε να ενισχύει τόσο τις παραδοσιακές πηγές ευελιξίας (όπως οι μονάδες φυσικού αερίου – fossil flexibility) όσο και τις καθαρές τεχνολογίες, όπως η αποθήκευση, τα υδραντλητικά έργα και η απόκριση ζήτησης (non-fossil flexibility).
Μπαταρίες vs υδραντλητικά: Ένας πόλεμος για τον απογευματινό φορτίο
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στον ανταγωνισμό μεταξύ των υδραντλητικών μονάδων και των σταθμών αποθήκευσης με μπαταρίες, με τον κ. Μπίσκα να σημειώνει ότι «αν η διείσδυση των μπαταριών ξεπεράσει τα 6-7 GW, τότε οι υδραντλητικοί σταθμοί θα αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα βιωσιμότητας». Και αυτό διότι και οι δύο τεχνολογίες ανταγωνίζονται για το ποιος θα φορτίσει το μεσημέρι και θα αποδώσει ενέργεια το βράδυ, όταν η ζήτηση κορυφώνεται και ο ήλιος έχει δύσει.
O καθηγητής έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι οι επενδυτές σε έργα αποθήκευσης δεν θα πρέπει προς το παρόν να ενσωματώνουν προβλέψεις εσόδων από ενδεχόμενους μελλοντικούς μηχανισμούς αποζημίωσης. «Είναι συνετό να μην ενσωματώνουμε τέτοια έσοδα στα business plans. Αν προκύψουν, ας τα θεωρήσουμε ως positive risk», δήλωσε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη θεσμική αβεβαιότητα και την ανάγκη συγκροτημένης και τεχνικά ώριμης εισήγησης προς την πολιτεία και τη ΡΑΑΕΥ.
Καθαρές ανάγκες, ξεκάθαρα μέτρα
Το συμπέρασμα του ΑΠΘ είναι σαφές: η επάρκεια ισχύος και η ευελιξία του ελληνικού συστήματος εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη ενός βιώσιμου μηχανισμού που θα διατηρεί εντός του συστήματος κρίσιμες αλλά οικονομικά ευάλωτες μονάδες. Όπως σημειώθηκε, η ανάγκη για πρόσθετη ισχύ και ευελιξία δεν αφορά μόνο την παραγωγή αλλά και τη σταθερότητα του συστήματος ως σύνολο – ιδιαίτερα υπό την πίεση των ακραίων καιρικών φαινομένων, των διακυμάνσεων των ΑΠΕ και της μεταβαλλόμενης ζήτησης.
Η Ελλάδα, όπως δείχνει η ανάλυση, βρίσκεται μπροστά σε μια καμπή σχεδιασμού: είτε θα εξασφαλίσει τους πόρους και τα κίνητρα για την επάρκεια του 2030-2035, είτε θα εκτεθεί σε νέους κινδύνους συστημικής αστάθειας. Και όπως επεσήμανε εύστοχα ο καθηγητής Μπίσκας, «η αξιοπιστία δεν είναι δεδομένη – είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού».
Το τεχνικό συμπέρασμα του ΑΠΘ βρίσκει πολιτικό και ρυθμιστικό αντίκρισμα στην πρόταση για σύσταση μιας νέας αγοράς διαθέσιμης ισχύος, όπως αυτή περιγράφηκε από τον Δρ. Γιώργο Στάμτση, Γενικό Διευθυντή του ΕΣΑΗ, στο ίδιο συνέδριο. Όπως σημείωσε, η αγορά αυτή δεν θα πρέπει να θεωρείται επιδότηση ή προσωρινός μηχανισμός, αλλά ένα μόνιμο εργαλείο ευρωπαϊκά αποδεκτό και δομικό για την ασφάλεια εφοδιασμού.
«Μιλάμε για μία νέα, αυτόνομη αγορά, στην οποία θα έχουν πρόσβαση όλες οι τεχνολογίες – πλην των λιγνιτικών – με διαφορετικούς συντελεστές διαθεσιμότητας, υπό τον σχεδιασμό και την ευθύνη του ΑΔΜΗΕ», υπογράμμισε ο Δρ. Στάμτσης, προσθέτοντας ότι η θεσμοθέτηση της αγοράς αυτής θα λειτουργήσει και ως έμμεσο πλαφόν για τους καταναλωτές, αφού οι μονάδες που θα λαμβάνουν σταθερές αποζημιώσεις δεν θα έχουν το δικαίωμα να εισπράττουν υπερκέρδη από την αγορά όταν οι τιμές εκτοξεύονται.
Διαβάστε ακόμη