Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο της ενεργειακής της μετάβασης, με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) να καλύπτουν ήδη το 60% της ηλεκτροπαραγωγής. Η μετάβαση αυτή έχει οδηγήσει σε μια ριζική αλλαγή του ενεργειακού μείγματος, με τον λιγνίτη να υποχωρεί δραματικά και τις ΑΠΕ να γίνονται ο βασικός πυλώνας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, οι προκλήσεις που προκύπτουν είναι τεράστιες και αφορούν τόσο τη διαχείριση των δικτύων όσο και τη δημιουργία μηχανισμών αποθήκευσης και την εξασφάλιση της κοινωνικής αποδοχής. Στο τρίτο επεισόδιο του podcast «Στην Πρίζα» του ΑΔΜΗΕ, ο Καθηγητής της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ, Σταύρος Παπαθανασίου, μιλά για τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον ενεργειακό χάρτη της χώρας, τις δυσκολίες της ενεργειακής μετάβασης και τις προϋποθέσεις για την επιτυχία της.

Η μεταμόρφωση του ενεργειακού συστήματος

«Η δομική αλλαγή στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας μας είναι η εισαγωγή ενός τεράστιου όγκου έργων ΑΠΕ. Περίπου 15.000 MW αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών λειτουργούν πλέον σε ένα σύστημα που έχει μέγιστη ζήτηση γύρω στα 10.000 MW», εξηγεί ο Σταύρος Παπαθανασίου, επισημαίνοντας τη ραγδαία διείσδυση των ΑΠΕ και την πλήρη ανατροπή του παλαιού μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής.

Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής ήταν η υποβάθμιση του λιγνίτη, ο οποίος από 50% συμμετοχή στην ηλεκτροπαραγωγή το 2014, πλέον βρίσκεται στο 5%. «Αυτή είναι μια ιστορική μεταβολή. Παράλληλα, αναβαθμίζεται ο ρόλος των ευέλικτων μονάδων φυσικού αερίου, οι οποίες, παρά τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ, διατηρούν ένα σημαντικό ποσοστό στην κάλυψη της ζήτησης, πάνω από 35%», εξηγεί.

Η πρόκληση της αποθήκευσης

Ωστόσο, το «πρασίνισμα» του ενεργειακού μείγματος συνοδεύεται από προκλήσεις. Η στοχαστικότητα των ΑΠΕ – δηλαδή η αστάθεια στην παραγωγή λόγω των καιρικών συνθηκών – δημιουργεί προβλήματα στην ευστάθεια του συστήματος. «Έχουμε πλέον καταστεί απολύτως σαφές ότι η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας είναι απαραίτητη. Η αντικειμενική αδυναμία να συγχρονίσουμε την παραγωγή ΑΠΕ με την κατανάλωση ηλεκτρισμού οδηγεί σε πλεονάσματα παραγωγής, τα οποία, αν δεν έχουμε πού να τα αποθηκεύσουμε, απλά περικόπτονται», τονίζει ο καθηγητής.

Το πρόβλημα των περικοπών παραγωγής έχει αρχίσει να γίνεται αισθητό: «Ήδη, το 2024, έχουμε ένα επίπεδο περικοπών της τάξης του 2-3% της διαθέσιμης παραγωγής ΑΠΕ. Αν δεν αναπτύξουμε άμεσα αποθηκευτικούς σταθμούς, αυτό το ποσοστό θα αυξηθεί σημαντικά, θέτοντας φραγμούς στη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».

Για να επιτευχθεί ο στόχος του 80% διείσδυσης ΑΠΕ έως το 2030, απαιτούνται τουλάχιστον 4.000-6.000 MW αποθηκευτικών σταθμών. «Αυτή τη στιγμή λειτουργούν λιγότερο από 1.000 MW στη χώρα μας. Η άμεση υλοποίηση αυτών των επενδύσεων είναι κρίσιμη», επισημαίνει.

