Τα ηλεκτρικά δίκτυα είναι ένας κρίκος υψίστης σημασίας στην αλυσίδα της πράσινης μετάβασης. Για να επιτύχει, όμως, η Ευρώπη τους κλιματικούς στόχους που έχει θέσει, θα πρέπει να προβεί σε επενδύσεις 2,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ σε υποδομές δικτύου έως το 2050, με τη μέση ετήσια χρηματοδότηση να ανέρχεται σε 90,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Ενδεικτικά, οι τρέχουσες ετήσιες επενδύσεις της Ευρώπης στα δίκτυα φτάνουν τα 60 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει ανάγκη για αύξηση της χρηματοδότησης κατά τουλάχιστον 30% έως το 2030, κάτι που μεταφράζεται σε επιπλέον 18 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Όπως τονίζει σε έκθεση που δημοσίευσε πριν λίγες ημέρες η Allianz, η συμφόρηση που προκαλείται στα ηλεκτρικά δίκτυα, λόγω της αυξανόμενης χρήσης ΑΠΕ, που είναι η κορωνίδα της πράσινης μετάβασης, αυξάνει περαιτέρω το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, και κατά προέκταση το κόστος παραγωγής, υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητά της. Οι επενδύσεις στα ηλεκτρικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε διασυνδέσεις μεταξύ κρατών και υποδομές αποθήκευσης ενέργειας, θα οδηγήσουν, σε βάθος χρόνου, σε μείωση του ενεργειακού κόστους στη Γηραιά Ήπειρο, κάνοντας πραγματικότητα, ταυτόχρονα, τους κλιματικούς στόχους της. Μέχρι τότε, ωστόσο, η Ευρώπη καλείται να βρει λύσεις για να επιβιώσει από το κόστος των μαζικής κλίμακας επενδύσεων που χρειάζονται.
Οδηγός επιβίωσης: Πώς η Ευρώπη θα αντέξει το κόστος των επενδύσεων στα δίκτυα
Η Allianz στην έκθεσή της με τίτλο “Plug, baby, plug: Unlocking Europe’s electricity market”, αναφέρει πως η μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές, αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, και της αύξησης των επενδύσεων στα δίκτυα, θα χρειαστεί έναν συνδυασμό βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων. Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, η Allianz προτείνει στοχευμένες πολιτικές παρεμβάσεις, όπως η μείωση της φορολογίας ηλεκτρικής ενέργειας, η βελτιστοποίηση των χρεώσεων δικτύου και η ενίσχυση του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά. Επιπλέον, βελτιώσεις στη δομή της αγοράς ενέργειας, όπως η ενίσχυση των PPAs (Power Purchase Agreements) και η διεύρυνση της χρήσης Διαφορικών Συμβάσεων (CfDs ή Contracts for Difference), θα μπορούσαν να συμβάλουν στη σταθεροποίηση των τιμών ρεύματος. Το Σχέδιο Δράσης της ΕΕ για Προσιτή Ενέργεια, το οποίο δημοσιεύτηκε τέλη Φεβρουαρίου, περιλαμβάνει διάφορα μέτρα στο ίδιο μήκος κύματος, προκαλώντας, όμως, ποικίλες αντιδράσεις από την αγορά.
Ένας σχετικά ανέξοδος τρόπους για μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας και για την ενίσχυση του δικτύου, είναι η μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας του ενεργειακού συστήματος. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της προώθησης μεγαλύτερης ευελιξίας από την πλευρά της ζήτησης. Με άλλα λόγια, εάν οι καταναλωτές κατανεμήσουν καλύτερα την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, αυτό θα μειώσει την ανάγκη για υποδομές αποθήκευσης και θα περιορίσει τις αιχμές φορτίου, συμβάλλοντας στην αποσυμφόρηση του δικτύου. Ως προς αυτό, απαραίτητη είναι η ανάπτυξη έξυπνων δικτύων, η μαζική εγκατάσταση έξυπνων μετρητών, που θα επιτρέπει την παρακολούθηση της κατανάλωσης ενέργειας σε πραγματικό χρόνο, καθώς και η υιοθέτηση δυναμικών τιμολογίων από τους καταναλωτές.
