Τις μηνιαίες αναλύσεις για τις τάσεις στην ηλεκτροπαραγωγή και το ανθρακικό αποτύπωμα της ηλεκτροπαραγωγής της Ελλάδας δημοσίευσε το Green Tank, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για τον Δεκέμβριο 2024. Με την ολοκλήρωση του έτους, η εικόνα για το 2024 αποτυπώνεται συνολικά, προσφέροντας μια καθαρή εικόνα των εξελίξεων στον τομέα της ενέργειας.

Ειδικότερα, το 2024, για δεύτερη φορά από το 1990, όπως έγραψε και το energygame.gr, η Ελλάδα υπήρξε καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας. Η καθαρή ενέργεια (ΑΠΕ και μεγάλα υδροηλεκτρικά) κάλυψε λίγο περισσότερο από τη μισή ζήτηση στην επικράτεια (50.2%). Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 5.5% σε σχέση με το 2023, έπειτα από 2 συναπτά έτη μείωσης. Την αύξηση της ζήτησης κάλυψε κυρίως το ορυκτό αέριο, το οποίο αυξήθηκε περισσότερο από τις ΑΠΕ μεταξύ 2023-2024.

Η παρούσα ανάλυση αφορά την ηλεκτροπαραγωγή σε ολόκληρη την επικράτεια και βασίζεται στα τελευταία διαθέσιμα μηνιαία δεδομένα του ΑΔΜΗΕ για το διασυνδεδεμένο δίκτυο (Δεκέμβριος 2024) και του ΔΕΔΔΗΕ για τα μη διασυνδεμένα νησιά (Νοέμβριος 2024). Επιπλέον, αξιοποιεί τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ για τη χαμηλή και μέση τάση, καθώς και για την εγκατεστημένη ισχύ συστημάτων αυτοπαραγωγής (Αύγουστος 2024). Για την ακριβέστερη προσέγγιση της ηλεκτροπαραγωγής από ΣΗΘΥΑ στη χαμηλή και μέση τάση, όπως και για τους συντελεστές χρησιμοποίησης φωτοβολταϊκών που απαιτούνται για την εκτίμηση της αυτοπαραγωγής, αξιοποιούνται τα δεδομένα του δελτίου του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) του ΔΑΠΕΕΠ ως τον Οκτώβριο του 2024.

Mε 25,269 GWh το 2024, oι ΑΠΕ (χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά) βρέθηκαν μεν στην πρώτη θέση της ηλεκτροπαραγωγής, έμειναν όμως πίσω σε σχέση με την αθροιστική παραγωγή των τριών ορυκτών καυσίμων (ορυκτό αέριο, λιγνίτης και πετρέλαιο) κατά 3,171 GWh.  Η εικόνα αυτή είναι αντίθετη με ό,τι ίσχυε μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2024, όταν οι ΑΠΕ ξεπερνούσαν σε παραγωγή τα ορυκτά καύσιμα αθροιστικά. Η αντιστροφή κατά το δεύτερο εξάμηνο συνέβη κυρίως λόγω της αυξημένης συνεισφοράς του αερίου.

Το ορυκτό αέριο με 21,343 GWh βρέθηκε στη δεύτερη θέση, απέχοντας μόλις 623 GWh από το ιστορικό υψηλό του 2021 (21,966 GWh). Αυξήθηκε κατά 35.9% σε σχέση με το 2023, μια πολύ ισχυρότερη αυξητική τάση σε σχέση με την αντίστοιχη των ΑΠΕ (+19.8%). Μάλιστα, η αύξηση αυτή ήρθε έπειτα από 2 έτη συνεχόμενης μείωσης.

Με 3,860 GWh, το πετρέλαιο στα μη διασυνδεδεμένα νησιά κατατάχθηκε στην τρίτη θέση, με μικρή σχετικά διαφορά από τα μεγάλα υδροηλεκτρικά (3,482 GWh) που βρέθηκαν στην τέταρτη θέση. Στην πέμπτη θέση με 3,236 GWh ακολούθησε ο λιγνίτης, σημειώνοντας ιστορικό χαμηλό το 2024.

