Ως ορόσημο χαρακτηρίζεται η χθεσινή μέρα καθώς από το 2012 όταν ξεκίνησαν οι πρώτες συζητήσεις για την ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης με την Κύπρο, μεσολάβησε πάνω από μια δεκαετία μέχρι να καταλήξουμε στη χθεσινή απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της Κύπρου που επί της ουσίας επικύρωσε τη συμφωνία που επετεύχθη πριν από λίγες ημέρες μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών για την υλοποίηση του μεγάλου έργου προϋπολογισμού 1,9 δισ. ευρώ. Αυτή περιελάμβανε την ανάκτηση δαπανών του φορέα υλοποίησης για την περίοδο κατασκευής ύψους 125 εκατ. ευρώ έως το 2030 από το Ταμείο Ρύπων, εγγυημένη απόδοση 8,3% για το έργο για 17 χρόνια, καταμερισμός 50%-50% του γεωπολιτικού ρίσκου μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.

Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Χθες, συνεδρίασε το υπουργικό συμβούλιο καταλήγοντας σε μια απόφαση η οποία μεταξύ άλλων κάνει αναφορές στην απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου για συμμετοχή του κυπριακού δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο του GSI (με 100 εκατ. ευρώ). Οριστική απόφαση για τη συμμετοχή του κυπριακού δημοσίου στο μετοχικό σχήμα δεν υπάρχει μέχρι τώρα. Η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου περιλαμβάνει και τον οδικό χάρτη για τις επόμενες κινήσεις που πρέπει να γίνουν. Το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε τη διάθεση ποσού 25 εκατ. ευρώ ανά έτος για 5 χρόνια, ως επιδότηση της αντίστοιχης αύξησης που θα επέλθει στους λογαριασμούς ρεύματος για το δικαίωμα ανάκτησης εξόδων την κατασκευαστική περίοδο δηλαδή από 1/1/2025 μέχρι την 31/12/2029, ώστε οι καταναλωτές να μην επιβαρύνονται από αυτή την αύξηση. Το ποσό αυτό θα εκταμιεύεται από το σύστημα δημοπράτησης δικαιωμάτων των ρύπων. Να σημειωθεί πως η πρώτη δόση θα συμπεριληφθεί σε συμπληρωματικό προϋπολογισμό, ο οποίος χρειάζεται την έγκριση της Βουλής.

Όπως δήλωσε ο υπουργός Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας της Κύπρου κ. Γιώργος Παπαναστασίου, «το έργο θα συμβάλλει στην άρση της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου, αφού θα συνδέσει το εθνικό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με τα αντίστοιχα διευρωπαϊκά συστήματα και θα αυξήσει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Η επίτευξή αυτού του στόχου είναι σημαντική για την περαιτέρω επιτάχυνση της ευημερίας των πολιτών της χώρας, γιατί βασικός σκοπός είναι η μείωση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω της ηλεκτρικής διασύνδεσης, της έλευσης φυσικού αερίου και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας». Ο κ. Παπαναστασίου υπογράμμισε πως η σημασία του έργου επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως η ευρωπαϊκή επιτροπή ενέκρινε χρηματοδότηση ύψους 657 εκατ. Παράλληλα, όπως έχουμε αναφέρει στο energygame.gr, υπάρχουν διαβουλεύσεις της κυπριακής πλευράς και με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ).

Επίσης, μέσα στις επόμενες ώρες θα πρέπει να γίνουν διαβουλεύσεις για το τι θα γίνει στην περίπτωση που το έργο διακοπεί και το ποσοστό καταμερισμού του γεωπολιτικού ρίσκου. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με δημοσίευμα του «Φιλελευθέρου» στο πλαίσιο της συμφωνίας περιλαμβάνεται και πρόνοια με την οποία μειώνεται το κόστος για τους καταναλωτές στην Κύπρο, σε περίπτωση που το τελικό κόστος του έργου θα ξεπεράσει το προβλεπόμενο σήμερα 1,94 δισ. Σύμφωνα με δημοσίευμα αν το κόστος ξεπεράσει το 1,94 δισ., οι καταναλωτές στις δύο χώρες θα επιμεριστούν κατά 50% το πρόσθετο κόστος. Αρμόδιες πηγές απαντώντας σε σχετική ερώτηση δεν επιβεβαίωσαν τη σχετική παράμετρο.

Πάντως, μέχρι την Παρασκευή θα πρέπει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας της Κύπρου να ενημερωθεί και να πάρει αποφάσεις, στη βάση της συμφωνίας που «κλείδωσε» στο υπουργικό συμβούλιο, σύμφωνα με πηγές. Με αυτό τον τρόπο θα σταλεί ακόμα ένα μήνα προς όλες τις πλευρές (Nexans, ΑΔΜΗΕ) ότι το έργο προχωρά. Υπενθυμίζεται ότι την Πέμπτη το πρωί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει συνάντηση με τον Κύπριο Πρόεδρο Νίκο Χριστοδουλίδη στο Μέγαρο Μαξίμου. Η ελληνική πλευρά προσδοκούσε πως πριν τη συνάντηση θα υπήρχε δέσμευση και για τη συμμετοχή της Κύπρου στο μετοχικό κεφάλαιο του Great Sea Interconnector, κάτι που θα έστελνε το «σήμα» και προς άλλους επενδυτές να συμμετέχουν στο έργο. Υπενθυμίζεται, πως στα μέσα Μαΐου ενδιαφέρον να συμμετάσχει στον Great Sea Interconnector εξέφρασε το κρατικό αμερικανικό fund DFC, ενώ το ενδιαφέρον της έχει εκδηλώσει και το κρατικό fund των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων TAQA.

Διαβάστε επίσης