Περαιτέρω βελτιώσεις στην αποδοτικότητα του συστήματος θα μπορούσαν να προκύψουν από τον εξηλεκτρισμό των ενεργειακών αναγκών βιομηχανικών καταναλωτών, κτιρίων και του τομέα μεταφορών. Ο εξηλεκτρισμός τους, σε συνδυασμό με τη χρήση ΑΠΕ για ηλεκτροπαραγωγή, θα συνέβαλε και στους στόχους απανθρακοποίησης της Ευρώπης. Μια βασική στρατηγική περιλαμβάνει, επίσης, την ευθυγράμμιση της ζήτησης των επιμέρους τομέων με την ηλεκτρική προσφορά μέσω τεχνολογιών μετατροπής ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλες μορφές (power-to-X). Σε αυτήν την προσέγγιση, η πλεονάζουσα ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ μετατρέπεται σε άλλους ενεργειακούς φορείς (energy carriers), όπως θερμότητα ή υδρογόνο, ή χρησιμοποιείται απευθείας σε βιομηχανικές διεργασίες. Αυτά τα μέτρα θα μείωναν τις περικοπές τις περίσσειας παραγωγής από ΑΠΕ, οι οποίες κοστίζουν, και θα ενίσχυσαν την ενεργειακή ασφάλεια.
Στον τομέα των μεταφορών, κομβική είναι η περαιτέρω ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης. Από τη μία, η αύξηση της χρήσης ηλεκτρικών αυτοκινήτων (EVs) οδηγήσει αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια. Αυτό θα μπορούσε να επιδεινώσει θεωρητικά τη συμφόρηση στα δίκτυα. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εξισορρόπηση των δικτύων, παρέχοντας επιπλέον χωρητικότητας αποθήκευσης της περίσσειας ενέργειας. Η έκθεση επισημαίνει πως αν υιοθετηθούν ευρέως, οι μπαταρίες των EVs θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη σταθερότητα του δικτύου, απορροφώντας πλεονάζουσα ενέργεια κατά τις περιόδους υψηλής παραγωγής και απελευθερώνοντάς την όταν η ζήτηση κορυφώνεται. Η γεωγραφική τους κατανομή θα μπορούσε, επίσης, να καταστήσει τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα χρήσιμα για το ενεργειακό σύστημα.
Ασφαλώς, για να επιτευχθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης, είναι απαραίτητη η εγκατάσταση υποδομών φόρτισης για ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Παραδόξως, δεν απαιτούνται τόσο μεγάλες επενδύσεις για υποδομές φόρτισης. Η εμπειρία των σκανδιναβικών χωρών, όπως η Φινλανδία, η Σουηδία και η Νορβηγία, δείχνει ότι μπορεί να επιτευχθεί υψηλό μερίδιο αγοράς EVs ακόμη και με μέτρια πυκνότητα δημόσιων σημείων φόρτισης, κυμαινόμενη από 0,15 έως 0,3 σημεία φόρτισης ανά χιλιόμετρο οδικού δικτύου.
Μια άλλη επιλογή για μείωση του ενεργειακού κόστους, είναι η αξιοποίηση και εναλλακτικών πηγών ενέργειας βασικού φορτίου (base load) χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Τέτοιες πηγές ενέργειας είναι η γεωθερμική ενέργεια, η υδροηλεκτρική, η βιομάζα και η πυρηνική ενέργεια. Το πλεονέκτημα αυτών των τεχνολογιών έγκειται στις προβλέψιμες ροές ενέργειας και στη μεγαλύτερη ευελιξία που προσφέρουν στα δίκτυα. Η αξιοποίησή τους θα μείωνε την ανάγκη για εκτεταμένες επενδύσεις σε υποδομές αποθήκευσης, οδηγώντας τελικά σε χαμηλότερο συνολικό κόστος του συστήματος. Βεβαίως, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται πως η αξιοποίησή τους σε μεγάλη κλίμακα συνοδεύεται από προκλήσεις και περιορισμούς.
Ένα μέτρο που προτείνει η Allianz είναι η αναδιαμόρφωση της αγοράς ενέργειας μέσω αναδιάρθρωσης των ζωνών προσφορών (bidding zones), σε ευρωπαϊκές χώρες που λειτουργούν με αυτό το σύστημα. Ωστόσο, ο επαναπροσδιορισμός των ζωνών προσφορών πιθανότατα θα οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας σε ορισμένες περιοχές που ιστορικά επωφελήθηκαν από χαμηλότερες τιμές χονδρικής, επισημαίνεται. Η έκθεση σημειώνει πως ορισμένες προκλήσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν ώστε να διασφαλιστεί ότι τα συνολικά οφέλη της περαιτέρω ενοποίησης των ενεργειακών αγορών μέσω επιπλέον διασυνδεσιμότητας κατανέμονται δίκαια.