Το 2024 οι καθαρές εξαγωγές έφτασαν τις 307 GWh. Από το 1900 που υπάρχουν σχετικά δεδομένα της Eurostat, αυτό συνέβη μόνο μια φορά ακόμα, το 2000 με μόλις 11 GWh.

Η μεγάλη αύξηση του ορυκτού αερίου (+5,641 GWh) και δευτερευόντως των ΑΠΕ (+4,177 GWh), καθώς και η πολύ μικρότερη αύξηση του πετρελαίου (+202 GWh) το 2024 συγκριτικά με το 2023, αντιστάθμισαν την κατακόρυφη πτώση των καθαρών εισαγωγών (-5,219 GWh), τη σημαντική αύξηση της ζήτησης (+2,960 GWh), την περαιτέρω συρρίκνωση της λιγνιτικής παραγωγής (-1,277 GWh) και τη μικρή μείωση των μεγάλων υδροηλεκτρικών (-565 GWh).

Οι αντίστοιχες ποσοστιαίες μεταβολές το 2024, σε σχέση με το 2023, ήταν:

  • Λιγνίτης: -28.3%
  • Ορυκτό αέριο: +35.9%
  • ΑΠΕ: +19.8%
  • Μεγάλα υδροηλεκτρικά: -14%
  • Καθαρές εισαγωγές: -106.3%
  • Πετρέλαιο: +5.5%
  • Ζήτηση: +5.5%

Με 28,751 GWh, η καθαρή ενέργεια (ΑΠΕ και μεγάλα υδροηλεκτρικά μαζί) το 2024 ήταν η υψηλότερη της δεκαετίας, αυξημένη κατά 14.4% σε σχέση το 2023 (25,138 GWh). Μάλιστα, ξεπέρασε κατά 311 GWh την ηλεκτροπαραγωγή από τα τρία ορυκτά καύσιμα μαζί (28,439 GWh), η οποία όμως σημείωσε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση κατά 19.1% σε σχέση με το 2023.

Ωστόσο, παρατηρείται μια επιδείνωση σε σχέση με το 2023, όταν η καθαρή ενέργεια είχε ξεπεράσει για πρώτη φορά τα ορυκτά καύσιμα κατά 1,265 GWh, πολύ περισσότερο δηλαδή από ότι το 2024. Αυτό οφείλεται στην αύξηση του ορυκτού αερίου μέσα στο 2024.

Η καθαρή ενέργεια το 2024 κάλυψε λίγο παραπάνω από τη μισή ζήτηση (50.5%), ενώ το μερίδιό της στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν χαμηλότερο (50.3%). Οι ΑΠΕ (αιολικά και φωτοβολταϊκά) κυριάρχησαν στην κάλυψη της ζήτησης με μερίδιο 44.4%, ενώ τα μεγάλα υδροηλεκτρικά είχαν μερίδιο 6.1%.

Την πρωτοκαθεδρία στην κάλυψη της ζήτησης ανάμεσα στα ορυκτά καύσιμα είχε το ορυκτό αέριο με 37.5%, λίγο χαμηλότερο από το υψηλότερο μερίδιο της δεκαετίας (38.2%) που καταγράφηκε το 2021. Ακολούθησε το πετρέλαιο με 6.8% και τέλος ο λιγνίτης με μόλις 5.7%. Καθώς η Ελλάδα ήταν καθαρά εξαγωγική το 2024, οι καθαρές εισαγωγές είχαν αρνητική συνεισφορά στην κάλυψη της εγχώριας ζήτησης (-0.5%).

Όσον αφορά την εγκατεστημένη ισχύ από αιολικά και φωτοβολταϊκά, η πρόοδος συνεχίστηκε και το 2024. Μάλιστα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα του ΔΑΠΕΕΠ (Οκτώβριος 2024) και του ΔΕΔΔΗΕ (Αύγουστος 2024), η ισχύς που έχει εγκατασταθεί από φωτοβολταϊκά (8.93 GW) έχει ήδη ξεπεράσει τον στόχο του ΕΣΕΚ για το 2025 (8.5 GW). Τα αιολικά αναπτύχθηκαν με μικρότερο ρυθμό μεταξύ 2023-2024 (+2.4%), σε σχέση με το προηγούμενο έτος 2022-2023 (11.6%). Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΕΤΑΕΝ για το 2024, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των αιολικών έως το 2024 έφτασε τα 5.355 GW.

