Την ίδρυση νέου φορέα για τη λειτουργία και τον σχεδιασμό του ευρωπαϊκού ηλεκτρικού συστήματος προτείνει το ινστιτούτο Bruegel με policy brief που δημοσίευσε πρόσφατα. Όπως επισημαίνει το γνωστό think tank, η ύπαρξη ενός τέτοιου φορέα θα ενίσχυε τη διαφάνεια στην ανταλλαγή πληροφοριών, θα μείωνε την προτίμηση των ρυθμιστικών αρχών για επενδύσεις υψηλού κεφαλαιουχικού κόστους σε δίκτυα και θα περιόριζε την υπερίσχυση των εθνικών συμφερόντων έναντι των οφελών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επιπλέον, ένας πανευρωπαϊκός διαχειριστής συστήματος (ISO) θα απλοποιούσε τη λειτουργία του διασυνδεδεμένου ευρωπαϊκού ηλεκτρικού συστήματος, οδηγώντας σε αυξημένη αποδοτικότητα και μειωμένες ανάγκες για μελλοντικές επενδύσεις.
Σύμφωνα με το Bruegel, ο νέος φορέας θα αναλάμβανε τη λειτουργία του διασυνδεδεμένου ευρωπαϊκού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ένα κεντρικό σημείο, εξασφαλίζοντας αξιόπιστη ηλεκτροδότηση. Η ιδιοκτησία των δικτύων θα μπορούσε να παραμείνει σε εθνικές εταιρείες δικτύου, ενώ τα εθνικά κέντρα ελέγχου θα λειτουργούσαν ως εφεδρικοί μηχανισμοί σε περίπτωση προβλημάτων σε επίπεδο ΕΕ. Ως προς τα Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI), η επιλογή τους θα βασιζόταν σε μια ανεξάρτητη αξιολόγηση των αναγκών που υπάρχουν. Ως εναλλακτική λύση στη δημιουργία νέου θεσμού, το Bruegel πρότεινε να σχεδιάζεται το ευρωπαϊκό σύστημα ηλεκτρισμού από τον ACER.
Παράλληλα, το Bruegel υποστηρίζει την επέκταση των υφιστάμενων ευρωπαϊκών ταμείων που στηρίζουν τις επενδύσεις στα ευρωπαϊκά δίκτυα. Συγκεκριμένα, σχολιάζει πως οι μεμονωμένοι φορείς της αγοράς συχνά επιδιώκουν να προστατευθούν από τις επιπτώσεις μιας μη ισόρροπης κατανομής κόστους ή από τους κινδύνους απώλειας εσόδων λόγω του διασυνοριακού εμπορίου ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις στην κατασκευή κρίσιμων διασυνοριακών υποδομών. Ένα καλά στοχευμένο ευρωπαϊκό ταμείο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, κλείνοντας το χρηματοδοτικό κενό για έργα που ενισχύουν την οικονομική ευημερία, παρέχοντας παράλληλα αποζημιώσεις σε όσους επηρεάζονται αρνητικά και μειώνοντας το κόστος κεφαλαίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνει να επεκταθεί το ταμείο Connecting Europe Facility-Energy (ή CEF-E) και να στοχεύσει αποκλειστικά σε διασυνοριακά έργα των οποίων η ολοκλήρωση εμποδίζεται από προβλήματα κατανομής κόστους. Για να διασφαλιστεί η ταχεία ανάπτυξη των υποδομών και να αποζημιωθούν οι χαμένοι του ηλεκτρικού εμπορίου, η χρηματοδότηση του CEF-E θα πρέπει τουλάχιστον να τριπλασιαστεί και ενδεχομένως να αυξηθεί έως και δέκα φορές, σύμφωνα με το Bruegel.
Τέλος, προτείνει να υπάρξει καλύτερη κατανομή του κόστους για τις επενδύσεις στα δίκτυα, ώστε να μην επιβαρυνθούν υπερβολικά οι τωρινοί καταναλωτές, κάτι που θα οδηγούσε στο να στραφεί η κοινή γνώμη ενάντια σε τέτοιες επενδύσεις. Όπως αναφέρεται, «ένα δίκτυο που κατασκευάζεται σήμερα θα αποφέρει αξία για πολλές δεκαετίες, με τα μεγαλύτερα οφέλη να γίνονται αισθητά στα τελικά στάδια της ενεργειακής μετάβασης, ειδικά εάν οι επενδύσεις πραγματοποιούνται με προοπτική τη μελλοντική αύξηση της ζήτησης. Συνεπώς, δεν είναι λογικό να επιβαρύνονται εξολοκλήρου οι σημερινοί καταναλωτές και φορολογούμενοι με το κόστος των νέων υποδομών. Αντ’ αυτού, μπορούν να χρησιμοποιηθούν χρηματοδοτικά εργαλεία για τη σταδιακή αποπληρωμή του κόστους στο πέρασμα του χρόνου».