Η ανάγκη αναβάθμισης των δικτύων

Εξίσου σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και η αδυναμία των δικτύων μεταφοράς να απορροφήσουν τις νέες ΑΠΕ. «Τα δίκτυα αναπτύχθηκαν με βάση το παλιό μοντέλο, όπου η παραγωγή γινόταν σε λίγες μεγάλες μονάδες και μεταφερόταν στα κέντρα κατανάλωσης. Σήμερα, όμως, έχουμε εκατοντάδες έργα ΑΠΕ διάσπαρτα σε όλη τη χώρα, γεγονός που αλλάζει τις απαιτήσεις του συστήματος».

Η αβεβαιότητα και η πολυπλοκότητα της αδειοδότησης προκαλούν προβλήματα στον σχεδιασμό των δικτύων. «Έχουμε υπερπληθώρα αδειών για έργα ΑΠΕ, χωρίς όμως να γνωρίζουμε ποια από αυτά θα υλοποιηθούν. Αυτό καθιστά δύσκολο τον προγραμματισμό των απαραίτητων αναβαθμίσεων στα δίκτυα», αναφέρει ο κ. Παπαθανασίου.

Η κοινωνική αποδοχή των ΑΠΕ

Η ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν είναι μόνο τεχνικό ή επενδυτικό ζήτημα, αλλά και κοινωνικό. «Βλέπουμε έντονες αντιδράσεις για νέα έργα ΑΠΕ, ιδιαίτερα για τα αιολικά πάρκα, ακόμα και όταν αντικαθιστούν ρυπογόνες μονάδες παραγωγής», σημειώνει ο καθηγητής.

Η λύση, όπως υποστηρίζει, είναι η ενεργός συμμετοχή των πολιτών: «Ο καλύτερος τρόπος να διασφαλίσουμε την αποδοχή των ΑΠΕ είναι να μπορεί η κοινωνία να επενδύει σε αυτές. Όταν οι πολίτες και οι τοπικές κοινότητες συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στα οφέλη, η αντίσταση μειώνεται σημαντικά».

Το νέο μοντέλο αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας

Τέλος, ένα μεγάλο ερώτημα είναι πώς η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. «Το σημερινό μοντέλο βασίζεται στο κόστος των θερμικών μονάδων, ενώ οι ΑΠΕ έχουν μηδενικό μεταβλητό κόστος. Αυτό δημιουργεί στρεβλώσεις και δεν επιτρέπει την πλήρη εκμετάλλευση του χαμηλού κόστους των ανανεώσιμων πηγών», εξηγεί ο Σταύρος Παπαθανασίου.

Μια πιθανή λύση είναι η εφαρμογή συμβολαίων διαφορών (CFDs), τα οποία σταθεροποιούν τις τιμές για παραγωγούς και καταναλωτές. «Τα CFDs διασφαλίζουν ότι οι παραγωγοί δεν θα αντιμετωπίσουν απρόβλεπτες διακυμάνσεις τιμών, ενώ ταυτόχρονα προστατεύουν τους καταναλωτές από υπερβολικές αυξήσεις», υπογραμμίζει.

Το στοίχημα του 2030

Ο στόχος για 77% ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή έως το 2030 είναι φιλόδοξος, αλλά όχι ανέφικτος. «Έχουμε ήδη πετύχει στόχους νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα, και αν λυθούν τα ζητήματα των δικτύων, της αποθήκευσης και της κοινωνικής αποδοχής, μπορούμε να προχωρήσουμε ακόμη πιο γρήγορα», καταλήγει ο Σταύρος Παπαθανασίου.

Με το ενεργειακό τοπίο να μεταβάλλεται ραγδαία, η Ελλάδα καλείται να διαχειριστεί τις προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι το όφελος θα φτάσει και στον τελικό καταναλωτή. Το επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικό για το αν η χώρα θα καταφέρει να εδραιωθεί ως πρωτοπόρος στην πράσινη ενέργεια ή αν θα βρεθεί αντιμέτωπη με νέα αδιέξοδα.

Διαβάστε ακόμη