Το παραπάνω ζήτημα είναι σημαντικό και έγινε υπαρκτό και στην Ελλάδα μέσα στο 2024, όταν έγινε εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας μετά από 24 χρόνια. Το πρόβλημα που τίθεται είναι πως ενώ ένα ενοποιημένο ενεργειακό σύστημα θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές στις χώρες που εισάγουν ηλεκτρική ενέργεια, οι καταναλωτές σε χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής θα αντιμετώπιζαν υψηλότερες συγκριτικές τιμές. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει εντάσεις. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η «παρενέργεια», η έκθεση προτείνει να επιβληθεί μια προσαύξηση, έναν πρόσθετο φόρο, στις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτή η προσαύξηση θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει έναν μηχανισμό επιδότησης, διασφαλίζοντας οφέλη τόσο για τη χώρα εξαγωγής, όσο και για τη χώρα εισαγωγής.
Με άλλα λόγια, η προτεινόμενη επιλογή αφορά την ενσωμάτωση ενός μηχανισμού επιπλέον χρέωσης και επιδότησης στην ίδια την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό θα συνεπαγόταν την προσθήκη μιας πρόσθετης χρέωσης στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που εξάγεται μέσω των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, με τα έσοδα να πηγαίνουν προς τους εγχώριους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας εξαγωγής. Με αυτόν τον τρόπο θα αντισταθμιζόταν η αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της υψηλότερης ενοποίησης της αγοράς.
Ποιος θα πληρώσει για τις επενδύσεις
Ασφαλώς, οι ογκώδεις επενδύσεις που πρέπει να γίνουν δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν εξ’ ολοκλήρου από την Ευρώπη, που βρίσκεται σε μια περίοδο «σφιχτής» δημοσιονομικής πολιτικής και έχει μπροστά της αυξανόμενες αμυντικές δαπάνες. Για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις στα δίκτυα, η Ευρώπη θα πρέπει να φανεί δημιουργική. Ένα πρώτο βήμα θα ήταν η βελτίωση των επενδυτικών συνθηκών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό απαιτεί την εναρμόνιση των ρυθμιστικών πλαισίων μεταξύ των χωρών, ώστε να δημιουργηθεί ένα πιο προβλέψιμο και αποδοτικό περιβάλλον για τους επενδυτές. Επίσης, η ύπαρξη φορολογικών κινήτρων θα μπορούσε να συμβάλει στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων σε υποδομές.
Ένα άλλο βήμα θα ήταν η προώθηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union ή CMU), η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει την αυξημένη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση υποδομών, επιτρέποντας πιο αποδοτικές ροές κεφαλαίων και μειώνοντας την εξάρτηση από τη δημόσια χρηματοδότηση. Επιπλέον, η Allianz υποστηρίζει πως θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία ενός Ανεξάρτητου Διαχειριστή Συστήματος (ISO). Αυτός ο Διαχειριστής θα επέβλεπε συνολικά τη λειτουργία των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, βελτιώνοντας την αποδοτικότητά τους. Με επίκεντρο τις ανάγκες διασύνδεσης, ένας ISO θα μπορούσε να συντονίσει τις επενδυτικές προσπάθειες μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οδηγώντας σε πιο αποδοτική και ταχεία ανάπτυξη κεφαλαίων.
Σημαντική θα ήταν και η διάχυση του κόστους των επενδύσεων σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα. Μηχανισμοί απόσβεσης, που θα δημιουργούνταν σε επίπεδο κρατών, θα βοηθούσαν στην κατανομή του αρχικού υψηλού κόστους των επενδύσεων στα δίκτυα σε μεγαλύτερες χρονικές περιόδους, κάνοντας τα έργα οικονομικά πιο βιώσιμα. Αυτοί οι μηχανισμοί θα επέτρεπαν τους επενδυτές να κάνουν ανάκτηση του κόστους της επένδυσης σταδιακά μέσω των χρεώσεων του δικτύου.
Τέλος, η χρήση πράσινων ομολόγων (green bonds), η δημιουργία ταμείων μετάβασης και η προσαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων ώστε να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις, θα μπορούσαν να αποδειχτούν χρήσιμα εργαλεία. Σκόπιμη είναι, επίσης, και η ενίσχυση υφιστάμενων χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως ο μηχανισμός “Connecting Europe Facility” (ή CEF). Αυτά τα μέτρα θα ενεργοποιούσαν τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, θα διατηρούσαν το κόστος χρηματοδότησης σε διαχειρίσιμα επίπεδα και θα μείωναν την εξάρτηση από τη δημόσια χρηματοδότηση. «Εναρμονίζοντας αυτά τα χρηματοδοτικά εργαλεία με ευρύτερες ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις, η Ευρώπη μπορεί να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των ενεργειακών της υποδομών, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική βιωσιμότητα», καταλήγει η έκθεση.
Διαβάστε ακόμη