Απαραίτητη είναι, δε, η κρατική παρέμβαση, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα αυξανόμενα κόστη από τα δίκτυα δεν θα μετακυλιστούν στους καταναλωτές, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τους λογαριασμούς ρεύματος. Τα εθνικά δημόσια ταμεία θα μπορούσαν να επιτρέψουν ταχύτερη απόσβεση των επενδύσεων, αποφεύγοντας ταυτόχρονα μεγάλες αυξήσεις στις τιμές για τους καταναλωτές, επισημαίνεται. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη μεταφορά ενός μέρους του κόστους στα πρώτα χρόνια της περιόδου ανάκτησης στο κράτος και την προοδευτική χρέωση των καταναλωτών σε μεταγενέστερα στάδια (ένα χρηματοδοτικό εργαλείο τύπου “οχήματος απόσβεσης”). Ένα τέτοιο εργαλείο θα μπορούσε να είναι ουδέτερο ως προς το συνολικό κόστος κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Το Bruegel υπογραμμίζει πως οι επενδύσεις στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργειακή μετάβαση, με τις ετήσιες επενδύσεις να ανέρχονται σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ σε όλη την Ευρώπη. Η εκτίμηση των αναγκών σε υποδομές αποτελεί το πρώτο βήμα για τις επενδύσεις στο δίκτυο. Η ρυθμιστική παρέμβαση στον κλάδο των δικτύων, μέσω των ρυθμιστικών αρχών ενέργειας, θα πρέπει να ενθαρρύνει τις εταιρείες να επενδύουν στις πιο αποδοτικές λύσεις.
Οι επενδύσεις στα ευρωπαϊκά δίκτυα, που επιβάλλονται λόγω της πράσινης μετάβασης, της ανάγκης για μεγαλύτερη απορρόφηση ΑΠΕ και της ανάγκης για εξηλεκτρισμό της οικονομίας, περιλαμβάνουν τα δίκτυα διανομής, τα δίκτυα μεταφοράς, καθώς και τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις μεταξύ κρατών. Σύμφωνα με το Bruegel, περίπου τα δύο τρίτα των νέων επενδύσεων στα δίκτυα θα γίνουν στο επίπεδο της διανομής.
Παρότι το απαιτούμενο κεφάλαιο για επενδύσεις στα ευρωπαϊκά δίκτυα είναι μεγάλο, δεν είναι απαγορευτικό, αναφέρεται. Ενδεικτικά, μία ετήσια επένδυση 80 δισεκατομμυρίων ευρώ αντιστοιχεί στο 0,5% του ΑΕΠ της ΕΕ για το 2023. Με σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο, οι Διαχειριστές Συστημάτων Μεταφοράς (TSOs) μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους, αν και οι Διαχειριστές Δικτύων Διανομής (DSOs), ειδικά οι μικρότεροι, ίσως χρειαστούν εθνική δημόσια χρηματοδότηση, τονίζει το Bruegel.
Μάλιστα, προσθέτει, πως πρόσθετα καλώδια δεν αποτελούν πάντα τη βέλτιστη λύση, καθώς τα ζητήματα του δικτύου μπορούν να αντιμετωπιστούν και μέσω βελτίωσης της διαχείρισης του συστήματος, πρόσθετης αποθήκευσης ή παροτρύνοντας τους καταναλωτές να μετατοπίσουν την κατανάλωσή τους σε ώρες χαμηλής ζήτησης.
Οι επενδύσεις που δρομολογούν ο ΑΔΜΗΕ και ο ΔΕΔΔΗΕ στα δίκτυα
Στο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) για την περίοδο 2025-2034, περιλαμβάνονται επενδύσεις που φτάνουν τα 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Στο εν λόγω Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης (ΔΠΑ) γίνεται για πρώτη φορά αναφορά στις νέες διεθνείς διασυνδέσεις μεγάλης κλίμακας με Γερμανία (Green Aegean Interconnector) μέσω Αδριατικής και Σαουδική Αραβία (Saudi Greek Interconnection), ενώ περιλαμβάνονται και τα πιο ώριμα σχέδια των διασυνδέσεων με Κύπρο – Ισραήλ και Αίγυπτο.
Επιπλέον, στο ΔΠΑ περιλαμβάνονται και νέες διασυνδέσεις με Ιταλία, Αλβανία και Τουρκία, οι οποίες αναπτύσσονται, καθώς και η κατασκευή τεσσάρων νέων Κέντρων Υπερυψηλής Τάσης (ΚΥΤ) που ενισχύουν την ασφάλεια λειτουργίας του συστήματος αλλά και τις δυνατότητες απορρόφησης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Πρόκειται για ΚΥΤ στην περιοχή της Λαμίας και τη Θεσσαλία, στα Μεσόγεια, καθώς και το νέο ΚΥΤ Θεσπρωτίας.
Από την πλευρά του, ο ΔΕΔΔΗΕ «τρέχει» επενδύσεις ύψους 3 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2024-2028, που αφορούν στην υλοποίηση 176 έργων. Τα περισσότερα από τα έργα αυτά θα αφορούν στην ενίσχυση του δικτύου (μέσω επαύξησης Υποσταθμών και κατασκευής νέων) με το βλέμμα στην σύνδεση νέων έργων ΑΠΕ τα επόμενα χρόνια και στην αντικατάσταση και ανακαίνιση στοιχείων του Δικτύου, στο πλαίσιο της ενδυνάμωσης της ανθεκτικότητάς του.
Εκτός από τα παραπάνω, ένα project που προχωράει είναι η αντικατάσταση των παλαιών μετρητών από τους νέους, «έξυπνους» μετρητές, ενώ προβλέπονται και έργα για αισθητική αναβάθμιση, παραλλαγές δικτύου, σύνδεση χρηστών και επενδύσεις υποστήριξης ρυθμιζόμενων δραστηριοτήτων.
Διαβάστε ακόμη