«Η τελική επενδυτική απόφαση για το καλώδιο Ελλάδας – Κύπρου δεν έχει ληφθεί, δήλωσε ο υπουργός Ενέργειας της Κύπρου, Γιώργος Παπαναστασίου στην «Καθημερινή της Κύπρου». Το φιλόδοξο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου-Ελλάδας, Great Sea Interconnector, το οποίο αναμένεται να αλλάξει το ενεργειακό τοπίο της χώρας, μειώνοντας την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και ανοίγοντας νέες προοπτικές για τη σταθεροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού βρέθηκε εκ νέου στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. «Θα πρέπει να γίνει έρευνα δέουσας επιμέλειας που θα καλύψει όλες τις πτυχές του έργου και την αξιολόγηση της μελέτης κόστους-οφέλους. Αναμένεται ότι η προσφορά για διεξαγωγή της δέουσας επιμέλειας από οίκο αξιολόγησης θα κατακυρωθεί τις επόμενες μέρες και μέχρι τέλος Νοεμβρίου να έχουμε, έστω προκαταρκτικά, αποτελέσματα», σημείωσε.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. Παπαναστασίου παρουσίασε τις προκλήσεις, τα οικονομικά δεδομένα και τη γεωπολιτική σημασία του έργου, ενώ αναφέρθηκε και στις ενέργειες που έχουν αναλάβει οι δύο χώρες για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Μάλιστα, επεσήμανε πως αναμένεται η προσφορά για διεξαγωγή της δέουσας επιμέλειας από οίκο αξιολόγησης θα κατακυρωθεί τις επόμενες μέρες. Μέχρι τέλος Νοεμβρίου στόχος είναι να έχουμε, έστω προκαταρκτικά, αποτελέσματα. Η πολυπλοκότητα του έργου, βάζει στην εξίσωση την ανάγκη αξιολόγησης των οικονομικών και χρηματοδοτικών κινδύνων, καθώς και τη σοβαρότητα της συμμετοχής της Κύπρου σε αυτή την επένδυση. Αναφορικά με το κόστος του έργου, ο κ. Παπαναστασίου έκανε λόγο για μία αρχική εκτίμηση της τάξεως του €1,5 δισ. Ωστόσο, λόγω της αύξησης του κόστους των υλικών του καλωδίου που προέκυψαν, κατά κύριο λόγο, από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυξήθηκε σε €1,9 δισ., κάτι που οι δύο ρυθμιστές αποδέχτηκαν». Η τελική τιμή, όμως, δεν κλειδώνει εκεί, αφού παραδέχτηκε πως το τελικό κόστος θα καθοριστεί από τα συμβόλαια. «Τα συμβόλαια θα καθορίσουν το τελικό κόστος του έργου. Το ένα συμβόλαιο, που είναι στα €1,4 δισ. και είναι το μεγαλύτερο, έχει μια ένδειξη συν-πλην 5% και η εταιρεία πιστεύει ότι θα μπορέσει να το υλοποιήσει σε αυτό το πλαίσιο. Αν υπάρξει ανάγκη πέραν του συν 5%, ο φορέας υλοποίησης θα πρέπει να αναφερθεί στους ρυθμιστές για να δικαιολογήσει και να διεκδικήσει την αύξηση του κόστους».
Ο υπουργός Οικονομικών Μάκης Κεραυνός εμφανίστηκε να μιλά με τη σειρά του για το κόστος του έργου σε τηλεοπτικές δηλώσεις του. Όπως είπε, “Ο προϋπολογισμός της χώρας είναι περίπου 10 δισ. ευρώ και το προϋπολογιζόμενο κόστος της ηλεκτρικής διασύνδεσης είναι δύο δισ. Και πιστεύω, πως θα στοιχίσει περισσότερα, όπως συνέβη και με άλλες ηλεκτρικές διασυνδέσεις¨”. Υπό αυτά τα δεδομένα, ο κ. Κεραυνός σημείωσε ότι η συμμετοχή της χώρας στην επένδυση αυτή είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και πρέπει να μελετηθεί πολύ προσεκτικά. «Θα πρέπει να γίνουν και να αξιολογηθούν μελέτες για τη βιωσιμότητα του έργου και τις βασικές οικονομικές παραμέτρους του, πριν ληφθεί οριστική απόφαση για συμμετοχή ή όχι του κράτους στο μετοχικό κεφάλαιο του φορέα υλοποίησης». Αναφορικά με την επιφυλακτικότητα που παρουσιάζει ο κ. Κεραυνός μίλησε ο κ. Παπαναστασίου, σχολιάζοντας πως «πάντοτε υπήρχε ομοφωνία στην κυβέρνηση. Το έργο είναι ενεργειακό, όμως αγγίζει τα οικονομικά της χώρας, άρα είναι λογικό ο υπουργός Ενέργειας να το βλέπει ως αναγκαίο για άρση της ενεργειακής μας απομόνωσης και ο υπουργός Οικονομικών να παρουσιάζεται πιο διεισδυτικός σε σχέση με το κόστος της επένδυσης. Θεωρώ ότι αυτός ο διάλογος, όπως εξελίχθηκε και με τις τοποθετήσεις του προέδρου της Δημοκρατίας, έφερε το σωστό αποτέλεσμα».
