Το κόστος του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ ενδέχεται να αυξηθεί έως και κατά 40% μέχρι το 2030 και σχεδόν να διπλασιαστεί μέχρι το 2050, ανεβάζοντας τις τιμές και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, σύμφωνα με τον Διευθυντή του ACER, Κρίστιαν Ζίνγκλερσεν.Τη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου ο κ. Ζίνγκλερσεν  παρουσίασε ευρήματα από τις Εκθέσεις Παρακολούθησης του Οργανισμού σχετικά με την ηλεκτρική ενέργεια, τις υποδομές και την ασφάλεια εφοδιασμού κατά τη διάρκεια της συνάντησης του Συμβουλίου Μεταφορών, Τηλεπικοινωνιών και Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα βασικά σημεία αφορούσαν στο κόστος του δικτύου, στη διασυνοριακή ικανότητα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και στους μηχανισμούς εθνικής ικανότητας μεταφοράς. Πιο συγκεκριμένα, ως προς το κόστος του δικτύου, ο Ζίνγκλερσεν τόνισε πως υπάρχει κίνδυνος διπλασιασμού των σχετικών δαπανών μέχρι το 2050, ενώ αναφερόμενος στη διασυνοριακή ικανότητα μεταφοράς ηλεκτρισμού, επισήμανε πως οι μισές ανάγκες δεν αντιμετωπίζονται από τα τρέχοντα έργα δικτύου και αν δεν γίνουν οι απαραίτητες επεκτάσεις, τα οφέλη θα παραμείνουν «στα χαρτιά». Παράλληλα, μιλώντας για τους μηχανισμούς αποζημίωσης διαθεσιμότητας ισχύος (capacity mechanisms), δήλωσε πως το κόστος τους αυξήθηκε σε 7,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023 (το οποίο συνιστά αύξηση 40% σε σχέση με το 2022). Επιπλέον, νέα σχέδια υποστήριξης ευελιξίας προστίθενται στο κόστος.

Οι στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ, κατά τον επικεφαλής του ACER

Στη συνέχεια, ο κ. Ζίνγκλερσεν στράφηκε προς τις στρατηγικές κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθήσει η ΕΕ και τόνισε πως η αναγνώριση των κενών στον σχεδιασμό υποδομών, ο περιορισμός του κόστους του συστήματος και η εξέταση αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των ενεργειακών πόρων είναι κρίσιμα βήματα για την πρόοδο της ενεργειακής μετάβασης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ. Επιπρόσθετα, ο επικεφαλής του ACER δήλωσε πως η ενοποίηση της αγοράς ενέργειας βασίζεται στην εμπιστοσύνη μέσω της δέσμευσης για δομική ενσωμάτωση των ενεργειακών αγορών, του συντονισμού υποδομών, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ανάπτυξης ευελιξίας, της στενότερης ολοκλήρωσης στη λειτουργία των ενεργειακών συστημάτων σε πραγματικό χρόνο και της αυστηρής επιβολής μέτρων από τις δημόσιες αρχές.

Διαβάστε ακόμη