Η έκθεση της Eurelectric για τις εξαιρετικά χαμηλές και αρνητικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας εξετάζει την αυξανόμενη συχνότητα και τα αίτια των αρνητικών τιμών στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρώπης. Οι τιμές αυτές είναι αποτέλεσμα των προκλήσεων εντός του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο παλεύει με την εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης. Μάλιστα, το 2023, ο αριθμός των ωρών με αρνητικές τιμές έφτασε τις 821 ώρες, και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2024, το σύνολο αυτό είχε ήδη ξεπεράσει το προηγούμενο έτος, ανεβαίνοντας στις 1031 ώρες.
Με υψηλά μερίδια ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, το σύστημα αντιμετωπίζει περιόδους υπερβολικής παραγωγής ενέργειας, ιδίως όταν η ζήτηση είναι χαμηλή. Για παράδειγμα, αρνητικές τιμές προκύπτουν συνήθως την άνοιξη και το καλοκαίρι, όταν η ηλιακή παραγωγή κορυφώνεται ή εμφανίζεται υψηλή αιολική παραγωγή, και κατά τη διάρκεια των Σαββατοκύριακων ή των αργιών, όταν η ζήτηση είναι χαμηλότερη. Το 2024, αρνητικές τιμές παρατηρήθηκαν σε χώρες όπως η Eλλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Πολωνία, ενώ βραχυπρόθεσμα αναμένεται αυξημένη συχνότητα τέτοιων συμβάντων.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά την Ελλάδα επισημαίνεται ότι η χώρα μας, η έχει θεσπίσει αυστηρούς κανόνες, «που περιορίζουν τη στήριξη στις ΑΠΕ υπό το καθεστώς feed-in premium, εάν οι τιμές είναι μηδενικές ή αρνητικές για δύο συνεχόμενες ώρες».
Αρκετοί παράγοντες συμβάλλουν σε αυτές τις αρνητικές τιμές, συμπεριλαμβανομένης της υψηλής παραγωγής από ΑΠΕ κατά τη διάρκεια ευνοϊκών καιρικών συνθηκών και της χαμηλής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, ακόμη και μετά την ενσωμάτωση λύσεων ευελιξίας, όπως η απόκριση από την πλευρά της ζήτησης. Ωστόσο, το ρυθμιστικό πλαίσιο και τα ζητήματα υποδομής του δικτύου, όπως η διασυνοριακή συμφόρηση, επιδεινώνουν επίσης την κατάσταση. Επιπλέον, τα συστήματα στήριξης, όπως τα τιμολόγια τροφοδότησης (Feed-in Tariffs – FiT) και τα πράσινα πιστοποιητικά, μπορεί να δώσουν κίνητρα στους παραγωγούς να παράγουν ενέργεια ακόμη και όταν οι τιμές είναι αρνητικές, επιδεινώνοντας έτσι το πρόβλημα της υπερπροσφοράς.
Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης την άκαμπτη παραγωγή ενέργειας από μονάδες που πρέπει να λειτουργούν υποχρεωτικά (π.χ. τηλεθέρμανση και βιομηχανική συμπαραγωγή), οι οποίες δεν μπορούν να προσαρμόσουν την παραγωγή και μπορεί να συμβάλουν σε αρνητικές τιμές. Επιπλέον, οι prosumers (νοικοκυριά με ηλιακή ενέργεια) και οι έμποροι με συμφωνίες αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (PPA) ενδέχεται να συνεχίσουν να παράγουν ενέργεια παρά τις συνθήκες της αγοράς, με αποτέλεσμα τον περαιτέρω κορεσμό του δικτύου.
Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, η έκθεση ζητεί ενισχυμένες λύσεις ευελιξίας στο πλαίσιο του υφιστάμενου σχεδιασμού της αγοράς, όπως καλύτερους μηχανισμούς απόκρισης από την πλευρά της ζήτησης, δυναμικά τιμολόγια και πολιτικές για την ευθυγράμμιση των κινήτρων της αγοράς με το αυξανόμενο μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Eurelectric υποστηρίζει ότι, ενώ η ολοκλήρωση της αγοράς μέσω μηχανισμών όπως η σύζευξη της αγοράς παρέχει οφέλη, η μεγαλύτερη ευθυγράμμιση μεταξύ του σχεδιασμού της αγοράς και των λύσεων ευελιξίας είναι ζωτικής σημασίας για τον μετριασμό των αρνητικών φαινομένων τιμών, διασφαλίζοντας παράλληλα την επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης της Ευρώπης.
Διαβάστε ακόμη