Το μερίδιο των ΑΠΕ στη ζήτηση το 2024 θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο αν δεν υπήρχαν περικοπές. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της διαδικασίας του ενοποιημένου προγραμματισμού που δημοσιεύει καθημερινά ο ΑΔΜΗΕ, το 2024 περικόπηκαν 860 GWh ΑΠΕ, που αντιστοιχούν στο 3.3% της συνολικής παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Τον Απρίλιο περικόπηκε η περισσότερη καθαρή ενέργεια (259 GWh) συγκριτικά με τους υπόλοιπους μήνες του έτους, αλλά και με το σύνολο των περικοπών του 2023 (228 GWh), ενώ τον Οκτώβριο καταγράφηκαν οι δεύτερες υψηλότερες περικοπές δηλαδή 141 GWh. Όσον αφορά τους υπόλοιπους μήνες, τον Μάρτιο περικόπηκαν 49 GWh, τον Μάιο 122 GWh, τον Ιούνιο 64 GWh, τον Ιούλιο 33 GWh,τον Αύγουστο 37 GWh, τον Σεπτέμβριο 108 GWh και τον Νοέμβριο 32 GWh. Τον Δεκέμβριο καταγράφηκαν οι χαμηλότερες μηνιαίες περικοπές τους έτους 14 GWh, με εξαίρεση τους δύο πρώτους μήνες του έτους που ήταν μηδενικές.

Η αποφυγή αυτών των περικοπών θα μπορούσε να περιορίσει τη χρήση ορυκτού αερίου, συνεισφέροντας έτσι στη μείωση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Μέσα στο 2024:

  • Τον Μάιο:
    • Η λιγνιτική παραγωγή ήταν η χαμηλότερη από καταγραφής μετρήσεων (50 GWh), ενώ η δεύτερη χαμηλότερη σημειώθηκε τον Οκτώβριο 2024 (65 GWh).
  • Τον Ιούλιο:
    • Καταγράφηκε ρεκόρ μηνιαίας παραγωγής από ΑΠΕ (2,639 GWh) στην επικράτεια.
    • Η ζήτηση (6,475 GWh) ήταν η υψηλότερη μηνιαία της τελευταίας δεκαετίας.
    • Η παραγωγή από ορυκτό αέριο (2,412GWh) ήταν η δεύτερη υψηλότερη της τελευταίας δεκαετίας μετά τον Ιούλιο 2021 (2,490 GWh).
  • Τον Νοέμβριο
    • Καταγράφηκε ρεκόρ μηνιαίων καθαρών εξαγωγών (646 GWh).
    • Η μέση μηνιαία τιμή στην χονδρεμπορική αγορά (Day Ahead Market) ήταν η υψηλότερη του έτους (137.4 €/MWh)
  • Συνολικά το 2024
    • 5 από τους 12 μήνες ήταν καθαρά εξαγωγικοί. Το 2023 αυτό είχε συμβεί μόνο για 2 μήνες.
    • Η λιγνιτική παραγωγή ήταν 0 για το 22.9% των ωρών του 2024 (2009 ώρες), τριπλάσιο ποσοστό από αυτό του 2023 (7.7%, 672 ώρες).
    • Καταγράφηκαν επίσης οι περισσότερες συνεχόμενες μέρες με 0 λιγνίτη (21 ημέρες το 2024, ενώ το 2023 ήταν 9).

Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το 2024 στην επικράτεια (56,899 GWh) αυξήθηκε κατά 5.5% (+2,960 GWh) σε σχέση με το 2023, έπειτα από 2 έτη συνεχόμενης μείωσης. Αύξηση παρατηρήθηκε και σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας 2019-2023 κατά 1.8%.

Το ανθρακικό αποτύπωμα της ηλεκτροπαραγωγής τον Δεκέμβριο 2024

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα ηλεκτροπαραγωγής (Δεκέμβριος 2024 για το διασυνδεμένο δίκτυο και Νοέμβριος 2024 για τα μη διασυνδεδεμένα νησιά) και αυτά των ετήσιων εκπομπών CO2 από το ΣΕΔΕ (2023), εκτιμώνται οι μηνιαίες εκπομπές από κάθε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας.

