Σημαντικές αυξήσεις στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου καταγράφηκαν στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2024, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Household Energy Price Index (HEPI). Η έρευνα, που καλύπτει 33 ευρωπαϊκές χώρες, αποτυπώνει τη δυναμική των τιμών ενέργειας σε μια περίοδο συνεχών αναταράξεων, αναδεικνύοντας την ιδιαίτερη επίδραση στην ελληνική αγορά.

Στην Αθήνα, η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 2% τον Δεκέμβριο, με τις αιτίες να εντοπίζονται στην άνοδο του ενεργειακού κόστους και των φόρων κατανάλωσης. Παρά την αύξηση, η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στην Αθήνα παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με πόλεις όπως το Βερολίνο και η Κοπεγχάγη, αλλά είναι υψηλότερη από πρωτεύουσες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Βουδαπέστη και το Βελιγράδι. Αντίστοιχα, η τιμή του φυσικού αερίου σημείωσε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση, φτάνοντας το 8%, τη μεγαλύτερη ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η αύξηση αυτή συνδέεται με την ενσωμάτωση των υψηλών τιμών του δείκτη TTF για τον Νοέμβριο, στον οποίο βασίζονται οι τιμολογήσεις στην Ελλάδα.

Οι παρατεταμένες χαμηλές θερμοκρασίες και η μειωμένη παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές (“dunkelflaute”) οδήγησαν σε αυξημένη χρήση μονάδων φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή, επιβαρύνοντας περαιτέρω τις τιμές. Παράλληλα, οι ανησυχίες για τη διακοπή της ροής ρωσικού φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας και οι αμερικανικές κυρώσεις στη Gazprombank αύξησαν την αστάθεια της αγοράς.

Συγκριτικά δεδομένα για την Ευρώπη

Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που βίωσε αυξήσεις. Συνολικά, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκαν κατά 1% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη τον Δεκέμβριο, συνεχίζοντας τη σταδιακή άνοδο που ξεκίνησε από την άνοιξη του 2024. Σε 14 πρωτεύουσες σημειώθηκαν αυξήσεις, ενώ σε 17 οι τιμές παρέμειναν σταθερές. Η μοναδική αξιοσημείωτη μείωση καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (-15%), όπου η μεγαλύτερη εταιρεία ενέργειας Enovos ανακοίνωσε σημαντικές μειώσεις τιμών, ενόψει της αλλαγής του κρατικού μηχανισμού επιδότησης από το 2025. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στις Βρυξέλλες (+9%), το Όσλο (+5%) και το Άμστερνταμ (+4%), κυρίως λόγω του αυξημένου κόστους της ενέργειας. Ο συνδυασμός χαμηλής παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές και αυξημένης ζήτησης λόγω χαμηλών θερμοκρασιών (“dunkelflaute”) οδήγησε σε υψηλότερες τιμές χονδρικής, επηρεάζοντας άμεσα τα τιμολόγια.

Ίδια εικόνα και στο φυσικό αέριο

Η αγορά φυσικού αερίου παρουσίασε μέση αύξηση 1% στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με 12 από αυτές να καταγράφουν ανοδικές τάσεις και μόνο 3 μειώσεις. Σημαντική αύξηση παρατηρήθηκε στην Αθήνα (+8%), όπου οι τιμές επηρεάζονται άμεσα από τον δείκτη TTF του προηγούμενου μήνα, καθώς και στις Βρυξέλλες, τη Σόφια και το Ταλίν (+6%). Αντίθετα, μειώσεις σημειώθηκαν στο Λουξεμβούργο (-6%), την Πράγα (-2%) και τη Ρώμη (-1%).

Η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου επηρεάστηκε σημαντικά από γεωπολιτικούς παράγοντες. Οι κυρώσεις των ΗΠΑ στη Gazprombank, που διευκολύνει τις πληρωμές για ρωσικό φυσικό αέριο, και η λήξη της συμφωνίας διέλευσης μέσω Ουκρανίας στις 31 Δεκεμβρίου, ενίσχυσαν την αστάθεια. Παράλληλα, η μειωμένη παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές αύξησε την εξάρτηση από τις μονάδες φυσικού αερίου, οδηγώντας σε αυξημένες εκκενώσεις αποθεμάτων.

Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου διαφέρουν δραματικά μεταξύ των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Το Βερολίνο και η Κοπεγχάγη έχουν τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ οι φθηνότερες καταγράφονται στη Βουδαπέστη, το Κίεβο και το Βελιγράδι. Για το φυσικό αέριο, η Στοκχόλμη παραμένει η πιο ακριβή πόλη, ενώ οι χαμηλότερες τιμές παρατηρούνται στη Βουδαπέστη και το Κίεβο.

Όταν οι τιμές προσαρμοστούν με βάση την αγοραστική δύναμη (PPS), η εικόνα αλλάζει. Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης συνήθως εμφανίζουν χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά αυτό δεν ίσχυσε για τον Δεκέμβριο του 2024, καθώς πόλεις όπως η Πράγα, η Ρίγα και το Βίλνιους είχαν τιμές πάνω από το μέσο όρο.

Παρά τη μείωση των τιμών σε σχέση με τις κορυφές της ενεργειακής κρίσης, η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και οι γεωπολιτικές εντάσεις συνεχίζουν να ασκούν πιέσεις στις αγορές ενέργειας. Η διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας και η ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών αποτελούν προτεραιότητες για πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά η πορεία προς τη σταθερότητα παραμένει αβέβαιη.

Διαβάστε ακόμη