Στις έντονες διακυμάνσεις που έχει βιώσει η ελληνική χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι στιγμής το 2024 αναφέρθηκε ο σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας, Νίκος Τσάφος. Συγκεκριμένα, με ανάρτησή του στο LinkedIn, ο Νίκος Τσάφος υπενθύμισε πως τους πρώτους μήνες του 2024 υπήρχε μια ομαλή κατάσταση με τις τιμές σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, αλλά σπανίως μηδενικά. Την περίοδο της άνοιξης, ωστόσο, εμφανίσθηκαν εκτεταμένα μηδενικές τιμές στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες οδήγησαν σε μαζικές περικοπές παραγωγής έργων ΑΠΕ, κυρίως φωτοβολταϊκών.

Ο Νίκος Τσάφος συνεχίζοντας ανέφερε πως το καλοκαίρι εξακολούθησαν να υπάρχουν μηδενικές τιμές κάποιες ώρες ανά διαστήματα, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό ήταν οι πολύ αυξημένες τιμές τις απογευματινές ώρες. Τέλος, αναφερόμενος στην κατάσταση που επικρατεί τον Σεπτέμβριο, ο Τσάφος επισήμανε πως υπήρξαν ώρες όπου οι τιμές ήταν πολύ ψηλά και ώρες όπου ήταν μηδενικές. Συνολικά, η μέση τιμή του ρεύματος για τον Σεπτέμβριο ήταν χαμηλότερη από το καλοκαίρι, αλλά υψηλότερη από την αρχή του έτους. Κλείνοντας, ο Νίκος Τσάφος σχολίασε πως αυτές οι διακυμάνσεις των τιμών στην χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας συνιστούν ένα «κάλεσμα για δράση» σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο.

Ακολουθεί ολόκληρη η ανάρτηση του Νίκου Τσάφου στο LinkedIn:

Η ελληνική χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει περάσει από έντονες διακυμάνσεις μέχρι στιγμής το 2024.

Στην αρχή του έτους, οι τιμές ακολούθησαν μια σχετικά φυσιολογική κατανομή γύρω στα 90 €/MWh τον Ιανουάριο και 70 €/MWh τον Φεβρουάριο. Οι μηδενικές ή σχεδόν μηδενικές τιμές ήταν σπάνιες. Επίσης, ήταν σπάνιο να παρατηρούνται πολύ υψηλές τιμές κατά την απογευματινή αιχμή (είχαμε μόνο 12 ώρες με τιμές πάνω από 150 €/MWh τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο).

Τον Μάρτιο, παρατηρήθηκε η πρώτη σοβαρή εμφάνιση μηδενικών ή σχεδόν μηδενικών τιμών: 54 ώρες τον Μάρτιο, 92 ώρες τον Απρίλιο (και 11 ώρες με αρνητικές τιμές), και 56 ώρες τον Μάιο. Παρόλα αυτά, οι απογευματινές αιχμές παρέμειναν περιορισμένες, με πολύ λίγες ώρες πάνω από 150 €/MWh τον Μάρτιο και τον Απρίλιο (αλλά περισσότερες τον Μάιο).

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η καμπύλη μετακινήθηκε ξανά. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν ώρες με πολύ χαμηλές τιμές (56 ώρες μεταξύ 0 και 10 €/MWh), αλλά το χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν η ραγδαία αύξηση κατά την απογευματινή αιχμή: 225 ώρες με τιμές πάνω από 200 €/MWh, σχεδόν πάντα συνδυασμένες με τις γειτονικές μας χώρες, αντανακλώντας τη ζήτηση από το εξωτερικό και τα προβλήματα υποδομών στην ευρύτερη περιοχή.

Τον Σεπτέμβριο, η αγορά κινήθηκε στα δύο άκρα: 33 ώρες με μηδενικές ή σχεδόν μηδενικές τιμές και 38 ώρες με τιμές πάνω από 200 €/MWh. Η μέση τιμή έχει μειωθεί από την κορύφωσή της τον Ιούλιο, αλλά παραμένει υψηλή σε σχέση με την αρχή του έτους.

Με πολλούς τρόπους, αυτή η εικόνα αντανακλά μια αγορά σε μετάβαση: οι χαμηλές τιμές αντικατοπτρίζουν τη γρήγορη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενώ οι απογευματινές αιχμές δείχνουν την έλλειψη επαρκούς ευέλικτης παραγωγής, αποθήκευσης, απόκρισης ζήτησης και διασυνοριακών ροών — όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Ωστόσο, αυτή η εικόνα αποτελεί και ένα κάλεσμα για δράση: η πρόκληση δεν είναι πλέον μόνο η εγκατάσταση περισσότερων ανανεώσιμων πηγών (στο οποίο η Ελλάδα διαπρέπει), αλλά η δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που θα επιτρέψει σε αυτές τις πηγές να ευδοκιμήσουν και να προσφέρουν χαμηλότερες τιμές στους καταναλωτές.

Διαβάστε ακόμη