Παράλληλα, ο Γ. Παπαναστασίου μιλώντας για το κομμάτι της διαχείρισης του γεωπολιτικού ρίσκου ανέφερε πως «η διαχείριση γεωπολιτικού ρίσκου σε ένα έργο γίνεται με διπλωματικά, επιχειρησιακά και οικονομικά μέσα. Δεν σημαίνει ότι θα χρησιμοποιηθούν και τα τρία. Πιστεύω τα γεωπολιτικά ρίσκα του έργου είναι διαχειρίσιμα και ότι το έργο θα υλοποιηθεί όπως προγραμματίστηκε. Να μην ξεχνάμε ότι το έργο είναι ευρωπαϊκό».
Η πρόταση στην ΑΗΚ
Να σημειωθεί πως ο κ. Παπαναστασίου κατέθεσε πρόταση προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (AHK), στις 9 Οκτωβρίου, η οποία περιείχε την πρόνοια για ιδιοκτησιακή αποξένωση του Τμήματος των Δικτύων της Αρχής, που θα μετατραπεί σε κρατική εταιρεία και με τη σειρά του θα συστήσει θυγατρική εταιρεία, η οποία θα επενδύσει τα απαιτούμενα κρατικά 100 εκατ. στο μετοχικό κεφάλαιο του Great Sea Interconnector. Το γεγονός αυτό θα είχε ως συνέπεια την ενεργό εμπλοκή της Αρχής στο θέμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης του καλωδίου, ωστόσο, καθώς φαίνεται, υπάρχουν φωνές αντίδρασης από τις συντεχνίες, ενώ η ίδια η ΑΗΚ εμφανίζεται σε πρώτη φάση να είναι επιφυλακτική. Είναι απαραίτητη η αποξένωση του Τμήματος Δικτύων, καθώς δεν μπορεί ν’ αναλάβει απευθείας η ΑΗΚ το έργο, λόγω ανταγωνισμού. Η πρόταση του Υπουργού, όπως αποκαλύφθηκε στον Τύπο, αποσκοπεί να δώσει την επιλογή στον Υπεύθυνο Συστήματος Μεταφοράς, δηλαδή την ΑΗΚ, να αναλάβει την επένδυση για το καλώδιο, δηλαδή τη διαχείρισή του. Ωστόσο, ως εναλλακτικό σχέδιο υπάρχει και η επιλογή της Εταιρείας Υδρογονανθράκων Κύπρου (ΕΥΚ), η οποία είναι κρατική εταιρεία ιδιωτικού δικαίου, που θα μπορούσε να συμμετάσχει στην GSI με μια απλή αλλαγή στο καταστατικό της.
Όπως ανέφερε στο «Σίγμα» ο πρόεδρος της ΑΗΚ, Γιώργος Πέτρου, απαιτείται προσεκτική μελέτη της πρότασης, καθώς ενδέχεται να αλλάξει πλήρως η λειτουργία της Αρχής. Καθίσταται όμως την ίδια στιγμή σαφές ότι η τεχνοκρατική γνώση που απαιτείται για την ολοκλήρωση ενός τέτοιου βεληνεκούς έργου υπάρχει μόνο στην ΑΗΚ στην Κύπρο και αυτό αναγνωρίζεται από τον πρόεδρο του Οργανισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΑΗΚ συνεδρίασε στις 10 Οκτωβρίου σχετικά με την πρόταση του Υπουργού, ούτως ώστε να ενημερωθούν επαρκώς οι υπεύθυνοι του Οργανισμού και με τη σειρά τους να ενημερώσουν τους κοινωνικούς εταίρους για να παρθεί η τελική απόφαση. Ο πρόεδρος της ΑΗΚ, με δηλώσεις του στην εκπομπή Πρωτοσέλιδο του «Σίγμα», ανέφερε ότι η πρόταση του Υπουργείου Ενέργειας «σαν ιδέα δεν φαίνεται κακή, δηλαδή η Αρχή Ηλεκτρισμού να εμπλακεί ενεργά, καθώς δεν θα επενδυθούν λεφτά από την οργάνωση, αφού είναι μόνον η επένδυση των 100 εκατ. που θα επενδυθούν από το κράτος».
Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες του «Φιλελεύθερου», εντός της ΑΗΚ αρνητική ήταν η πρώτη αντίδραση από ορισμένους κύκλους αξιωματούχων και από τους εργαζομένους, καθώς, σύμφωνα με τους ίδιους, με την πρόταση του Υπουργείου Ενέργειας θα εκτεθούν σε επιχειρηματικό κίνδυνο τεράστιας αξίας εθνικές υποδομές στο πλαίσιο γεωπολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Την ίδια στιγμή, ανησυχία προκύπτει και για την επανέναρξη της συζήτησης σχετικά με την είσοδο ιδιωτών επενδυτών στο Τμήμα Δικτύων.
Διαβάστε ακόμη