Ένταση άνθρακα της ηλεκτροπαραγωγής

Η ένταση άνθρακα αποτελεί σημαντικό δείκτη της πορείας απανθρακοποίησης του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Χαμηλή τιμή έντασης άνθρακα σημαίνει καθαρότερο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής, λιγότερο εξαρτημένο από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα.

Την τελευταία δεκαετία έχει συντελεστεί μεγάλη μείωση της έντασης άνθρακα. Μέχρι και πριν το 2019 η ένταση άνθρακα κυμαινόταν πάνω από τα 500 γρ. CO2/kWh, ενώ το 2023 έπεσε στα 312 γρ. CO2/kWh.

Η πρόοδος συνεχίστηκε και το 2024, καθώς η μέση ετήσια ένταση άνθρακα μειώθηκε περαιτέρω στα 269 γρ. CO2/kWh. Τον Δεκέμβριο καταγράφηκε η υψηλότερη μηνιαία ένταση άνθρακα του έτους (325 γρ. CO2/kWh), εξαιτίας της αυξημένης παραγωγής από ορυκτά καύσιμα.

Οι εκπομπές το 2024 θα μπορούσαν να μειωθούν ακόμα περισσότερο εάν είχαν αποφευχθεί οι περικοπές ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και η αντίστοιχη ποσότητα ενέργειας διοχετευόταν για να περιορίσει την παραγωγή μονάδων αερίου και λιγνίτη. Συνολικά το 2024, σύμφωνα με τις σχετικές καθημερινές προβλέψεις του ΑΔΜΗΕ, περικόπηκαν 860 GWh. Λαμβάνοντας υπόψη την ένταση άνθρακα όλων των μηνών του 2024, θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί οι εκπομπές 211 χιλιάδων τόνων CO2, δηλαδή λίγο περισσότερο από τις συνολικές εκπομπές του πετρελαϊκού σταθμού στη Ν. Ρόδο για όλο τον χρόνο.

Εκπομπές ανά καύσιμο

Τον Δεκέμβριο 2024 οι εκπομπές COαπό τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα (1.62 εκατ. τόνοι) ήταν οι δεύτερες υψηλότερες εκπομπές του έτους, μετά τον Ιούλιο (1.68 εκατ. τόνοι).

Συνολικά, το 2024 εκτιμάται ότι εκπέμφθηκαν 15.25 εκατ. τόνοι CO2 από τον τομέα ηλεκτροπαραγωγής. Οι εκπομπές των μονάδων ορυκτού αερίου ξεπέρασαν το 50% των συνολικών εκπομπών (8.08 εκατ. τόνοι ή 53%). Μάλιστα, ήταν σχεδόν διπλάσιες σε σχέση με τις αντίστοιχες των λιγνιτικών μονάδων (4.33 εκατ. τόνοι ή 28.4%). Η διαφορά μεταξύ των εκπομπών αερίου και λιγνίτη το 2023 ήταν πολύ μικρότερη (μόλις 0.05 εκατ. τόνοι το αέριο σε σχέση με το λιγνίτη). Mικρότερο ήταν το μερίδιο των πετρελαϊκών μονάδων στα μη διασυνδεδεμένα νησιά (2.84 εκατ. τόνοι ή 18.6%).

Οι εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής το 2024 αυξήθηκαν οριακά σε σχέση με το 2023 κατά μόλις 0.12 εκατ. τόνους (+0.8%). Αυτό οφείλεται στην πολύ μεγάλη αύξηση της χρήσης του ορυκτού αερίου. Πιο συγκεκριμένα, οι εκπομπές των μονάδων αερίου αυξήθηκαν κατά 1.91 εκατ. τόνους (ή +31%) λόγω της αντίστοιχης αύξησης της ηλεκτροπαραγωγής από αέριο κατά 35.9% το 2024. Αντίθετα, οι εκπομπές των λιγνιτικών μονάδων μειώθηκαν κατά 1.79 εκατ. τόνους (ή -29.2%) ως αποτέλεσμα της μειωμένης ηλεκτροπαραγωγής από λιγνιτικές μονάδες κατά 28.3%. Τέλος, σχεδόν ίδιες παρέμειναν οι εκπομπές από τις μονάδες πετρελαίου συγκριτικά με το 2023 (-0.001 εκατ. τόνοι).

