Σε μια περίοδο κατά την οποία η ενεργειακή κρίση και η αβεβαιότητα εξακολουθούν να διαμορφώνουν τις οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της. Η ενεργειακή ανταγωνιστικότητα της ηπείρου βρίσκεται στο επίκεντρο, με την Κομισιόν να παρουσιάζει ένα φιλόδοξο Σχέδιο Δράσης που στοχεύει στη μείωση του ενεργειακού κόστους και την ενίσχυση της βιομηχανικής πολιτικής απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα διεκδικεί έναν αναβαθμισμένο ρόλο στο ευρωπαϊκό ενεργειακό γίγνεσθαι, επενδύοντας σε στρατηγικές ενεργειακές υποδομές και ενισχύοντας τη θέση της ως εγγυητής ενεργειακής ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στο 5ο επεισόδιο του podcast «Στην Πρίζα» του ΑΔΜΗΕ, ο πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), Θανάσης Δαγούμας, συζήτησε με τον δημοσιογράφο Γιώργο Φιντικάκη τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που διαμορφώνουν τον ενεργειακό χάρτη της χώρας και της Ευρώπης.

Το Σχέδιο Δράσης της Κομισιόν: Μια αόριστη υπόσχεση;

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε πρόσφατα ένα πακέτο τριών μέτρων για την αντιμετώπιση του υψηλού ενεργειακού κόστους, το οποίο περιλαμβάνει:

  • Μείωση του κόστους ενέργειας μέσω στοχευμένων ελαφρύνσεων και φορολογικών παρεμβάσεων.
  • Μια νέα «Καθαρή Βιομηχανική Συμφωνία», που αποσκοπεί στη στήριξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό.
  • Περιορισμό της γραφειοκρατίας, ώστε να επιταχυνθούν οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δίκτυα.

Ωστόσο, το σχέδιο αφήνει αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα, καθώς δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένα χρηματοδοτικά εργαλεία ή δεσμευτικά μέτρα. Ο κ. Δαγούμας επεσήμανε αυτήν την αδυναμία, σημειώνοντας ότι η Κομισιόν φαίνεται να μεταφέρει το βάρος των αποφάσεων στις εθνικές κυβερνήσεις. «Είναι ένα πρώτο σχέδιο, το οποίο δεν προσδιορίζει ρητά τα μέτρα που θα δρομολογηθούν, αφήνοντας τα κράτη-μέλη να αποφασίσουν τη στρατηγική τους», δήλωσε ο πρόεδρος της ΡΑΑΕΥ.

Αυτό σημαίνει ότι χώρες με μεγαλύτερους δημοσιονομικούς πόρους, όπως η Γερμανία, μπορούν να προχωρήσουν σε φορολογικές ελαφρύνσεις και επιδοτήσεις, ενώ χώρες με περιορισμένους πόρους, όπως η Ελλάδα, θα δυσκολευτούν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. «Αν οι χώρες κινηθούν ανεξάρτητα, υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων, όπου ορισμένα κράτη θα μπορούν να προσφέρουν φθηνότερη ενέργεια στη βιομηχανία τους, ενώ άλλα όχι», τόνισε.

Μπορεί η Ελλάδα να μειώσει το ενεργειακό κόστος: Τα περιορισμένα περιθώρια ελιγμών

Το σχέδιο της Κομισιόν δίνει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να μειώσουν τους φόρους και τις χρεώσεις στην ενέργεια, όμως, σύμφωνα με τον κ. Δαγούμα, στην περίπτωση της Ελλάδας το περιθώριο είναι πολύ μικρό.

«Στη χώρα μας, το περιθώριο περαιτέρω μείωσης είναι λιγότερο από 2% του συνολικού λογαριασμού. Ακόμα και τα τέλη δικτύου που προτείνεται να μειωθούν έχουν ήδη μεταρρυθμιστεί, ώστε να βασίζονται στην κατανάλωση κατά τις ώρες αιχμής», ανέφερε. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα έχει ήδη εφαρμόσει μέτρα που προωθούν τη μείωση του ενεργειακού κόστους μέσω της έξυπνης τιμολόγησης, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για περαιτέρω παρεμβάσεις. Αντί της μείωσης των φόρων, η στρατηγική της χώρας εστιάζει στη χρηματοδότηση μεγάλων έργων ενεργειακής υποδομής, που θα συμβάλουν στη μείωση του κόστους μακροπρόθεσμα.

Η Ελλάδα ως ενεργειακός κόμβος

Η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί πλέον κεντρικό ζήτημα για την Ευρώπη, και η Ελλάδα έχει αρχίσει να αναδεικνύεται ως σημαντικός πυλώνας σταθερότητας στην περιοχή. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις σε διασυνδέσεις και κρίσιμες ενεργειακές υποδομές, που μετατρέπουν τη χώρα σε ενεργειακό κόμβο. «Η χώρα μας έχει γίνει εξαγωγική, τόσο σε πράσινη ενέργεια όσο και ως εγγυητής ενεργειακής ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό είναι αποτέλεσμα στοχευμένων επενδύσεων και μιας συνολικής ενεργειακής στρατηγικής», υπογράμμισε ο κ. Δαγούμας.

Με έργα όπως: η πλωτή μονάδα υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) στην Αλεξανδρούπολη, ο αγωγός Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), οι νέες ηλεκτρικές διασυνδέσεις με Ιταλία, Αλβανία και Κύπρο, η Ελλάδα θωρακίζει το ενεργειακό της σύστημα, ενώ ενισχύει τη θέση της στην ευρωπαϊκή αγορά.

Οι μεγάλες προκλήσεις: Αποθήκευση και δίκτυα

Παρότι η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στη διείσδυση των ΑΠΕ, το μεγάλο στοίχημα παραμένει η αποθήκευση ενέργειας και η αναβάθμιση των δικτύων. Η αύξηση της παραγωγής πράσινης ενέργειας δημιουργεί νέες απαιτήσεις στη διαχείριση του δικτύου, ενώ η απουσία αποθήκευσης οδηγεί σε αναγκαστικές περικοπές παραγωγής.

Ο κ. Δαγούμας εκτίμησε ότι μέχρι το 2026-2027 η Ελλάδα θα διαθέτει ένα από τα πιο ολοκληρωμένα ενεργειακά συστήματα στην Ευρώπη, εφόσον ολοκληρωθούν οι επενδύσεις σε αποθήκευση και αντλησιοταμίευση. «Αν ολοκληρωθούν οι επενδύσεις σε αποθήκευση και αντλησιοταμίευση, το σύστημά μας θα είναι από τα πιο ανθεκτικά και πλήρη στην Ευρώπη», υπογράμμισε.

Ωστόσο, η πρόταση της Κομισιόν για μείωση των χρεώσεων δικτύου δημιουργεί ανησυχία, καθώς μπορεί να περιορίσει τα διαθέσιμα κονδύλια για επενδύσεις σε υποδομές.

Η Ελλάδα βαδίζει προς ένα πιο ανθεκτικό ενεργειακό μέλλον, με επενδύσεις σε υποδομές, αποθήκευση ενέργειας και διασυνδέσεις. Ωστόσο, η επιτυχία αυτής της στρατηγικής εξαρτάται από τη σταθερότητα του ρυθμιστικού πλαισίου και την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, καθώς και από το πόσο αποφασιστικά η Ε.Ε. θα προχωρήσει από τις εξαγγελίες σε πράξεις.

Διαβάστε ακόμη