Μια ιστορική αλλαγή στο ενεργειακό προφίλ της Ελλάδας συντελέστηκε το 2024,καθώς κατά το περασμένο έτος, το ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας απέκτησε εξαγωγικό «πρόσημο» για πρώτη φορά από το 2000. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ για τις ροές ηλεκτρικής ενέργειας στις διεθνείς διασυνδέσεις της Ελλάδας στη βάση των εμπορικών προγραμμάτων με τις χώρες με τις οποίες είναι διασυνδεδεμένη (Βουλγαρία, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Ιταλία, Τουρκία), το 2024 οι εξαγωγές (8.564 GWh) ξεπέρασαν τις εισαγωγές (8.542 GWh) κατά 22 GWh.
Αν και το πλεόνασμα είναι μικρό σε απόλυτους αριθμούς, εντούτοις αντικατοπτρίζει μια πολύ μεγάλη αλλαγή σε σχέση με την εικόνα στο τέλος του 2023, όταν οι εισαγωγές ήταν 10.508 Γιγαβατώρες και οι εξαγωγές 5,216 Γιγαβατώρες και ο χρόνος είχε κλείσει με «καθαρές» εισαγωγές 5.292 GWh. Όπως σημειώνουν μιλώντας στο energygame.gr αρμόδια στελέχη του κλάδου, δείχνει την μακροπρόθεσμη τάση που αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα χρόνια, η οποία αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα της χώρας. Σε μια συγκυρία όπου η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος αποτελεί προτεραιότητα για όλες τις χώρες της ΕΕ, οι ταχείς ρυθμοί με τους οποίους κινείται η Ελλάδα όσον αφορά τις επενδύσεις στις ΑΠΕ ανοίγει το δρόμο ώστε μέρος της ηλεκτροπαραγωγής της να καλύπτει τις ανάγκες των γειτονικών αγορών.
Τη σημασία του οροσήμου αυτού ανέδειξε με ανάρτησή του στο LinkedIn ο σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας Νίκος Τσάφος που έκανε λόγο για «αξιοσημείωτη μεταστροφή της εικόνας – με δεδομένο ότι πέντε χρόνια πριν η Ελλάδα κάλυπτε το 20% των ετήσιων αναγκών της σε ενέργεια μέσω εισαγωγών- , η οποία αντανακλά τα ισχυρά θεμέλια του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας», προσθέτοντας όμως ότι χρειάζεται ακόμα να γίνει πολλή δουλειά για να μετατραπεί αυτό το «εθνικό» πλεονέκτημα σε χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές.
Η αποστροφή αυτή του κ. Τσάφου υπονοεί το ότι αυτή η αλλαγή υποδείγματος δεν έχει στην παρούσα φάση θετικό πρόσημο για τις τιμές ρεύματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και τούτο διότι η «ακτινογραφία» των ροών ηλεκτρικής ενέργειας μέσα από τις διασυνοριακές διασυνδέσεις σε μηνιαία βάση δείχνει ότι game changer για την αλλαγή του προφίλ της χώρας σε καθαρού εξαγωγέα ενέργειας κατά το έτος που πέρασε ήταν οι μεγάλες εξαγωγές που έλαβαν χώρα το «διακεκαυμένο» δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2024 οι οποίες έλαβαν χώρα κατά κύριο λόγο τις βραδινές ώρες, με το ρεύμα που εξήχθη προς Βορρά να παράγεται κυρίως από θερμικές μονάδες και δη από φυσικό αέριο. Η υψηλή ζήτηση από το εξωτερικό, μάλιστα, κυρίως στον «άξονα» Βουλγαρίας (με την οποία η ελληνική αγορά είναι άμεσα συζευγμένη)-Ρουμανίας και Ουγγαρίας, σε συνδυασμό με την χαμηλή –εποχικά- παραγωγή τω ν ΑΠΕ τους χειμωνιάτικους μήνες είχε ως αποτέλεσμα το άλμα των χονδρεμπορικών τιμών για την περίοδο αναφοράς στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας. Μια εξέλιξη που ως γνωστόν υποχρέωσε την κυβέρνηση να ενεργοποιήσει εκ νέου το «εργαλείο» των επιδοτήσεων για να αποτρέψει την επιβάρυνση των νοικοκυριών.
Σκυλακάκης: Γιατί οι εξαγωγές ρεύματος γυρίζουν τώρα μπούμερανγκ για την Ελλάδα
Το παράδοξο, μια θεωρητικά θετική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία να έχει αρνητικές συνέπειες για τους τελικούς καταναλωτές ανέδειξε σε δηλώσεις του στο περιθώριο της χθεσινής (Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025) εκδήλωσης για τα προγράμματα ενεργειακής εξοικονόμησης ο Υπουργός Περιβάλλοντος Θόδωρος Σκυλακάκης που σχολίασε ότι «Οι εξαγωγές ρεύματος μας γυρνάνε μπούμερανγκ. Έχουμε κάνει και με το παραπάνω το καθήκον μας στις ΑΠΕ και τα δίκτυα. Γίναμε εξαγωγικοί στο ρεύμα από εισαγωγικοί, αλλά είμαστε σε μια γειτονιά με πανάκριβες τιμές, από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Στη δεδομένη συγκυρία, αυτό καταλήγει μπούμερανγκ, οι χώρες που κάνουν εξαγωγές στην ουσία τιμωρούνται. Αυτοί που είναι οι καλύτεροι, που παράγουν περισσότερη ενέργεια από ΑΠΕ, που εγκαινιάζουν νέες μονάδες αερίου, και έχουν περισσότερες διασυνδέσεις, τιμωρούνται γιατί βρίσκονται στη λάθος γειτονιά. Αυξάνοντας τις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, δημιουργείται νέα ανοδική πίεση στη χονδρική τιμή του ρεύματος που αποτελεί βάση για τα τιμολόγια που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις κάθε μήνα». Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι «παρενέργειες» των υψηλών εξαγωγών σε συγκεκριμένες περιόδους για τους καταναλωτές συνδέονται και με το μοντέλο τιμολόγησης της ελληνικής αγοράς ηλεκτρισμού και την «υπερεξάρτηση» των τιμών λιανικής από τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς. Κάτι που προσδοκάται να αλλάξει τα επόμενα χρόνια, με την στροφή προς τα σταθερά τιμολόγια και την μεγαλύτερη χρήση εργαλείων όπως τα PPAs.
Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι στη μεγάλη εικόνα, τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ δείχνουν ότι εκτός από το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου, έντονα εξαγωγικοί μήνες μέσα στο 2024 ήταν ο Απρίλιος και ο Μάιος, ένα δίμηνο όπου η εγχώρια ζήτηση ήταν σχετικά χαμηλή -λόγω των περιορισμένων αναγκών τόσο θέρμανσης όσο και ψύξης- και η παραγωγή από ΑΠΕ -και δη αυτή των φωτοβολταϊκών- πολύ υψηλή. Για αυτή την περίοδο, εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι στο «μείγμα» των εξαγωγών κυριάρχησε το πράσινο, δείχνοντας τον δρόμο για το πού θέλει να πάει η Ελλάδα στο μέλλον, με δεδομένο τον στόχο για ανάδειξη της χώρας σε καθαρό εξαγωγέα πράσινης ενέργειας και παράλληλα πιο ισχυρή αποτύπωση του οφέλους για τους τελικούς καταναλωτές.
Διαβάστε ακόμη