Στον αντίποδα, σημειώθηκε μείωση στις συνολικές εκπομπές του 2024 συγκριτικά με τον μέσο όρο της πενταετίας 2019-2023 (-4.9 εκατ. τόνους ή -24.4%). Η μείωση αυτή προήλθε από δύο μόνο καύσιμα (λιγνίτη και πετρέλαιο), με μεγαλύτερη αυτή από τον λιγνίτη (-5.49  εκατ. τόνοι ή -55.9%). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχή της πενταετίας (2019) οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες (16.85 εκατ. τόνοι) ήταν σχεδόν τετραπλάσιες σε σχέση με αυτές του 2024. Πολύ μικρότερη ήταν η μείωση από το πετρέλαιο (-0.2 εκατ. τόνοι ή -6.5%), ενώ στο ορυκτό αέριο καταγράφηκε αύξηση (+0.78 εκατ. τόνοι ή +10.6%).

Εκπομπές ανά σταθμό ηλεκτροπαραγωγής

Σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των εκπομπών ανά σταθμό ηλεκτροπαραγωγής, ο λιγνιτικός ατμοηλεκτρικός σταθμός (ΑΗΣ) του Αγίου Δημητρίου διατήρησε και το 2024 την 1η θέση, με εκπομπές 2.73 εκατ. τόνους (63.1% των εκπομπών από τις λιγνιτικές μονάδες), αλλά με σαφώς μειωμένη παραγωγή σε σχέση με προηγούμενα έτη. Για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου – για επτά μήνες (Ιανουάριος-Μάιος και Νοέμβριος-Δεκέμβριος) – λειτουργούσαν τρεις από τις πέντε μονάδες του ΑΗΣ (III-V), αυτές που καλύπτουν την τηλεθέρμανση της πόλης της Κοζάνης.

Η Πτολεμαΐδα 5 ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος ρυπαντής συνολικά, με 1.33 εκατ. τόνους το 2024, 0.4 εκατ. τόνους λιγότερες εκπομπές σε σχέση με το 2023, που είχε βρεθεί στη δεύτερη θέση. Ο τρίτος λιγνιτικός σταθμός, δηλαδή ο ΑΗΣ Μελίτης, βρέθηκε στην 18η θέση με 0.25 εκατ. τόνους, ενώ ο τέταρτος λιγνιτικός σταθμός που εξακολουθεί να παραμένει διαθέσιμος, ο ΑΗΣ Μεγαλόπολης 4, βρέθηκε στην 30η θέση καθώς λειτούργησε ελάχιστα το 2024 και μόνο τον Ιούνιο (9.14 GWh).

Όσον αφορά τις μονάδες ορυκτού αερίου, στη 2η θέση στη γενική κατάταξη σκαρφάλωσε ο  Άγιος Νικόλαος ΙΙ (1.41 εκατ. τόνοι), ο οποίος το 2023 -πρώτο έτος ολοκληρωμένης λειτουργίας της νέας μονάδας αερίου- είχε βρεθεί στη 13η θέση με 0.46 εκατ. τόνους. Στην 4η θέση κατατάχθηκε η Μεγαλόπολη V (1.11 εκατ. τόνοι) και στην 5η το Λαύριο IV-V (1.02 εκατ. τόνοι) – και οι δύο αυτές μονάδες βρέθηκαν μια θέση πιο κάτω σε σχέση με το 2023 στην συνολική κατάταξη των ρυπαντών. Τέλος, τον Δεκέμβριο του 2024, παράχθηκαν οι πρώτες 180 MWh ηλεκτρικής ενέργειας από τη νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το ορυκτό αέριο, τη Θερμοηλεκτρική Κομοτηνής.

Συνολικά, οι εκπομπές από τις μονάδες με καύσιμο το ορυκτό αέριο έφτασαν το 65.1% των εκπομπών από τις θερμικές μονάδες του διασυνδεδεμένου δικτύου της χώρας (λιγνίτης και ορυκτό αέριο μαζί).

Στα Μη Διασυνδεμένα Νησιά, τις πρώτες τρεις θέσεις σε εκπομπές το 2024 καταλαμβάνουν οι τρεις πετρελαϊκοί σταθμοί που βρίσκονται στην Κρήτη (Αθερινόλακκος, Λινοπεράματα και Χανιά), με εκπομπές 0.64, 0.5 και 0.26 εκατ. τόνους αντίστοιχα. Οι τρεις αυτοί σταθμοί, που είναι αθροιστικά υπεύθυνοι για σχεδόν 50% των συνολικών εκπομπών στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, βρέθηκαν στην 9η, 13η και 16η θέση αντίστοιχα στη γενική κατάταξη όλων των θερμικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της χώρας ως προς τις εκπομπές τους.

Οι εκπομπές των θερμικών μονάδων της ΔΕΗ

Η ΔΕΗ δείχνει να παραμένει προσηλωμένη στη δραστική μείωση του ανθρακικού της αποτυπώματος. Συγκεκριμένα, στο στρατηγικό επιχειρησιακό της σχέδιο για την τριετία 2024 – 2026, το οποίο παρουσίασε τον Ιανουάριο του 2024 στο Capital Markets Day στο Λονδίνο, δεσμεύτηκε να περιορίσει το 2026 τις εκπομπές από τις θερμικές της μονάδες στους 5.9 εκατ. τόνους, μια μείωση της τάξης του 75% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019. Η δέσμευση αυτή  μπορεί να αξιοποιηθεί για τον προσδιορισμό ετήσιων προϋπολογισμών άνθρακα για την περίοδο 2024-2026. Συγκεκριμένα, θεωρώντας ότι θα είναι γραμμική η μείωση των εκπομπών από τους 11.47 εκατ. τόνους το 2023 στους 5.9 εκατ. τόνους το 2026, που θέτει ως στόχο η ΔΕΗ για αυτό το έτος στο επιχειρησιακό της σχέδιο 2024-2026,  ο διαθέσιμος προϋπολογισμός για το 2024 εκτιμάται σε 9.61 εκατ. τόνους

Το 2024, οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ εκτιμάται ότι εξέπεμψαν 10.21 εκατ. τόνους CO2, υπερβαίνοντας τον παραπάνω προϋπολογισμό της κατά 0.6 εκατ. τόνους.

Σημειώνεται πάντως ότι η ΔΕΗ κατέγραψε 10.9% μείωση εκπομπών σε σχέση με το 2023 που είχε εκπέμψει 11.47 εκατ. τόνους. Η πρόοδος αυτή οφείλεται  στη μείωση εκπομπών από τις μονάδες λιγνίτη (-1.79 εκατ. τόνοι το 2024 σε σχέση με το 2023), καθώς στις μονάδες αερίου καταγράφηκε αύξηση (+0.54 εκατ. τόνοι αντίστοιχα), ενώ οι εκπομπές από τις πετρελαϊκές μονάδες παρέμειναν σχεδόν ίδιες (-0.001 εκατ. τόνοι). Η σημαντική μείωση των εκπομπών της ΔΕΗ έρχεται σε αντίθεση με την αύξηση των εκπομπών της χώρας, ωστόσο αυτή η επίδοση της ΔΕΗ δεν ήταν αρκετή για να επιτευχθεί ο στόχος για το 2024.

  1. Η ένταση άνθρακα ορίζεται ως ο λόγος των εκπομπών από τα τρία καύσιμα (λιγνίτης, αέριο και πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων και των ΣΗΘΥΑ) ως προς τη συνολική ηλεκτροπαραγωγή της χώρας από το διασυνδεδεμένο δίκτυο και τα μη διασυνδεδεμένα νησιά.
  2. Οι εκπομπές των θερμικών μονάδων, όπως και η ηλεκτροπαραγωγή των μη διασυνδεδεμένων νησιών για τους μήνες του 2024 που δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα, εκτιμώνται με βάση τα δεδομένα των προηγούμενων ετών.

Διαβάστε ακόμη